Γερμανία – Σενάρια, απρόοπτα, ιστορικά προηγούμενα
Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αναζητούν συμμάχους για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο. Αναμένονται μακροχρόνιες και επίπονες διαπραγματεύσεις.
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
Απόλυτη ισοψηφία έδειχναν τα πρώτα exit poll το απόγευμα της Κυριακής με τα χριστιανικά κόμματα της Κεντροδεξιάς (CDU/ CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να συγκεντρώνουν από 25% των ψήφων. Κάποιοι θυμήθηκαν τις γερμανικές εκλογές του 2002, όταν το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ και η Κεντροδεξιά του Έντμουντ Στόιμπερ πρωταγωνιστούσαν σε ένα άλλο εκλογικό θρίλερ με τα exit poll να δίνουν στις οκτώ το βράδυ σε κάθε στρατόπεδο περίπου 38% των ψήφων και τους δύο πολιτικούς να δηλώνουν εξίσου έτοιμοι και αποφασισμένοι για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Τελικά κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Γκέρχαρντ Σρέντερ μαζί με τους Πράσινους, έχοντας διεμβολίσει τον χώρο της Αριστεράς, με το «Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» (PDS) να μένει εκτός Βουλής.
Όμως υπάρχει μία βασική διαφορά σε σχέση με το 2002: Το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία είναι σήμερα πολύ πιο κατακερματισμένο και οι προβλέψεις για μελλοντικές συμμαχίες πολύ πιο παρακινδυνευμένες. Εν είδη ανεκδότου κάποιοι δημοσιογράφοι λένε ότι αναμένουν με ενδιαφέρον το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα της Άγκελα Μέρκελ για το… 2022, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι δύσκολα θα καταλήξουν σε μετεκλογική συμφωνία μέχρι τα Χριστούγεννα. Άλλωστε υπάρχει το προηγούμενο του 2017, όταν CDU, CSU και SPD χρειάστηκαν ακριβώς 172 ημέρες για να τα «βρουν» σε μία νέα κυβέρνηση, που τελικά δεν ήταν παρά μία επανέκδοση της παλαιάς, δηλαδή του «μεγάλου συνασπισμού».
Και οι… δεύτεροι έσονται πρώτοι
Σκεπτικισμός για τις εκλογικές απώλειες στους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά ο Άρμιν Λάσετ διατηρεί τη φιλοδοξία να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ.
Μετά τα πρώτα exit poll της Κυριακής και καθώς συνεχιζόταν η καταμέτρηση των ψήφων οι σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς άρχισαν να διευρύνουν το προβάδισμα απέναντι στο κόμμα του Άρμιν Λάσετ. Αλλά αυτό, από μόνο του, δεν σημαίνει κάτι. Και στη Γερμανία το πρώτο κόμμα έχει ασφαλώς τον πρώτο λόγο για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση και ο δεύτερος των εκλογών, εφόσον εκείνος διασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν οι ιστορικές εκλογές του 1969, όταν η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε πρώτη με 46,1%, αλλά καγκελάριος αναδείχθηκε τελικά ο σοσιαλδημοκράτης Βίλλυ Μπραντ. Το κόμμα του είχε συγκεντρώσει το 42,7% των ψήφων, ωστόσο με τη βοήθεια των Φιλελευθέρων (FDP) κατάφερε να εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία που οι Σοσιαλδημοκράτες ανέρχονταν στην εξουσία.
Διαχρονικά περιζήτητοι ρυθμιστές οι Φιλελεύθεροι
Έκτοτε οι Φιλελεύθεροι παραμένουν περιζήτητοι ως «ρυθμιστές» του πολιτικού παιχνιδιού, ενώ δεν έχουν πρόβλημα να αλλάζουν στρατόπεδο κατά το δοκούν, κυβερνώντας πότε με την Κεντροδεξιά και πότε με τους Σοσιαλδημοκράτες. Στην τελευταία τηλεμαχία πριν από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος του FDP Κρίστιαν Λίντνερ είχε προειδοποιήσει τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς ότι «ακόμη κι αν το κόμμα του αναδειχθεί πρώτο με 30%, αυτό θα σημαίνει ότι το 70% δεν τον έχει ψηφίσει, άρα δεν είναι τόσο αυτονόητο ότι θα είναι ο επόμενος καγκελάριος».
Πρόκειται περί σοφιστείας, γιατί ναι μεν το επιχείρημα αυτό ισχύει για το πρώτο κόμμα, αλλά ακόμη περισσότερο ισχύει για το δεύτερο και τέλος πάντων κάποιος πρέπει να κυβερνήσει. Ήταν όμως μία μικρή προεκλογική επίδειξη δύναμης από τους Φιλελεύθερους, για την οποία μετεκλογικά δικαιώνονται και τώρα αυτοπροβάλλονται ως περιζήτητοι «μνηστήρες», τόσο για τον σοσιαλδημοκράτη Σολτς, όσο και για τον χριστιανοδημοκράτη Λάσετ. Ποιος θα προσφέρει περισσότερα για να εξασφαλίσει τη στήριξή τους; Το ελάχιστο που θα ζητήσουν είναι μάλλον το υπουργείο Οικονομικών, για να σταματήσουν τις «δημοσιονομικές ατασθαλίες» στη Γερμανία και στην Ευρώπη.
Το «φαινόμενο Σολτς»
Η μεγάλη επιτυχία του Όλαφ Σολτς ήταν ότι έπεισε τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι συμβολίζει τη συνέχεια και την αλλαγή ταυτόχρονα. Ότι θα κρατήσει τα «καλά και ωφέλιμα» της διακυβέρνησης Μέρκελ, για τα οποία άλλωστε ως αντικαγκελάριος είναι εν μέρει συνυπεύθυνος, αλλά παράλληλα θα προχωρήσει στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, μπολιάζοντας περισσότερη σοσιαλδημοκρατία στο DΝA της κυβέρνησης.
Με αριστοτεχνικό τρόπο είχε προτάξει τις τελευταίες εβδομάδων το θέμα των συντάξεων, φιλοτεχνώντας ένα πιο αριστερό προφίλ. Και μπορεί οι Πράσινοι να πανηγυρίζουν για το ότι προσελκύουν τις ψήφους των νέων, αλλά ποιος είπε ότι οι νέοι κρίνουν τις εκλογές; Σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα ψηφοφόρων ήταν οι άνω των 60 ετών, καθώς φτάνουν πλέον το 38,3% του συνόλου (!)
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ευκαταφρόνητη η επιτυχία των Πρασίνων να αναδειχθούν τρίτο κόμμα και μάλιστα με διαφορά από τους Φιλελεύθερους. Για τη συμμετοχή τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση θα ζητήσουν και εκείνοι σημαντικά ανταλλάγματα. Σαφώς πιο σημαντικά από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Περιβάλλοντος που είχαν πάρει το 1998 ως ένα κόμμα του 6,7% για να συμμετάσχουν στην πρώτη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Γιάννης Παπαδημητρίου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις