Η «ειδική σχέση» ΗΠΑ – Βρετανίας – Αυστραλίας, τα πυρηνικά υποβρύχια και η αντιπαράθεση με την Κίνα
Η ανακοίνωση της στρατηγικής αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ – Βρετανίας και Αυστραλίας εντάσσεται στο πλαίσιο της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με την Κίνα
Παρότι ο πρόεδρος Τζο Μπαίντεν είχε πρόσφατα μια μακρά τηλεφωνική συνομιλία με τον Σι Τζινπίνγκ, ένδειξη μιας προσπάθειας να διατηρηθούν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας, εντούτοις είναι σαφές ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια στρατηγική αντιπαράθεση με την Κίνα.
Άλλωστε αυτό έκανε και στην ομιλία του στις 31 Αυγούστου 2021 στην οποία υπερασπίστηκε την απόφαση να αποχωρήσουν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις από το Αφγανιστάν. Εκεί ο τόνος ήταν σαφής: Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε «σοβαρό ανταγωνισμό με την Κίνα». Αντιμετωπίζουν «προκλήσεις σε πολλαπλά μέτωπα με τη Ρωσία». Έχουν να αντιμετωπίσουν «κυβερνοεπιθέσεις και την διάδοση των πυρηνικών όπλων»¨.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εγκλωβίζονται σε «ατέρμονες πολέμους» (forever wars) όπως αυτοί στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, αλλά να ασχολούνται με τις πραγματικές και μεγάλες απειλές.
Μάλιστα από ορισμένους αυτό έχει χαρακτηριστεί ως επιστροφή στον «ρεαλισμό» (με την ειδική έννοια που έχει αυτό στις Διεθνείς Σχέσεις δηλαδή μια έμφαση στην αντίληψη του διεθνούς συστήματος με όρους ισορροπίας δυνάμεων) ή στον «πραγματιστικό ρεαλισμό», καθώς αντί για κριτήρια «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» (που θα οδηγούσε π.χ. σε παραμονή στο Αφγανιστάν για ανθρωπιστικούς λόγους), προκρίνεται αυτό που εξασφαλίζει σταθερότητα απέναντι στις μείζονες απειλές.
Η σημασία της Κίνας ως μελλοντικής απειλής
Οι ΗΠΑ ήδη αντιλαμβάνονται τη σημασία της Κίνας ως οικονομικού ανταγωνιστή. Η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία στον πλανήτη με όρους ΑΕΠ (και η πρώτη με όρους ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης), καλύπτει το κενό από τις ΗΠΑ και προσπαθεί να βρεθεί και στην τεχνολογική πρωτοπορία.
Ταυτόχρονα, σταδιακά η Κίνα εξελίσσεται και σε ένα γεωπολιτικό ανταγωνιστή. Παρότι η στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας εξακολουθεί να επικεντρώνει στην εσωτερική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, δεν διεκδικεί μεγάλες διεθνείς παρεμβάσεις ή διεθνή αστυνομικό ρόλο και δίνει έμφαση στην άρνηση των παρεμβάσεων στο εσωτερικό των χωρών, εντούτοις αφήνει ανοιχτό το ερώτημα του μεσοπρόθεσμού ιστορικού ορίζοντα για τη συνολική θέση της Κίνας.
Επιπλέον, η Κίνα μια χώρα με μεγάλη ιστορική έμφαση στα ζητήματα κυριαρχίας και –παρά το μέγεθός της– ισχυρή εθνική ταυτότητα (που ο κρατικά ενορχηστρωμένος πατριωτισμός την τροφοδοτεί), επιμένει πάντα σε αυτό που ορίζει ως τα ζητήματα δικής της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας.
Αυτό εξηγεί την ειδική φόρτιση που έχει πάντα για την Κίνα το θέμα της Ταϊβάν αλλά και την διαρκή ανάδειξη του θέματος της Νότιας Σινικής Θάλασσας, περιοχή στην οποία έχει άμεσες εδαφικές αξιώσεις. Ταυτόχρονα, όμως, η Νότια Σινική Θάλασσα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το εμπόριο της Κίνας αλλά και των γειτονικών χωρών αλλά και συνολικά το παγκόσμιο εμπόριο εφόσον από αυτή σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016 πέρασαν εμπορεύματα αξίας 3.37 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή το 21% του παγκοσμίου εμπορίου. Αυτό εξηγεί τις προβολές ισχύος που κάνει εκεί η Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης τεχνητών νησιών και της επέκτασης στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Στοιχείο της προβολής ισχύος και η πάγια θέση ότι στα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει τη στρατιωτική παρουσία άλλων χωρών.
Την ίδια στιγμή η Κίνα βρίσκεται σε μια ιδιότυπη ανταγωνιστική σχέση με γειτονικές χώρες, όπως την Ινδία (με την οποία έχει και εδαφικές διαφορές), ή την Ιαπωνία, ενώ διεκδικεί αυξημένο ρόλο σε κοντινές περιοχές, όπως π.χ. το Αφγανιστάν όπου έχει επενδύσει στις καλές σχέσεις με τους Ταλιμπάν.
Η σημασία της Αυστραλίας για τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ τα προηγούμενα χρόνια επένδυσαν σε συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή σε μια προσπάθεια να διαμορφώσουν συσχετισμό στην περιοχή. Έχουν επενδύσει στην πάγια συνεργασία με την Ιαπωνία, προσπαθούν να εμπλέξουν την Ινδία σε μια πιο στρατηγική συνεργασία και επενδύουν σε καλές σχέσεις ακόμη και με χώρες όπως το Βιετνάμ.
Κομβική χώρα σε αυτούς τους σχεδιασμούς είναι η Αυστραλία. Παραδοσιακά σε ειδική σχέση με τις ΗΠΑ, ως προς τα ζητήματα συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών (εφόσον οι δύο χώρες μαζί με τη Βρετανία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία αποτελούν τη συμμαχία Five Eyes) από αρκετά χρόνια, τα τελευταία χρόνια είναι σε αντιπαραθετική τροχιά με την Κίνα (παρότι για ένα διάστημα ταλαντεύτηκε ως προς αυτό).
Καθόλου τυχαία που από το 2017 έχει γίνει προσπάθεια να ενεργοποιηθεί ξανά και ο τετραμερής διάλογος ασφαλείας ΗΠΑ – Αυστραλίας – Ιαπωνίας – Ινδίας (“Quad”) μαζί με προσπάθεια να εμπλακούν και χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Κορέα και το Βιετνάμ.
Όμως, με δεδομένα τα ζητήματα που υπάρχουν ως προς την επέκταση των ιαπωνικών αμυντικών ικανοτήτων (πέραν των κραδασμών που θα προκαλούσε σε μια ευρύτερη περιοχή ένας αυξημένος επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας, εάν αναλογιστούμε πόσες χώρες εκεί έχουν οδυνηρή εμπειρία από τον Ιαπωνικό εθνικισμό και μιλιταρισμό), η Αυστραλία είναι ο βασικός δυνητικός στρατηγικός συνεργάτης των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η λογική της ειδικής σχέσης, ο ρόλος της Βρετανίας και τα πυρηνικά υποβρύχια
Η συμφωνία που ανακοινώθηκε έχει τα χαρακτηριστικά της «ειδικής σχέσης» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία αρχικά. Είναι μια λογική πιο στενής συνεργασίας, που υπερβαίνει τα όρια συνεργασιών όπως π.χ. του ΝΑΤΟ και αφορά ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών και την αντίστοιχη συνεργασία.
Η Μεγάλη Βρετανία επεδίωξε αυτή τη σχέση μετά τον Β΄ΠΠ, επιδιώκοντας έτσι να διατηρήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που προχώρησε στην κατοχή πυρηνικών όπλων (σε αντιδιαστολή με τη Γαλλία που ανέπτυξε το πυρηνικό της πρόγραμμα με την επιδίωξη να έχει έναν πιο «ανεξάρτητο ρόλο»).
Τώρα η Αυστραλία μπαίνει ακόμη πιο εμφατικά σε αυτόν τον αμυντικό σχεδιασμό, αναλαμβάνοντας προοπτικά ένα σημαντικό ρόλο στη ναυτική επιτήρηση σε αυτή την κρίσιμη περιοχή. Ούτως ή άλλως η Αυστραλία, χώρα με αποκλειστικά θαλάσσια σύνορα, ήθελε να ενισχύσει τον στόλο υποβρυχίων της (εξ ου και η προηγούμενη συμφωνία με τη Γαλλία για την κατασκευή συμβατικών υποβρυχίων).
Η επιλογή να της παραχωρηθεί από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία τεχνολογία πυρηνικών υποβρυχίων (που όμως δεν θα φέρουν επισήμως πυρηνικά όπλα αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με ευθεία παραβίαση της συνθήκης μη διασποράς των πυρηνικών), που μπορούν να έχουν πολύ πιο μεγάλης διάρκειας αποστολές, κατατείνει σε αναβαθμισμένο ρόλο επιτήρησης και παρουσίας σε αυτή την κρίσιμη περιοχή με το βλέμμα προφανώς στραμμένο στην Κίνα. Άλλωστε, η Κίνα έχει και αυτή επενδύσει ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του ναυτικού.
Βεβαίως, στον Τύπο της Αυστραλίας ήδη καταγράφηκαν κριτικές ότι η ανακοίνωση, σε συνδυασμό με την ακύρωση της συμφωνίας με τη Γαλλία για την κατασκευή των συμβατικών υποβρυχίων, σημαίνει μάλλον καθυστέρηση στο να αποκτήσει η Αυστραλία επαρκή στόλο υποβρυχίων, καθώς πέραν της συμφωνίας να παραχωρηθούν έτοιμοι πυρηνικοί αντιδραστήρες, για τα ίδια τα υποβρύχια ακόμη δεν υπάρχει σχεδίαση ή συμβόλαια κατασκευής.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή εξυπηρετεί τον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό των ΗΠΑ (που βλέπει το στόλο υποβρυχίων της Κίνας να αυξάνει σημαντικά συμπεριλαμβανομένων έξι πυρηνικών υποβρυχίων μέχρι το 2030), αλλά και ταυτόχρονα επιτρέπει στην Βρετανία να εμφανίζεται ως μείζων δύναμη, ενώ ας μην υποτιμήσουμε ότι η παραγγελία των υποβρυχίων αυτών σημαίνει δουλειές και για τις αντίστοιχες βρετανικές επιχειρήσεις, κάτι που ήδη υπογραμμίστηκε στον Βρετανικό Τύπο.
Η λογική του Ψυχρού Πολέμου επιστρέφει
Όλα αυτά βεβαίως κατατείνουν όντως σε μια λογική «Ψυχρού Πολέμου», κάτι που έσπευσε να τονίσει και η Κίνα. Ας μην ξεχνάμε ότι η περίοδος εκείνη ήταν η κατεξοχήν εποχή όπου κυριάρχησε ο γεωπολιτικός «ρεαλισμός» και η λογική της ισορροπίας δυνάμεων. Με ανοιχτό το ερώτημα εάν η κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας προοπτικά στα «σημεία επαφής» ανάμεσα στα μπλοκ σε σημεία που καθίστανται γεωστρατηγική «επίδικα» αποτελεί παράγοντα μιας ένοπλης σταθερότητας ή αντίθετα ένας διαρκώς αυξημένος κίνδυνος η «ψυχρή» ισορροπία δυνάμεων να μετατραπεί σε «θερμή» σύγκρουση, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον πλανήτη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις