Η πρόκληση του βασικού εισοδήματος
Η συζήτηση για το βασικό εισόδημα υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνει η κοινωνική δικαιοσύνη παράμετρος της οικονομικής πολιτικής
- «Mr Everyman»: Οι 51 άνδρες που καταδικάστηκαν για τους βιασμούς της Ζιζέλ - Γιατί τους ονόμασαν έτσι;
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
Η συγκυρία της πανδημίας υποχρέωσε αρκετά κράτη να σκεφτούν τρόπους ώστε το «πάγωμα» της οικονομικής δραστηριότητας και η συνακόλουθη ύφεση να μην μετατραπούν σε μια ανοιχτή κοινωνική κρίση. Αυτό που αναζήτησαν ήταν εργαλεία πολιτικής που να εξασφαλίζουν για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ένα ελάχιστο εισόδημα ώστε να αντιμετωπίσει την αναγκαστική ανεργία και τις δυσκολίες της περιόδου. Το γεγονός ότι έτσι έγινε εφικτό να αποφευχθούν οι χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης επανάφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για αυτό που συνήθως περιγράφεται ως βασικό εισόδημα, δηλαδή μια τακτική κρατική χρηματική μεταβίβαση η οποία καταβάλλεται σε όλους τους πολίτες.
Η πρόσφατη κυκλοφορία και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπασωτηρίου του βιβλίου του Γκάι Στάντινγκ, Βασικό Εισόδημα. Πώς θα το επιτύχουμε (μετάφραση Α. Παπασυριόπουλος, επιστημονική επιμέλεια Κ. Μανασάκης, πρόλογος Γ. Βαρουφάκης), προσφέρει μια από τις πιο ολοκληρωμένες διατυπώσεις του επιχειρήματος υπέρ του βασικού εισοδήματος, σε ένα βιβλίο που συνδυάζει την αναλυτική επιχειρηματολογία (κατά τον τρόπο της αγγλοσαξονικής πολιτικής φιλοσοφίας) με την επίκληση εμπειρικών παραδειγμάτων όπου δοκιμάστηκαν παραλλαγές βασικού εισοδήματος.
Ο Στάντινγκ ανακεφαλαιώνει τα βασικά επιχειρήματα υπέρ του βασικού εισοδήματος, δηλαδή τον τρόπο που η απαλλαγή από το ενδεχόμενο της ακραίας ανέχειας και φτώχειας συνιστά μια αναγκαία συνθήκη ελευθερίας και μάλιστα μια συνθήκη που την προσδιορίζει ως «ρεπουμπλικανική ελευθερία», δηλαδή μια ελευθερία που επιτρέπει την από κοινού πολιτική δράση. Με αυτή την έννοια θεωρεί ότι πρόκειται για μια κίνηση χειραφέτησης που υπερβαίνει κατά πολύ την όποια άμεση αξία έχει σε χρηματικό επίπεδο.
Παράλληλα, ο Σπάντινγκ σπεύδει να υποστηρίξει ότι το βασικό εισόδημα είναι αποτελεσματικότερο σε αυτή την κατεύθυνση από τη λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (όπου η κρατική μεταβίβαση προστίθεται στο όποιο εισόδημα του ίδιου του ατόμου εάν είναι χαμηλό), τις εκπτώσεις φόρων, τις εγγυημένες θέσεις εργασίας ή τη θέσπιση ελάχιστου μισθού. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να αντικρούσει τον πιθανό αντίλογο που μπορεί να υπάρξει στην πρόταση για το βασικό εισόδημα. Θεωρεί ότι το βασικό εισόδημα δεν είναι ανταγωνιστικό στην προσπάθεια για δημιουργία θέσεων εργασίας ή στον αγώνα των συνδικάτων για καλύτερους μισθούς των εργαζομένων, ενώ υποστηρίζει ότι μια προσεκτική μελέτη του τρόπου που σήμερα τα κράτη διαμορφώνουν ένα φάσμα από μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές δείχνει ότι η καταβολή του βασικού εισοδήματος είναι εφικτή δημοσιονομικά.
Παρότι ο Στάντινγκ δίνει έμφαση στο να δείξει ότι είναι χρηματοδοτικά εφικτό το βασικό εισόδημα, πιστεύω ότι το ισχυρό σημείο του επιχειρήματός του είναι περισσότερο αυτό που αφορά την ηθική διάσταση του αιτήματος, δηλαδή τον τρόπο που αναδιατυπώνει μια ισχυρή θέση υπέρ ενός δικαιώματος σε μια ελάχιστη εγγυημένη ευημερία που να επιτρέπει τις προσωπικές επιλογές ζωής, με τρόπο που τα παραδοσιακά συστήματα κοινωνικής προστασίας δεν κατορθώνουν και να προσφέρει έτσι τη βάση μιας ανανεωμένης εκδοχής της ιδιότητας του ενεργά συμμετέχοντος πολίτη.
Τα όρια του επιχειρήματος για το βασικό εισόδημα
Όμως, αυτό είναι με έναν τρόπο και το όριο αυτού του επιχειρήματος. Μπορεί να λειτουργεί ως κατάδειξη ενός ηθικού αιτήματος, όμως την ίδια στιγμή παραβλέπει όλο το φάσμα των ανταγωνιστικών και συγκρουσιακών αξιώσεων γύρω από την οικονομία. Γιατί ουσιαστικά υποτιμά τη διάσταση που συνήθως περιγράφεται ως εκμετάλλευση, δηλαδή τη συνθήκη όπου η ανισότητα παράγεται μέσα από άνισες σχέσεις εξουσίας πάνω στα μέσα και τη διαδικασία παραγωγής και όπου η δυνατότητα της κοινωνικής δικαιοσύνης περνάει και μέσα από την αμφισβήτηση του πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Αντίθετα, ο τρόπος που διατυπώνεται η πρόταση για το βασικό εισόδημα, ουσιαστικά κατατείνει στη δυνατότητα να συνυπάρχει με ένα πρότυπο καπιταλιστικής συσσώρευσης με χαρακτηριστικά λίγο πολύ όπως τα σημερινά, έστω και με μια «διόρθωση» πλευρών της ακραίας επισφάλειας. Μόνο που αυτό υποτιμά την αντικειμενική δυναμική των κοινωνικών σχέσεων γύρω από την παραγωγή, άρα τη δυνατότητα επιστροφής σε συνθήκη επισφάλειας, εάν ο οικονομικός συσχετισμός δύναμης μετατραπεί και σε πολιτικό, την ώρα που παραβλέπει την ίδια τη σημασία των συγκρουόμενων αιτημάτων γύρω από την οικονομία.
Ουσιαστικά είναι σαν να παραβλέπει ένα βασικό πεδίο για τον μετασχηματισμό των οικονομικών μορφών, δηλαδή τη διεκδίκηση μορφών δημοκρατικού συλλογικού ελέγχου πάνω στην οικονομία και την υπέρβαση της λογικής της παραγωγής με ορίζοντα τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς προς όφελος της προτεραιότητας των συλλογικών κοινωνικών αναγκών (στοιχείο που αποκτά μια άλλη διάσταση στην προοπτική της κλιματικής καταστροφής). Έτσι όμως αδυνατεί να ορίσει ως βασική κοινωνική δύναμη στην πρωτοπορία των συγκεκριμένων διεκδικήσεων το κατεξοχήν κίνημα που ιστορικά συνδέθηκε με αυτές, δηλαδή το εργατικό κίνημα, στην όποια αναγκαστικά πρωτότυπη μορφή θα πρέπει να έχει στις σημερινές συνθήκες.
Δικαιότερος καπιταλισμός;
Με μία έννοια το πρόβλημα της διεκδίκησης του βασικού εισοδήματος, δεν έγκειται στο αίτημα καθεαυτό, ούτε στο εάν είναι εφικτό δημοσιονομικά να εφαρμοστεί αλλά μάλλον στην παράβλεψη της ιστορικής αλήθειας ότι τον καπιταλισμό έκαναν –κατά περιόδους τουλάχιστον– δικαιότερο, όχι τόσο τα διάφορα οράματα ενός πιο δίκαιου καπιταλισμού, αλλά πολύ περισσότερο τα μαζικά κοινωνικά κινήματα που πίστεψαν ότι είχαν τη δύναμη να τον αμφισβητήσουν και να διεκδικήσουν μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις