ΙΝΕ ΓΣΕΕ – Η ακρίβεια επιδεινώνει το πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ τονίζει ότι η ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή
- Νέοι βομβαρδισμοί του Ισραήλ στην Νταχίγια, στα νότια προάστια της Βηρυτού
- Οι αναποδιές που μπορεί να συμβούν, εάν κάνετε ποδηλατάδα έχοντας δεμένο στο πλάι τον σκύλο σας
- Ρεκόρ μετανάστευσης στις πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ – Δείτε τα στοιχεία για το 2023
- «Μαζική» επίθεση της Ρωσίας στην Οδησσό, μια 35χρονη νεκρή
Η αναπροσαρμογή των έμμεσων φόρων, ειδικά του ΦΠΑ, και ο αποτελεσματικός έλεγχος αθέμιτων πρακτικών αισχροκέρδειας στην αγορά θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτροπή των πληθωριστικών πιέσεων και της υποβάθμισης του εισοδήματος και των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με το τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Αν και η αποκατάσταση των ανισορροπιών προσφοράς-ζήτησης στις αλυσίδες προμηθειών και η πρόσφατη επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης, πιθανά, να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει ο κίνδυνος οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις να καταστούν πιο επίμονες, εκτιμά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη, όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών.
Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στο βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποκόπτοντας έτσι σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας, που στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης, σημειώνεται.
Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η αύξηση των τιμών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα, ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία.
Είναι ενδεικτικό ότι, το 2020, το ποσοστό των πολιτών, άνω των 18 ετών, που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης, διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και μετά.
Μεταξύ των εργαζομένων, το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης στη χώρα μας σημείωσε άνοδο 0,6 ποσοστιαίων μονάδων και ανήλθε στο 11,7%, αποτυπώνοντας την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας και στο εισόδημα των εργαζομένων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριμένο ποσοστό, αν και 4,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο έναντι του 2015, είναι το υψηλότερο τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, όσο και του αντίστοιχου στη χώρα μας, πριν την ένταξή της στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής το 2009.
Η Ελλάδα, μάλιστα, μαζί με την Ιρλανδία, τη Δανία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο αποτελούν τις μοναδικές περιπτώσεις χωρών της ΕΕ, στις οποίες το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης υπερβαίνει εκείνο του 2009.
Ανησυχητικό χαρακτηρίζεται επίσης το γεγονός ότι, παρά τη χρηματοοικονομική στήριξη την οποία παρείχε ο δημόσιος τομέας σε επιχειρήσεις και εργαζομένους, σχεδόν ένας στους δύο ανέργους και ένας στους τέσσερις οικονομικά μη ενεργούς, κάτω των 65 ετών, βρίσκονταν το 2020 σε κίνδυνο φτώχειας.
Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της χρόνιας αναποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, η οποία γίνεται πιο αισθητή σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή της πανδημίας, με την Ελλάδα να έχει έναν από τους υψηλότερους αριθμούς ανέργων και οικονομικά μη ενεργών στην ΕΕ, τονίζει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα αποτυπώνεται στο διάγραμμα, το οποίο απεικονίζει το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κάλυψης ορισμένων βασικών αναγκών διαβίωσης το 2019 και το 2020. Σε αρκετές από τις υπό εξέταση κατηγορίες αναγκών, το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες πλήρωσής τους αυξήθηκε το 2020 έναντι του 2019.
Ειδικότερα, το 2020 το ποσοστό εκείνων, που αδυνατούσαν να καλύψουν το κόστος μιας εβδομάδας διακοπών εκτός σπιτιού, αυξήθηκε κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες (από 49,2% το 2019 σε 53,5% το 2020), εκείνων που δεν μπορούσαν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες κατά 2,6 μονάδες και εκείνων που δεν μπορούν να τραφούν κάθε δεύτερη ημέρα με κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή αντίστοιχης θρεπτικής αξίας λαχανικά κατά 0,7 μονάδες.
Στο διάγραμμα καταγράφεται επίσης και η σημαντική απόκλιση Ελλάδας και Ευρωζώνης, όσον αφορά τα ποσοστά των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία κάλυψης σημαντικών για την ποιότητα ζωής δαπανών.
Είναι ενδεικτικό ότι, το 2019, σχεδόν τα μισά νοικοκυριά στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν διακοπές διάρκειας επτά ημερών, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 26,2%.
Επίσης, το ποσοστό εκείνων που αδυνατούσαν να πληρώσουν λογαριασμούς (π.χ. δόση δανείου ή ενοίκιο, πάγιους λογαριασμούς κ.ά) ήταν σχεδόν εξαπλάσιο συγκριτικά με αυτό της Ευρωζώνης (41,4% στην Ελλάδα, έναντι 7,5% στην Ευρωζώνη).
Αντίστοιχη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης παρατηρείται και όσον αφορά το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα οικονομικά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση της μέσης μηνιαίας δαπάνης ανάλογα με το αν τα νοικοκυριά βρίσκονται κάτω από το κατώφλι φτώχειας ή όχι. Ο πίνακας αποτυπώνει τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανά επιλεγμένα είδη δαπάνης. Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη τόσο των φτωχών, όσο και των μη φτωχών νοικοκυριών, υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό, ενώ σε αυτή δεν υπολογίζονται οι τόκοι από ενυπόθηκα δάνεια ή το ενοίκιο.
Ταυτόχρονα, στην τελευταία στήλη αποτυπώνεται η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών ως ποσοστό του μισθού διαβίωσης, ο οποίος λογίζεται ως το 60% του διάμεσου μισθού.
Από την εξέταση των στοιχείων προκύπτει ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχεί στο 88% του μισθού διαβίωσης, χωρίς να συνυπολογίζονται ενοίκιο ή τόκοι ενυπόθηκου δανείου. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και η επιβάρυνση από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή του κόστους συντήρηση της οικίας, τότε είναι πολύ πιθανό η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ καταλήγει σε δύο συμπεράσματα:
1. Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό.
2. Ακολούθως, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας είναι αναγκασμένα να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, πράγμα που τα οδηγεί σε μεγαλύτερη φτώχεια. Επίσης, το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντική δυναμική αύξησης της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο αποτυπώνεται στον πίνακα, όπου φαίνεται ότι η δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη τόσο των φτωχών όσο και του συνόλου των νοικοκυριών είναι η καταβολή τόκων για μη ενυπόθηκα δάνεια. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 47% των ατόμων που έχουν λάβει δάνειο από το τραπεζικό σύστημα δηλώνει ότι δανείστηκε για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης.
Η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο στα φτωχά νοικοκυριά, αλλά περίπου στο ένα τρίτο του συνόλου των νοικοκυριών. Το 35% του συνόλου των νοικοκυριών και περίπου το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν είχε αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που θα έμενε χωρίς εισόδημα. Ταυτόχρονα, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.
Αυτό οφείλεται στην περιορισμένη δυνατότητα των νοικοκυριών να αποταμιεύσουν. Ειδικότερα, μόλις το 37% του συνόλου των νοικοκυριών και το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει το 2020, ενώ το 43% του συνόλου των νοικοκυριών και το 67% των φτωχών νοικοκυριών θα έπρεπε είτε να δανειστεί, είτε να ξοδέψει από τις αποταμιεύσεις του.
Το αποτέλεσμα αυτό αφορά κυρίως στην περίοδο εφαρμογής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για την αντιμετώπιση της COVID-19, ταυτόχρονα, όμως, αντανακλά και την αρνητική διαφορά που υπάρχει από το 2012 μέχρι σήμερα μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσής τους σε εθνικό επίπεδο. Η πανδημική κρίση επιδείνωσε τα ήδη συμπιεσμένα από την πολύχρονη κρίση εισοδήματα.
Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη τόσο του μέσου όρου της Ευρωζώνης, όσο και του μέσου όρου της ΕΕ.
Κατόπιν τούτων, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ τονίζει ότι η ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή.
«Μια αλλαγή του μείγματος και των στόχων της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αγοράς για την αποτροπή υπερτιμολογήσεων και άλλων πρακτικών αισχροκέρδειας, είναι απαραίτητη», σημειώνει. Και προσθέτει ότι ζωτικής σημασίας για την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας είναι ο άμεσος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής, με επίκεντρο την κοινωνική ευημερία, την ποιοτική απασχόληση και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Η τριμηνιαία δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι ένας δείκτης που δεν αποτυπώνει τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες, τον κίνδυνο φτώχειας και φτωχοποίησης πολλών νοικοκυριών, την υπερσυσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και τα προβλήματα βιωσιμότητας της κοινωνίας, σημειώνεται στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις