Γιώργος Σεφέρης – Ο συγκερασμός του ξένου και του ελληνικού πολιτισμού
Η μηχανή στα χέρια ενός ανθρώπου ακαλλιέργητου γίνεται εύκολα παράγων αυθαιρεσίας και ύβρεως
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Στις 13 Ιουλίου 1975 ο Γ. Π. Σαββίδης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Το Βήμα» μια εκτενή επιστολή του Γιώργου Σεφέρη προς τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη (1913-1975), πρωτοπόρο και διεθνώς καταξιωμένο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο.
Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (πηγή: Αρχείο Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη, Ίδρυμα Κωνσταντίνου και Έμμας Δοξιάδη)
Επρόκειτο για μια ανέκδοτη προσωπική επιστολή του Σεφέρη, η οποία είχε συνταχθεί 25 και πλέον χρόνια πριν από τη δημοσίευσή της από τον Σαββίδη, το Φεβρουάριο του 1950.
Ο Γ. Π. Σαββίδης
Σε αυτήν ο αείμνηστος νομπελίστας ποιητής εξέθετε τις απόψεις του σε ό,τι αφορούσε την παιδεία των Ελλήνων, τον πνευματικό νεοπλουτισμό, τις εμφανέστατες αδυναμίες τού τότε εκπαιδευτικού συστήματος, τη σημασία της γλώσσας, τις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού και του δυτικού πολιτισμού.
Το σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Το Βήμα» (περιλαμβάνεται στο Γ. Π. Σαββίδης, Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 207-215, αρ. 345) έφερε τον τίτλο «Ο Σεφέρης συζητεί με τον Δοξιάδη τις κατευθύνσεις και τις σχέσεις ελληνικής και ευρωπαϊκής παιδείας. Μια ανέκδοτη επιστολή του ποιητή», κι εκεί ο Γ. Π. Σαββίδης σημείωνε προλογικά τα εξής:
Μολονότι σε πολλούς από μας δόθηκε, εδώ και ένα χρόνο τουλάχιστον, η δυνατότητα να εξοικειωθούμε με την προοπτική του επικείμενου θανάτου του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, κάμποσες πρόσφατες ενδείξεις πείθουν πως θα απαιτηθεί πολύ περισσότερος καιρός για να συνειδητοποιήσουμε ακριβοδίκαια τις πνευματικές διαστάσεις του ανθρώπου που έλειψε σωματικά από την Ελλάδα και από την Οικουμένη στις 28 Ιουνίου 1975. Μικρή συμβολή στην συνειδητοποίηση των διαστάσεων αυτών είναι η σημερινή δημοσίευση μιας εκτενέστατης επιστολής του Γιώργου Σεφέρη προς τον Δοξιάδη. Σταλμένη από την Άγκυρα, όπου ο Σεφέρης υπηρετούσε ως πρέσβυς, απευθύνεται προσωπικά στον τότε υφυπουργό Συντονισμού και προφανώς αποκρίνεται σε εγκύκλιο-επιστολή που ο Δοξιάδης είχε στείλει σε ανεξακρίβωτον αριθμό πιθανότατα Ελλήνων πνευματικών ανθρώπων. Η εγκύκλιος εκείνη, θέτοντας καίρια ερωτήματα εκπαιδευτικού και πολιτισμικού προγραμματισμού, έδωσε στον Σεφέρη την ευκαιρία να διατυπώσει γνώμες που ύστερα από 25 χρόνια διατηρούν ακέριο το βάρος και την οξύτητά τους.
Η επιστολή του Σεφέρη σώζεται σε δακτυλογραφημένο αντίγραφο στο αρχείο του ποιητή και ο ίδιος φαίνεται πως την θεωρούσε αρκετά σημαντική ώστε να την κατατάξει, χωριστά από την τρέχουσα αλληλογραφία του, σε ένα φάκελο με ελάσσονα στοχαστικά κείμενά του (άλλα δημοσιευμένα και άλλα, όπως τούτο, αδημοσίευτα) που ενδεχομένως θα ενσωματώνονταν στις Δοκιμές ή σε παράρτημά τους. Το πρωτότυπό της, από όσο μπόρεσα να εξακριβώσω τον περασμένο χειμώνα, δεν σώζεται στο αρχείο Δοξιάδη, ούτε και το κείμενο της εγκυκλίου – και ο μακαρίτης δεν στάθηκε δυνατόν να με πληροφορήσει για την υπηρεσιακή τύχη που είχαν οι απαντήσεις στην εγκύκλιό του. Αλλά και μόνη της η επιστολή του Σεφέρη αρκεί, νομίζω, να φωτίσει δύο ουσιαστικές όψεις της δημόσιας προσωπικότητας του Δοξιάδη: την ενεργητική του αγρύπνια πάνω σε θεμελιακά προβλήματα του σύγχρονου Ελληνισμού κοιταγμένα σε διεθνή κλίμακα, και την ιδιοφυΐα του στο να ενεργοποιεί συλλογικά τις πιο υπολογίσιμες πνευματικές δυνάμεις της εποχής του για την υπεύθυνη διερεύνηση και προγραμματισμένη αντιμετώπιση προβλημάτων που ξεπερνούσαν οποιαδήποτε ατομικήν αρμοδιότητα.
Χρειάζεται να διευκρινίσω πως οι προσωπικές σχέσεις των δύο ανδρών δεν προχώρησαν πέρα από το στάδιο της αμοιβαίας εκτίμησης. Στα 1964 ο Σεφέρης πρόθυμα ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση του Δοξιάδη να παρασταθεί και να μιλήσει στο Συμπόσιo για την Δημοτική που οργανώθηκε από το Α.Τ.Ι. Γιατί όμως ο ποιητής δεν έλαβε μέρος σε κανένα από τα Δήλια Συμπόσια, είναι ένα ερώτημα που παραμένει ανοιχτό.
Μένει να προσθέσω πως η περικοπή «από μια περσινή μελέτη» που ο Σεφέρης παραθέτει σε εισαγωγικά ως τρίτη παράγραφο της επιστολής του προέρχεται από τον Πρόλογό του στην δεύτερη έκδοση της μετάφρασής του της Έρημης Χώρας του Έλιοτ (πρβλ. οριστική έκδοση, Ίκαρος 1973, σελ. 11-13). Τα αποσιωπητικά που παρεμβάλλονται σε κάποια σημεία της περικοπής οφείλονται στον Σεφέρη και δηλώνουν μικρές παραλείψεις.
Γ.Π.Σ.
Άγκυρα 15 Φεβρουαρίου 1950
Προσωπική
Φίλε κ. Δοξιάδη,
Το γράμμα σας της 6ης Φεβρ. το έλαβα χθες. Το διάβασα με ανακούφιση. Νόμιζα –ίσως να φταίει η απουσία μου– πως το είδος των ανθρώπων που θέτουν προβλήματα σαν αυτό που σας απασχολεί, είχε ολότελα εκλείψει, έξω από ένα μικρό κύκλο ειδικών. Εύχομαι να διαψευσθεί με τον ίδιο τρόπο ό,τι απαισιόδοξο θα σημειώσω παρακάτω.
Το πρόβλημα των σχέσεων της ελληνικής πνευματικής καλλιέργειας με την ευρωπαϊκή είναι, όπως το ξέρετε, πολύ παλαιό. Το συζήτησε σχεδόν κάθε ελληνική γενεά. Όμως οι συνθήκες και τα τεχνικά μέσα του σύγχρονου κόσμου είναι τέτοια που ποτέ δεν είχε τεθεί με τόσην οξύτητα όπως σήμερα. Για να σας δείξω πόσο το αίσθημά μου ανταποκρίνεται, στις γενικές γραμμές, στο δικό σας, επιτρέψετέ μου ν’ αντιγράψω εδώ μια σελίδα από μια περσινή μελέτη μου που είχε άλλην αφετηρία:
«Είναι εύκολο πράγμα να λέμε: κλείστε τις πόρτες, οι χθόνιοι θεοί δεν το θέλoυν… Την πνευματική καλλιέργεια ενός λαού, δυστυχώς, δεν τη φτιάνει μονάχα ο ποιητής, είτε κομίζει, είτε όχι τα καινά δαιμόνια. Τη φτιάνουν ακόμη –και στην περίπτωση αυτή με τρόπο ολωσδιόλου ανεξέλεγκτο και ασύδοτο– ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, τα τηλέτυπα, τα διάφορα φτηνά ξενόφωνα ή ελληνόφωνα περιοδικά, τα φάρμακα, οι κονσέρβες, οι ρεκλάμες, οι προπαγάνδες κάθε λογής, τα μέσα του πολέμου και της ειρήνης… η πολιτική ζωή του κόσμου μας… Γι’ αυτό, το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Με την πορεία που πήρε ο κόσμος μετατοπιστήκαμε ξαφνικά από μια θέση τοπικού ενδιαφέροντος σε μια θέση ενδιαφέροντος γενικού και είμαστε ένα από τα επίκεντρα της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό δημιουργεί ανάμεσα στον τόπο μας και στα μεγάλα κράτη της γης επαφές τόσο επιτακτικές και τόσο διεισδυτικές που δεν μπορούσαμε καν να τις υποψιαστούμε πριν από μια ή δυο δεκαετίες. Είναι σχεδόν βέβαιο πως η απότομη αυτή μεταβολή υποχρεώνει το λαό μας ν’ απορροφά αλλότριες επιδράσεις σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα έπρεπε, και με τρόπο υπερβολικά βιαστικό… Χωρίς αμφιβολία, από την άποψη αυτή ο κίνδυνος δεν είναι μικρός. Και δυστυχώς η μοίρα μας θέλησε να τον αντιμετωπίζουμε σχεδόν αβοήθητοι γιατί χάσαμε πολύτιμο καιρό και στο θέμα της παιδείας και στο θέμα της γενικής πνευματικής καλλιέργειας του τόπου. Έχει κανείς λ.χ. ένα πολύ καταθλιπτικό συναίσθημα όταν κοιτάζει πως φτάσαμε στα χρόνια που ζούμε, χωρίς να μπορέσουμε να χαράξουμε μια δημιουργική γραμμή για τη γλώσσα μας, αυτό το θεμέλιο του πνευματικού μας οργανισμού. Είναι κρίμα. Αλλά το κακό δε θα μπορέσουμε να το πολεμήσουμε με ρητορείες δεισιδαιμονίας ή κλείνοντας τα μάτια σε γεγονότα που γίνουνται τόσο κοντά τριγύρω μας. Το δίλημμα είναι αμείλικτο: Είτε θ’ αντικρίσουμε το δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του – και αυτό δε βλέπω πώς μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση· είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντάς τον να μας υπερφαλαγγίσει, με κάποιον τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασής του».
Πολύ φοβούμαι ότι, σαν κρατικός οργανισμός, προτιμήσαμε τη δεύτερη πρόταση του διλήμματος αυτού. Άλλα περιθώρια καιρού δε μας μένουν πια, και κάθε άνθρωπος που βλέπει την κατάσταση πρέπει να μην παύει να λέει όπως κι εσείς, σε όσους κάτι μπορούν να κάνουν, πως «ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχει ν’ αντιμετωπίσει σήμερα η χώρα μας είναι η κατεύθυνσις την οποία θα δώσωμε εις την παιδείαν γενικώς των Ελλήνων».
Το πρόβλημα είναι υπέρογκα μεγάλο και δύσκολο, γιατί το συσκοτίζουν κακές κληρονομιές αιώνων και παλιές συνήθειες νωχελικές και βαρύθυμες, που μας έφεραν στο σημείο να παράγουν τα σχολειά μας εξωφρενικά προϊόντα αμάθειας και ψυχικής καχεξίας.
Είναι συνάμα ενιαίο και αδιαίρετο. Γι’ αυτό δε βλέπω πώς μπορεί να χωριστεί το σχέδιο της ελληνικής παιδείας, καθώς λέτε, α) «στην καθ’ εαυτό παιδεία, η οποία, θα δοθή μέσα στην Ελλάδα» και β) «στην παιδεία εκείνη που θα έχει σκοπό ν’ απορροφήσει από τους ξένους πολιτισμούς ό,τι χρήσιμα στοιχεία χρειάζονται για την ανάπτυξι της χώρας». Η παιδεία που θ’ απορροφήσει και θα διαμορφώσει για το καλό του τόπου στοιχεία των ξένων πολιτισμών, δεν μπορεί να είναι διαφορετική ή ανεξάρτητη από την παιδεία που θα δοθεί μέσα στην Ελλάδα. Για να πάρω ένα πρόχειρο παράδειγμα. Πώς είναι δυνατό ο νέος που θα έχει τελειώσει τουλάχιστο το γυμνάσιο (μου φαίνεται πως κανονικά αυτό θα έπρεπε να είναι το κατώτερο όριο ηλικίας που πρέπει να έχουν τα παιδιά μας όταν αντικρίζουν την ξένη ανατροφή) – πώς είναι δυνατό ν’ αναπτυχθεί ομαλά στο ξένο σχολείο και να μην περιπέσει κάποτε σε πολύ δυσάρεστες ψυχολογικές ακρότητες, αν δεν έχει λάβει στον τόπο του τα απαραίτητα θεμέλια; Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να έχει αντοχή και κρίση που θα ξεπερνά την ηλικία του για να μην αισθανθεί πίκρα και περιφρόνηση για τον τρόπο που τον μεταχειρίστηκαν οι δάσκαλοί του, οι μόνοι εκπρόσωποι της πατρίδας του που γνώρισε, στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια. Έτσι δημιουργούνται τα διάφορα συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι των ξένων, ανωτερότητας απέναντι των ντόπιων, και ο πνευματικός νεοπλουτισμός, που είναι από τα συνηθισμένα χαρακτηριστικά των μορφωμένων μας.
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά πάνω σ’ αυτό το θέμα. Αλλά εκείνο που ενδιαφέρει τώρα είναι ότι, με τη σημερινή κατάσταση της παιδείας μας, δε βοηθείται διόλου ο συγκερασμός του ξένου και του ελληνικού πολιτισμού, και όταν πρόκειται για τον καθαρά τεχνικό πολιτισμό, θα έχει βέβαια το αποτέλεσμα να πλουτίσει τον τεχνικό οπλισμό μας αλλά και να δημιουργήσει συνάμα, πολύ το φοβούμαι, χαρακτήρες μονοκόμματους και αυθαίρετους, γιατί η μηχανή στα χέρια ενός ανθρώπου ακαλλιέργητου γίνεται εύκολα παράγων αυθαιρεσίας και ύβρεως, όπως έλεγαν οι παλαιοί τραγικοί μας.
Έτσι, ένα από τα ζωτικότερα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, δηλαδή το πρόβλημα πώς να διατηρήσει ο άνθρωπος την ψυχή του απέναντι στα τρομακτικά μηχανικά μέσα που διαθέτει, τίθεται και στην Ελλάδα με μεγαλύτερη οξύτητα από αλλού και τη βρίσκει δυστυχώς ανέτοιμη γιατί σπατάλησε πολύν καιρό, και εξακολουθεί να τον σπαταλά ακόμη –πρόκειται πάντα για το ζήτημα της παιδείας– σε νωχελικούς και επιδερμικούς οραματισμούς δασκάλων ή ρητόρων.
Είναι μεγάλο κρίμα, γιατί πιστεύω, από όσα μπόρεσα να παρατηρήσω, ότι ο Έλληνας μπορεί να γίνει πρώτης τάξεως τεχνικός και έχει συνάμα μέσα του πολύ ζωντανές πήγες ανθρωπιάς (η ωριμότητα και το ήθος που έδειξε στα τελευταία χρόνια είναι λαμπρή απόδειξη) και θα μπορούσε να δώσει, με μια φωτισμένη διαπαιδαγώγηση, ένα αξιόλογο παράδειγμα του σύγχρονου ανθρώπου.
Θα ήταν άσκοπο σ’ ένα σύντομο γράμμα να προσπαθήσω να δώσω λεπτομέρειες και επιχειρήματα για την γενική κατάσταση της παιδείας μας, και για την επείγουσα ανάγκη να τη συμμορφώσουμε με τις σημερινές συνθήκες, και, θα πρόσθετα, και τις ανάγκες αμύνης του τόπου. Όλα αυτά πρέπει να διέπονται, καθώς λέτε, από μια σωστή θεώρηση του Ελληνικού Προβλήματος. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει, εκείνοι που χειρίζουνται υπεύθυνα τα ζητήματα, να συμφωνήσουν τουλάχιστο πάνω στη θέση του Προβλήματος, πράγμα που διερωτώμαι αν συμβαίνει.
Οπωσδήποτε, για να περιοριστώ σε πιο συγκεκριμένα θέματα, νομίζω πως είναι απαραίτητο, όταν εξετάσουμε τα ζητήματα της παιδείας, να έχουμε πάντα υπ’ όψη μας την αρχή ότι αν ο κεντρικός οργανισμός δεν είναι εύρωστος, αν δεν είναι μελετημένος, προβλεπτικός και συνεπής· αν δεν έχει κάποιαν ελάχιστη ομοιογένεια, η περιφέρεια δεν μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα και θα πορεύεται αναπότρεπτα με μικροστρατηγήματα στην τύχη.
Για να πάρω ένα άλλο παράδειγμα: Ξέρετε, νομίζω, πολύ καλά, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μικρή ελληνική διασπορά που μας απέμεινε, ύστερα από την μετανάστευση του Έθνoυς μέσα στα όρια του Ελεύθερου Κράτους. Από το ένα μέρος μειονότητες και παροικίες που ζουν ανάμεσα σε πληθυσμούς κατώτερου πολιτισμού, αλλά με πνεύμα σωβινιστικό, βλοσυρό, και καχύποπτο, που κοιτάζει τον αλλοεθνή σαν εχθρό. Από το άλλο μέρος, στις υπερπόντιες χώρες, πολιτισμός τόσο απορροφητικός, που είναι ζήτημα αν ο Έλληνας μετανάστης μπορεί να διατηρήσει την εθνική του συνείδηση ύστερ’ από την τρίτη ή τέταρτη γενεά. Συνάμα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε εξαγωγή ψυχών, γιατί η γη μας είναι φτωχή και μπορεί να θρέψει πολύ λιγότερους απ’ όσους συντηρεί σήμερα. Χρειάζεται μεγάλη πάλη για τη διατήρηση της ελληνικής ψυχής των ξενιτεμένων αδελφών μας. Στην πάλη αυτή, η παιδεία και η πνευματική ακτινοβολία μας έχει να παίξει σημαντικότατο ρόλο. Αλλ’ όταν η παιδεία είναι τόσο καθυστερημένη μέσα στην Ελλάδα, πώς είναι δυνατό να σταθεί στο ύψος της αποστολής της στο εξωτερικό; Θα σας συμβούλευα σ’ αυτό το θέμα να μιλούσατε με τον κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη που μελέτησε τελευταία την κατάσταση των ελληνικών σχολείων στην Πόλη και, πριν απ’ τον πόλεμο, είχε κάνει την αντίστοιχη μελέτη στην Αμερική.
Στο θέμα αυτό παίζει σπουδαιότατο ρόλο και η εκκλησία μας που είναι δυστυχώς, εκτός από σπάνιες και φωτεινές εξαιρέσεις, και αυτή πολύ χαμηλά, και ανέτοιμη ν’ αντιμετωπίσει τις σύγχρονες ανάγκες.
Το συμπέρασμά μου είναι λοιπόν, ότι είναι καιρός ν’ αρχίσει μια ριζική αναμόρφωση σε κάθε κλάδο που έχει σχέση με την παιδεία και την πνευματική ακτινοβολία της πατρίδας μας. Δεν εννοώ μ’ αυτό διόλου επέκταση του κρατικού παρεμβατισμού. Αλλά στα θέματα που φυσιολογικά του ανήκουν, πρέπει τα κρατικά όργανα να πάρουν την απόφαση να εργασθούν επιστημονικά εκλογικευμένα και συντoνισμένα· με θάρρος, με συνείδηση της ευθύνης τους και με την εμπνοή της μεγάλης μας πνευματικής παράδοσης. Για την ώρα κινούνται μόνο από γραφειοκρατικές συνήθειες.
Όσο για τη μετεκπαίδευση των Ελλήνων στο εξωτερικό ειδικότερα, έχω να πω πολύ λίγα γιατί, φαντάζομαι, το θέμα περιορίζεται από τη φύση των πραγμάτων, και το γράμμα σας δε μου παρέχει τα απαιτούμενα δεδομένα.
Ποιοι θα πάνε και πόσοι στο εξωτερικό; Είναι ζήτημα αναγκών και προσφοράς. Πάντως όσοι περισσότεροι πάνε, για να σπουδάσουν πραγματικά, όχι μόνο για να ταξιδέψουν, τόσο το καλύτερο θα είναι. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, προτιμώ την άμεση εμπειρία ενός ξένου τόπου, παρά την απορρόφηση του ξένου πολιτισμού στην Ελλάδα, από δεύτερο χέρι που συνήθως παραμορφώνει.
Σε ποιες χώρες θα σταλούν; Κι αυτό εξαρτάται από τις προσφορές και τις ανάγκες που έχουμε. Φαντάζομαι πως η Αμερική θ’ απορροφήσει πολλούς. Αν ήμουν ωστόσο ελεύθερος, θα προτιμούσα να έστελνα τους νέους, ανάλογα με τις ειδικότητές τους σε διάφορες χώρες αντί σε μια χώρα και μόνο. Νομίζω κατ’ αρχήν πως μια ορισμένη ποικιλία είναι χρήσιμη. Δίνοντας τη βάση για διαφορετικές απόψεις, βοηθεί τον έλεγχο της κριτικής, και επιτρέπει ν’ αποφύγουμε έναν και ομοιόμορφο τύπο μετεκπαιδευθέντος, που μπορεί στο τέλος να πάρει τη μορφή μιας συμπαγούς πνευματικής μειονότητας μέσα στον τόπο. Εξάλλoυ θα φρόντιζα, αν είχα τη δυνατότητα, να στείλω νέους και σε μικρές χώρες. Ελβετία, Βέλγιο λ.χ. Οι μικρές χώρες έχουν το πλεονέκτημα να διευκολύνουν την παραβολή με την Ελλάδα, να υποβάλλουν πιο εύκολα ιδέες και να κεντρίζουν τη φιλοτιμία για την καλυτέρευσή μας.
Κι επειδή ο λόγος είναι για την τεχνική εκπαίδευση, θα φρόντιζα να κάνω κάποιο συντονισμό με την εκπαίδευση που δίνει ο στρατός, που έχει γίνει σήμερα ένα μεγάλο τεχνικό σχολειό. Έχω λ.χ. υπ’ όψη μου το εγχειρίδιο του Υπουργείου Στρατιωτικών (του 1938) για την «εκπαίδευσι εις το αυτοκίνητον». Στο Κάιρο, τον καιρό του πολέμου, έτυχε κάπoτε να ιδώ την προσπάθεια που γινότανε για να διδαχθούν οι στρατιώτες μας τη χρήση των σύγχρονων πολεμικών μηχανών. Δεν ξέρω τι έγινε από τότε, αλλά φαντάζομαι πως μπορεί να γίνει κάμποση δουλειά και σ’ αυτό τον τομέα.
Το γράμμα μου είναι πρόχειρο, αλλά το θέμα, γενικά, όπως το βλέπω, είναι ανεξάντλητο. Χρειάζεται τη συστηματική συνεργασία πολλών φωτισμένων και απροκατάληπτων ανθρώπων, και κυρίως τη συνείδηση ότι δεν έχουμε πια ούτε μια στιγμή για σπατάλη. Πληρώσαμε πολύ ακριβά την αμέλειά μας και θα μας στοιχίσει ακριβότερα ακόμη.
Ευτυχώς είχατε την ιδέα ν’ απευθύνετε το ίδιο ερώτημα σε φωτισμένους φίλους, πολύ πιο αρμόδιους από εμένα.
Με φιλία, δικός σας
Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ
Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη) απεβίωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα, σε ηλικία 71 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις