[…] Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον ορθολογιστή ώστε να κρίνουμε στη συνέχεια αν ο Popper, ανεξάρτητα από την ομολογία του, ανταποκρίνεται σε αυτό το πρότυπο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα χρησιμεύσει επίσης ως μέσον για μια αποτίμηση του έργου του Karl Popper, κυρίως στο χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης.

Μία περιγραφή του ορθολογιστή μάς δίνει ο Μ. Oakeshott στο κείμενό του “Rationalism in Politics”:

Ο ορθολογιστής υποστηρίζει την ανεξαρτησία του πνεύματος σε κάθε περίπτωση, την ελευθερία της σκέψης από κάθε δέσμευση και αυθεντία εκτός από τη δέσμευση στην αυθεντία του λόγου. Είναι εχθρός κάθε εξουσίας, της προκατάληψης, της παράδοσης, της συνήθειας και του εθίμου. Είναι συγχρόνως σκεπτικιστής και αισιόδοξος: σκεπτικιστής γιατί δεν υπάρχει τίποτε τόσο καλά εδραιωμένο και ευρύτερα αποδεκτό που να μην διστάζει να το αμφισβητήσει και να το κρίνει με βάση αυτό που αποκαλεί λόγο, και αισιόδοξος γιατί δεν αμφιβάλλει ποτέ για την ικανότητα του λόγου του (όταν χρησιμοποιηθεί σωστά) να προσδιορίσει την αξία ενός πράγματος, την αλήθεια μιας γνώμης ή τη σωφροσύνη μιας πράξης. Η πεποίθησή του αυτή ενισχύεται από την πίστη του σ’ έναν «λόγο» κοινό για όλη την ανθρωπότητα, μια κοινή ικανότητα ορθολογικής σκέψης, που είναι η βάση και η έμπνευση τού επιχειρηματολογείν: στην πόρτα του είναι γραμμένο το πρόταγμα του Παρμενίδη – κρίναι λόγω. Ωστόσο, εκτός από το αίσθημα της διανοητικής ισοτιμίας που χαρακτηρίζει τον ορθολογιστή, ο ορθολογιστής είναι επίσης ατομιστής, αφού το βρίσκει δύσκολο να πιστέψει ότι ο οποιοσδήποτε που σκέφτεται τίμια και με σαφήνεια μπορεί να σκέφτεται διαφορετικά από αυτόν.

Ας αρχίσουμε από αυτό το τελευταίο. Είναι γνωστό ότι ο Popper, παρά την πίστη του στην αρετή του διαλόγου, την αξία της διαφωνίας και το σεβασμό των διαφορετικών απόψεων, δεν ήταν πολύ ανεκτικός με αυτές. Κυκλοφορεί το αστείο με την παράφραση του τίτλου του βιβλίου του για την ανοικτή κοινωνία. Ο τίτλος είναι “The Open Society and its Enemies” («Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της») και η παράφραση “The Open Society by One of its Enemies” («Η ανοικτή κοινωνία γραμμένη από έναν από τους εχθρούς της»).

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα κείμενά του δεν αφήνει τίποτε αναπάντητο, τακτοποιεί όλους τους λογαριασμούς. Συνομιλεί με όλους όσοι ασχολήθηκαν με το έργο του, το υπερασπίζεται με σθένος, και το περιβάλλει με τέτοια μέριμνα που προδίδει περισσότερο εμμονή παρά διάθεση για αναθεώρηση. Ενώ επαινεί τους Russell και Carnap για το διανοητικό τους θάρρος να αλλάζουν γνώμη ακόμη και για βασικές θέσεις τους υπό το βάρος της κριτικής (δεν ξέρω βέβαια αν ενώ ρητά τους επαινεί, πραγματικά τους μέμφεται), ο ίδιος στη μακρινή διαδρομή της ζωής του παρέμεινε ακλόνητα σταθερός στις απόψεις του. Δεν απέστη ούτε κατά κεραία από τις βασικές θέσεις που ανέπτυξε στο πρώτο του βιβλίο, τη «Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης» ή της «Επιστημονικής Έρευνας» (“The Logic of Scientific Discovery”). […]

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ορθολογισμό του Karl Popper. Ας δούμε απέναντι στην περιγραφή του Oakeshott την περιγραφή που κάνει ο ίδιος. Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του “Realism and the Aim of Science”:

Είμαι ορθολογιστής. Με τον όρο ορθολογιστής εννοώ έναν άνθρωπο που επιθυμεί να κατανοήσει τον κόσμο και να μάθει συζητώντας με άλλους.

[…]

Ο Popper οραματίζεται τους επιστήμονες ως πνεύματα ελεύθερα που δεν δεσμεύονται σε κανενός είδους δουλεία. Ως ελεύθερους conquistadores που κατακτούν τη γνώση με άλματα, παραμερίζοντας προκαταλήψεις και πολεμώντας, όχι με όπλα, αλλά με τα εργαλεία της έρευνας και του λόγου ενάντια σε κάθε τι που αναχαιτίζει την έρευνα της αλήθειας.

[…]

Ο Popper θεωρεί ότι η γνώση μας είναι «ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη». Δεν φαντάζομαι να συμμερίζεται τις Νιτσεϊκές θέσεις, αλλά χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να υποστηρίξει ότι ως άνθρωποι σφάλλουμε, ατομικά και συλλογικά. Η αλήθεια δεν βρίσκεται μπροστά μας, πρέπει να την αναζητήσουμε. Μπορεί να την αγγίξουμε, αλλά μπορεί να μας διαφύγει και πάλι. Θα περιπλανηθούμε και θα αστοχήσουμε. Ποτέ δεν προσερχόμαστε καθαροί στην έρευνα, κάνουμε συνεχώς λάθη. Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Αντί να την ξορκίζουμε και να θέτουμε απραγματοποίητους στόχους όπως έκαναν οι κλασικοί επιστημολόγοι, δηλαδή τους στόχους της στέρεης θεμελίωσης και της οριστικής απόδειξης της επιστημονικής γνώσης, καλύτερα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Η αλήθεια μάς ενδιαφέρει, γράφει ο Popper, αλλά δεν μπορούμε να την έχουμε έτσι όπως μας την είχαν υποσχεθεί. Και αντί να συμβιβαζόμαστε εκ του ασφαλούς με τετριμμένες αλήθειες και διστακτικές πιθανολογήσεις, καλύτερα να ανοιχτούμε στο πέλαγος της περιπέτειας διατυπώνοντας τολμηρές θεωρίες για να δούμε πόσο θ’ αντέξουν στα κύματα. Τα λάθη μάς ενδιαφέρουν γιατί μαθαίνουμε από αυτά. Κι αυτό σημαίνει ότι μας ενδιαφέρει και η αλήθεια. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε καν να μιλούμε για λάθη, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τα απαλείφουμε, πώς θα γινόταν χωρίς την έννοια της αλήθειας ο διάλογος και η κριτική επιχειρηματολογία; Την αλήθεια τη χρειαζόμαστε ως καθοδηγητική, ως ρυθμιστική αρχή, ως το μέτρο με το οποίο καλούμαστε να αναμετρηθούμε.

[…]

Στην προοπτική αναζήτησης της καλύτερης υπόθεσης δεν δέχεται κανένα εμπόδιο. Ούτε γλωσσικές ούτε πολιτισμικές ούτε ιδεολογικές διαφορές, που φέρνουν ριζικές διαφορές στις αφετηρίες και στις προκείμενες. Αυτά που για άλλους φιλοσόφους είναι ανυπέρβλητα εμπόδια στην επικοινωνία, για τον Popper είναι όροι για την επίτευξή της. «Εάν δεν υπήρχε ο Πύργος της Βαβέλ, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». «Η σύγκρουση των πολιτισμών έχει αξία γιατί προάγει τον κριτικό διάλογο». Τα παραπάνω ηχούν παραδοξολογικά στα αυτιά των φιλοσόφων. Για τον Popper όμως είναι απολύτως εύλογα. Δεν θεωρεί ότι αποδιδόμαστε στην απόδειξη θέσεων ώστε να απαιτείται γενική συμφωνία. Οι αξιώσεις που θέτει για τον διάλογο δεν είναι λογικού αλλά ηθικού χαρακτήρα. Ζητεί ανοχή, προσπάθεια για συνδιαλλαγή, ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον είναι επιθυμητές οι λογικές συνέπειες τών υπό κρίσιν ισχυρισμών και λόγων. Υπέρτατη αξία γι’ αυτόν έχει η σύγκρουση. Σύγκρουση ανάμεσα στις θεωρίες και τον κόσμο, σύγκρουση μεταξύ θεωριών. Σύγκρουση στη ζωή, σύγκρουση στη φιλοσοφία. Και να σκεφτεί κανείς ότι περιγράφει τον εαυτό του στην αυτοβιογραφία του ως “softy”!

*Αποσπάσματα από κείμενο της καθηγήτριας του ΕΚΠΑ Βάσως Κιντή με τίτλο «Διαφωτισμός και Karl Popper». Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού είχε παρουσιαστεί σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 22 Νοεμβρίου 2001, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του Καρλ Πόπερ (ο τίτλος της εν λόγω ομιλίας της Βάσως Κιντή ήταν ο εξής: «Διαφωτισμός: 100 χρόνια από τη γέννηση του Karl Popper»).

Η Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Καρλ Πόπερ, ένας από τους σπουδαιότερους διανοητές του 20ού αιώνα και εκ των θεμελιωτών της σύγχρονης Φιλοσοφίας της Επιστήμης, γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1902 στη Βιέννη και απεβίωσε στις 17 Σεπτεμβρίου 1994 στην περιοχή του μητροπολιτικού Λονδίνου.