No hospital!
Βόλτα στην Αθήνα
- Ακόμη περισσότερες «καταστροφές» στην Ουκρανία μετά την επίθεση στο Καζάν υπόσχεται ο Πούτιν
- Ανήλικοι μαχαίρωσαν 23χρονο στον πνεύμονα για… μία παρατήρηση - Τι λέει ο πατέρας του θύματος
- Ισχυροί άνεμοι στη Βρετανία - Μεγάλα προβλήματα στις πτήσεις ενόψει των Χριστουγέννων
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
Σας έχει συμβεί; Να βολτάρετε, βραδάκι, σε κεντρικό-απόκεντρο δρόμο της Αθήνας και αίφνης να αντικρίσετε έναν άνθρωπο πεσμένο μπρούμυτα στις πλάκες του πεζοδρομίου, κουβάρι ασάλευτο, νεκρό εκ πρώτης όψεως. Πιθανόν να σας έχει συμβεί. Οι τοξικομανείς που – δίχως στέγη, δίχως νόμο – περιπλανώνται και επαιτούν, έχουν, οι περισσότεροι, προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Κάποιες παρτίδες παραείναι τοξικές. Ή καθαρές. Η δόση αποδεικνύεται θανατηφόρα. Ή σχεδόν. Το σώμα καταρρέει.
Αποσβολωνόμαστε και οι δυο μας. Σκύβουμε από πάνω του, σε κάποια απόσταση – το ομολογώ -, δεν θα τολμούσαμε να τον αγγίξουμε, καν να τον μυρίσουμε. «Να καλέσουμε το 166!» μου λέει εκείνη. Το στοιχειώδες, διόλου εντούτοις αυτονόητο. Το πιο απλό είναι να προσπεράσεις και ακαριαία να διαγράψεις από τη μνήμη σου το φοβερό θέαμα. Κάλλιστα θα μπορούσες να κατηφορίζεις την απέναντι όχθη της Ευελπίδων, να μην τον έχεις καν δει.
Τηλεφωνικό κέντρο. «Η κλήση σας καταγράφεται για λόγους ασφαλείας». «Μπροστά στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού….» δίνω το στίγμα. «Διεύθυνση χρειάζομαι, κύριε! Ευελπίδων πόσο;» δυσανασχετεί ο συνομιλητής μου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δημόσιο κτίριο είναι – πού να ξέρω;». «Καλά, θα στείλω ασθενοφόρο». «Να το περιμένουμε;». «Εάν μπορείτε…».
Περνούν πέντε, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο. Περίοικοι που έχουν βγει για τζόγκινγκ παρακάμπτουν το πεσμένο σώμα. Ισα που κάνουν μια γκριμάτσα αποτροπιασμού και αντί να σταματήσουν, αυξάνουν ταχύτητα. Δεν τους κατηγορώ ούτε σιωπηλά. Στο Δίκαιο μπορεί η παράλειψη να ισοδυναμεί με πράξη, το δόγμα ωστόσο «ου μπλέξεις» έχει διαποτίσει την κοινωνία από αμνημονεύτων χρόνων. «Κάθε αρνάκι κρέμεται από το δικό του ποδαράκι» αθωώνει τους αδιάφορους η παροιμία. Καθένας είναι άξιος της μοίρας του.
Στο μεταξύ, το κουβάρι ζωντανεύει. Αφήνει κάτι βογκητά που δυναμώνουν. Ανακλαδίζεται, δοκιμάζει να σηκωθεί μα δεν τα καταφέρνει, μισοκάθεται απλώς, ακουμπάει στον κορμό ενός δέντρου. Μάτια μισόκλειστα, θολά, αμφίβολο αν μας διακρίνουν στο μισοσκόταδο. Ενας μαυρούλης τότε (γράφω τη λέξη με άκρα τρυφερότητα), με μαλλί ράστα, κοντοστέκεται μπροστά του – «you need help, my friend?» του χαμογελάει. Ο πεσμένος δεν αποκρίνεται.
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα εμφανίζεται επιτέλους το ασθενοφόρο. Θα τους επέπληττα για την καθυστέρηση, οι δύο διασώστες όμως που από μέσα βγαίνουν είναι απροσδόκητα ευγενείς. «Τι σου συνέβη;» τον ρωτάνε. «Ηπιες λιγάκι παραπάνω;». Οι μάσκες και τα γάντια τους τούς προφυλάσσουν επαρκώς – τον αγκαλιάζουν πάντως δοκιμάζοντας να τον στήσουν όρθιο, τον καθαρίζουν όπως-όπως με χαρτομάντηλα, μετράνε με μια φορητή συσκευή τους παλμούς, την πίεσή του. «Να πάμε στο νοσοκομείο;» τον προτρέπουν. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αντιδρά. «No hospital, no hospital!» φωνάζει.
«Η ίδια ιστορία πενήντα φορές την ημέρα» μας εξηγούν. «Τους βρίσκουμε σε άθλιο χάλι, αρνούνται όμως – αν έχουν στο ελάχιστο τις αισθήσεις τους – να μπουν στο αυτοκίνητο. Τρέμουν την εξακρίβωση στοιχείων… Εμείς τώρα έχουμε υποχρέωση να καλέσουμε περιπολικό. Οχι για να τον αναγκάσουν οι αστυνομικοί να μας ακολουθήσει – για κάτι τέτοιο απαιτείται εισαγγελική εντολή. Μα για να συνταχθεί πρακτικό ότι αρνήθηκε αυτοβούλως. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε, ιδίως έτσι και – ο μη γένοιτο – πεθάνει στην επόμενη γωνία, πως τον εγκαταλείψαμε αβοήθητο…».
Ο διάλογος επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, απαράλλακτος σχεδόν. «Ελα, μωρέ, στο νοσοκομείο, θα σε συνεφέρουν…». «No hospital, no hospital!». Ο άνθρωπος νιώθει απειλούμενος, πάει να το βάλει στα πόδια αλλά τα πόδια του δεν τον βαστάνε, σωριάζεται ξανά στο πεζοδρόμιο. Διακριτικά ο ένας απ’ τους διασώστες παίρνει το 100.
Καθώς βαδίζεις προς την Πατησίων, καθώς επιστρέφεις στην κανονικότητά σου, σε κατακλύζει μια αίσθηση ματαιότητας. Αντέδρασες σωστά, έπραξες το καλό, για ποιον; Για τον πάσχοντα άλλον άνθρωπο ή για τον εαυτό σου; Μήπως απλώς απαλλάχτηκες προκαταβολικά απ’ τις τύψεις σου; Μήπως καρφίτσωσες στο πέτο σου ένα εύκολο μικρό παράσημο, ότι εσύ δεν είσαι σαν και εκείνους που αποστρέφουν το βλέμμα, ε και; Τι περισσότερο όμως να έκανες; Θυμάσαι το γνωμικό με το αρνάκι και το ποδαράκι. Και χαμογελάς πικρά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις