Ενα πρωί, το 1995, οι κάτοικοι του πρόσφατα τότε επανενωμένου Βερολίνου είδαν το Ράιχσταγκ, το κτίριο του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, το κτίριο – σύμβολο του ζόφου στον 20ο αιώνα, τυλιγμένο σε ύφασμα. Για κάποιους πρώην Δυτικοβερολινέζους, το θέαμα δεν ήταν νέο: είχαν ξαναδεί κάτι αντίστοιχο στο Πον Νεφ στο Παρίσι. Οι πρώην Ανατολικογερμανοί, που δεν είχαν τέτοιες παραστάσεις, είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας αυτά τα 100.000 τετραγωνικά μέτρα υφάσματος να έχουν τυλίξει το κτίριο. Αλλο που δεν ήθελε βέβαια η Γερμανία, παρά να δει το Ράιχσταγκ και την ιστορία του να εξαφανίζονται από τη δημόσια θέα, χωρίς όμως να κατεδαφίζονται. Ενα μέγα ξέπλυμα της ιστορίας δύο ολοκληρωτισμών: και του ναζιστικού, αλλά και του κουμμουνιστικού, της Ανατολικής Γερμανίας, που τον ακολούθησε. Πάντως, για τον ίδιο τον Κριστό και τη σύζυγο και συνεργάτη του Ζαν Κλοντ, το πράγμα ήταν απλό: δεν υπήρχε κανένα μήνυμα, πολιτικό ή άλλο, δεν υπήρχε κανένα «βάθος», καμία αλληγορία, κανένας συμβολισμός. Το μόνο που τους απασχολούσε, όπως είχαν πει πολλές φορές, ήταν «να γίνει ο κόσμος ένα πιο όμορφο μέρος». Και, όπως ο ίδιος έλεγε, αυτό απαιτούσε πολύ θάρρος: «Ξέρετε ότι τα έργα μου δεν υπάρχουν; Δεν μένει τίποτα από αυτά. Εξαφανίζονται μόλις τελειώσουν. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερο θάρρος για να δημιουργηθούν έργα που προορίζονται να εξαφανιστούν, απ’ ό,τι για έργα που προορίζονται για να μείνουν». Και αυτό, που αρνείται κάθε νόημα, υποτίθεται δεν έχει νόημα…

Τώρα, τη θέση των Βερολινέζων εκείνης της εποχής παίρνουν οι Παριζιάνοι. Αυτή τη φόρα τυλίγεται η Αψίδα του Θριάμβου. Με το ένα τέταρτο της ποσότητας υφάσματος. Μόλις 25.000 τετραγωνικά είναι αρκετά για να κρύψουν ένα από τα παγκοσμίως γνωστότερα μνημεία, που χτίστηκε για να θυμίζει τη δόξα της Γαλλίας. Το έργο αυτό ο βουλγαρικής καταγωγής δημιουργός του Κριστό δεν πρόλαβε να το δει, καθώς το 2020 έφυγε από τη ζωή. Είχε όμως δει πολλά αντίστοιχα σε πλήθος μέρη στον κόσμο – όλα μνημεία ή δημόσια κτίρια, όλα στην ίδια σακούλα. Και πάντα όλα χωρίς «καμία σημασιοδότηση». Απλώς, για να «γίνει ο κόσμος πιο όμορφος».

Το τι είναι όμορφο και τι όχι, είναι, φυσικά, ένα υποκειμενικό ζήτημα. Ομως, η αλήθεια είναι ότι ο Κριστό κινήθηκε αντίθετα προς χιλιετίες τέχνης. Κύριο μέλημα σχεδόν κάθε δημιουργού, στον δυτικό τουλάχιστον πολιτισμό, ήταν, από την πρώτη ώρα, το έργο του να μπορέσει να αντέξει στον χρόνο: αυτός είναι και ο βασικός «δείκτης» της αξίας του που προσδιορίζει εν πολλοίς και την επίδρασή του στην τέχνη και την ιστορία. Εξίσου κύριο μέλημα, αν όχι περισσότερο, ήταν το να μπορέσει ένα έργο τέχνης να «πει» κάτι – οτιδήποτε, αλλά να πει κάτι. Οχι να ακυρώσει ουσιαστικά, να κρύψει, έστω και για λίγο, κάτι που έχει πει κάτι άλλο. Και, πολύ περισσότερο, όχι με το επιχείρημα της εξουδετέρωσης: μια μεγάλη λινάτσα από καλό πανί, είναι, υποτίθεται, ωραιότερη από έργα μεγάλων δημιουργών που σφύζουν από ιστορία από πάνω μέχρι κάτω, σε έναν ολοκληρωτισμό μιας εκούσιας λήθης. Κάτι σαν λοβοτομή της Τέχνης και της Ιστορίας.

Ολο αυτό είναι, με μία λέξη, τρομακτικό: καταργεί την τέχνη ως αυτοτελή αξία. Καταργεί την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί μέσα από μεγέθη που υπερβαίνουν τον φυσικό του κύκλο. Καταργεί τη μνήμη μέσα από τα κτίρια που φτιάχτηκαν ακριβώς γι αυτήν. Καταργεί την Ιστορία. Και, όλα αυτά, τα τυλίγει μέσα σε μία φενάκη δήθεν ομορφιάς, που προδήλως δεν αντέχει σε καμία σοβαρή κρίση. Μια «τέχνη» ακύρωσης του ανθρώπινου ιστορικού αποτυπώματος. Ολοκληρωτική με το πιο καθολικό νόημα της έννοιας. Και θλιβερή, με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο.

Συνήθως, οι λοβοτομές επιβάλλονταν δια της βίας. Και η κενότητα ήταν απαξία. Τώρα, τα θαυμάζουμε. Τζάμπα ξενυχτούσε ο Φειδίας να μετατρέψει το κοίλο του κίονα σε ίσιο για το μάτι. Τζάμπα παιδεύτηκε ο Μιχαήλ Αγγελος να βρει την αρμονία. Και ο Ρέμπραντ να ελέγξει το φως. Φυσικά, τζάμπα έλιωσαν ο Μπαχ για το υπερβατικό της φούγκας και ο Μπετόβεν για να εκφράσει το ανείπωτο. Εξίσου τζάμπα όμως και ο Μπρεχτ, για να αποδομήσει το υποκριτικό. Αλλά και ο Πικάσο, για να αποτυπώσει τη φρίκη. Τώρα, τα τυλίγουμε όλα σε μια πλαστική σακούλα και τη θαυμάζουμε. Τη σακούλα, όχι το περιεχόμενο. Και αυτό είναι. Και απαντάμε στο βαθύ ερώτημα: «θα το φάτε εδώ, ή να το τυλίξω;». Αντε, φάτε το να τελειώνουμε.