Γιαγιά μου, να μην λείψεις ακόμα
Κάθε μέρα γιορτάζω μέσα μου την γιαγιά μου, κι ας μην προλαβαίνω να της το λέω
Αγαπητή μου Γιαγιά Γεωργία,
Αυτή η φωτογραφία δεν είναι δική μας, αλλά θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε εμείς, εκείνο το καλοκαίρι στην Κύθνο, όταν περιμέναμε την μαμά, τον μπαμπά και τον μπέμπη να έρθουν από το καράβι να μας συναντήσουν.
Βέβαια, εσύ ήσουν και είσαι πολύ πιο καλλίγραμμη από την κυρία στην φωτογραφία. Σε θυμάμαι ψηλή, με παντελόνια και όχι φούστες όπως φορούσαν οι άλλες γιαγιάδες. Σε θυμάμαι με κορακίσια μαλλιά και όχι γκρίζα ή λευκά. Σε θυμάμαι με όμορφα χέρια και όμορφο πρόσωπο.
Όλα είναι όμορφα και τώρα που έχεις μεγαλώσει πολύ, πάρα πολύ.
Όμως τώρα που έχεις μεγαλώσει πολύ, πάρα πολύ δεν βγαίνεις συχνά, για να μην πω καθόλου, έξω από το σπίτι. Και είμαι εγωίστρια γιατί όσα ονειρεύτηκα παιδί και κατάφερα να πετύχω σε χρειάζονται κοντά τους.
Θέλω να φας φαγητό που έχω εγώ μαγειρέψει, θέλω να δεις τα πολλά μου βιβλία, πως όταν θέλω είμαι νοικοκυρά, αλλά ποτέ μόνο αυτό, όπως λέγαμε από παλιά που παρίστανα τη Χιονάτη και σε βοηθούσα στο σκούπισμα, βάζοντας φύλλα από το μπαλκόνι στο σαλόνι και διώχνοντάς τα έξω ξανά.
Εκείνο το καλοκαίρι στην Κύθνο, ήμασταν όλες μικρές: εγώ πέντε χρονών, η μαμά μου λίγο πάνω από τα 30, εσύ λίγο πάνω από τα πενήντα. Ακόμα και η προγιαγιά μου, η μαμά σου δηλαδή, ήταν δεν ήταν 80 χρονών, όσο δηλαδή είσαι σήμερα.
Ήσουν η Αρχηγός των Γυναικών που με μεγάλωσαν. Η Γιαγιά μου.
Που έχω το όνομά σου, που είμαι το μόνο κοριτσοεγγόνι, που έχω τόσα νέα να σου λέω πάντα στις επισκέψεις και να σε ζαλίζω.
Δεν θέλω να σε γιορτάζω την ημέρα των ηλικιωμένων και της τρίτης ηλικίας, γιατί μαζί κοροϊδεύαμε τις άλλες γριές και τους γέρους σα να ήμασταν συνομίληκες. Θυμάμαι μια εκδρομή του ΚΑΠΗ που με είχες πάρει και με καμάρωνες στον χορό τον Καλαματιανό.
Εσύ δεν χόρευες, ήσουν χήρα. Ποτέ δεν χορεύει κανείς στο σόι μας, μόνο εγώ ίσως.
Σήμερα, είμαι 29 χρονών και είμαι στο γραφείο της δουλειάς που ονειρεύτηκα. Και μην ανησυχείς, γιαγιά, μια μέρα θα με δεις και στην τηλεόραση-όχι ότι νοιάζεσαι εσύ γι’ αυτά, εσύ καλά θες να είμαι (και ιδίως δικηγόρος, αλλά πάει αυτό το τρένο), εγώ όμως έτσι θα μπορώ να σε επισκέπτομαι πιο συχνά.
Ένα πράγμα σου κρατώ μικρή κακία: που έκανες την μονοκατοικία διαμερίσματα.
Που χάσαμε το γιασεμί και την βερικοκιά από τον μικρό κήπο, που έχασα την μεταλλική σκάλα που περιστρεφόταν πίσω από την κουζίνα την πάνω, που έχασες την τεράστια κάτω κουζίνα στην οποία ζύμωνες τσουρέκια το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στις λεκάνες με χέρια ακούραστα, που χάθηκε η παλιά ξύλινη ντουλάπα της προγιαγιάς με την μυρωδιά της Πόλης (έτσι νόμιζα κι έτσι είναι) που είχε μέσα πέρλες, αρώματα, σημειώσεις, φακέλους και δερμάτινα πορτοφόλια, που χάσαμε τις Παρασκευές μας με το πεϊνιρλί από την πιτσαρία Capri.
Δεν μπορώ να σου κρατήσω κακία που γερνάς, είναι μια διαδικασία που υπομένω καρτερικά και με όση στοργή διαθέτω. Ξέρω πόσο πιο παράξενο θα φαίνεται στην μαμά μου και τον θείο μου, που σε γνώρισαν τόσο νέα και τόσο όμορφη όσο σε βλέπω στις φωτογραφίες.
Γυναίκα φίνα, λεπτεπίλεπτη, χωρίς μελαγχολίες και παράξενους χρωματισμούς στο βλέμμα.
Πώς είναι να γεννιέσαι το 1939; Δεν είσαι καλή συνεντευξιαζόμενη. Όσες φορές έχω πάει να σε ρωτήσω λεπτομέρειες, γίνεσαι Σφίγγα. Έζησες μια απλή ζωή, με κάποιες διάσπαρτες δυσκολίες, χαρές και λύπες όπως οι ζωές όλων των ανθρώπων.
Θα ήθελα αυτή την εποχή της ζωής σου που βλέπεις μπροστά έναν ήλιο σε αργή δύση, να μπορούσα να σε κάνω περισσότερη παρέα. Να πηγαίναμε ταξίδια, εκδρομές, να σε κερνούσα, να σου έπαιρνα μικρά δώρα από τις βιτρίνες. Την όποια κοκεταρία μου την πήρα από σένα, η μαμά φορούσε απλά, φαρδιά ρούχα για πολλά χρόνια, ενώ εσύ είχες εξαίσια παλτό, λεπτεπίλεπτες γόβες, γάντια, κραγιόν, κολώνιες και πράγματα που ζήλευα και ονειρευόμουν να αποκτήσω μια μέρα.
Θυμάμαι το κλάμα σου στον καναπέ του σπιτιού μας που ήταν και σπίτι σου, αφού εκεί μας φρόντιζες με τον αδελφό μου, εκεί μας μαγείρευες κι εκεί έπινες καφέ τ’ απογεύματα, όταν έχασες τη μάνα σου. Μεγάλη Παρασκευή ή Μεγάλο Σάββατο; Πρώτη μου φορά σε έβλεπα έτσι κι είχα παγώσει. Στο σπίτι σας, μετά, το πατρικό της μαμάς μου, άγγιξα κάποια ρούχα της προγιαγιάς και ανατρίχιασα.
Εκείνη θα έλειπε πια κι εκείνα θα μένανε εκεί σχεδόν άφθαρτα-ανατριχιαστικό.
Εσύ να μην λείψεις, γιαγιά μου. Όχι ακόμα.
Γιατί θέλω κι εγώ να σε κάνω προγιαγιά, θέλω να σου εξηγήσω τόσα πράγματα, να συζητήσουμε για μερικά βιβλία και να κουτσομπολέψουμε αδίστακτα τους πάντες και τα πάντα.
Θέλω να σε κάνω πολύ χαρούμενη για μένα, νομίζω πως μέχρι στιγμής είσαι κάπως μπερδεμένη, στέκεσαι και με χαζεύεις καθώς σου μιλώ και λίγα καταλαβαίνεις. Για την ζωή μου στο κέντρο, για την ζωή μου με τους έρωτες και με τα ζώα και με τα ταξίδια και τα τραγούδια.
Μου δίνεις το αιώνιο χαρτζηλίκι, με κάνεις να νιώθω παιδί πάντα, όπως όταν ήμουν παιδί με έκανες να νιώθω κυρία, καθώς με σέρβιρες πρωινό με μαρμελάδες πολλών ειδών όπως στα ξενοδοχεία.
Χαμογελάς τόσο γλυκά, είσαι ένα κομμάτι από σύννεφο μέσα μου, ένας σύνδεσμός μου με την εποχή που ήμουν μια άλλη. Πριν ξεκινήσω τα πολλά κλάματα, τα πολλά δράματα, τους ατελείωτους ποδαρόδρομους και τις βουτιές στο κενό που επιχειρώ κάθε τόσο σκάβοντας όλο και πιο βαθιά μπας και αγγίξω το όνειρο.
Εσύ είσαι σταθερά, ακατανίκητα μέσα μου μια δύναμη δυνατή: η Γιαγιά μου. Δεν τσακωθήκαμε ποτέ στα σοβαρά, με καταλάβαινες πάντα σου, με άκουγες πάντα σου. Μέχρι σήμερα.
Και σήμερα θα με ακούσεις.
Θα σχολάσω από το γραφείο και θα έρθω να σου πω πού πήγα το καλοκαίρι, τι θα κάνω το Σαββατοκύριακο. Θα μου αρνηθείς ξανά ένα μικρό, ξύλινο βοηθητικό τραπεζάκι που ζαχαρώνω από μήνες στο σπίτι σου με την φορτωμένη «προίκα» από τα παλιά. Θα συζητήσουμε, ίσως, τα Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα είναι εκείνο το ασημένιο σου δέντρο. Ποτέ πουθενά, σε κανένα σπίτι, δεν είδα ασημένιο δέντρο. Και Χριστούγεννα είναι η καρυδόπιτα σοκολάτας σου, τα ωραιότερα μελομακάρονα όλου του κόσμου (εντελώς αντικειμενικά) και η βυσσινιά ζακέτα σου που φοράς στο μεσημεριανό με την γαλοπούλα και το αρνί. Πια, όχι γαλοπούλα. Για να μην παιδεύεσαι.
Περνάς τις μέρες σου στο μπαλκόνι με τις λίγες γλάστρες, διαβάζεις, βλέπεις τηλεόραση, έχεις κοντά σου τα παιδιά σου, ξέρεις πως έχουν το άγχος σου, έτσι είναι η ζωή, έχει πολύ θράσος και αναξιοπρέπεια η ζωή.
Να αερίζεις συχνά, να μη φοβάσαι τις νύχτες που γυρνώ στο σπίτι μου, πάντα προσέχω, να με παίρνεις τηλέφωνο όποτε θες, κάθομαι και το σηκώνω εκατό φορές τη μέρα για τον κάθε μαλάκα και δεν θα το σηκώσω για την γιαγιά μου;
Ποτέ δεν με ενοχλείς. Εσύ με μεγάλωσες.
Εσύ μου έφτιαχνες τραχανά, γλυκό «παγωμένο», κεφτέδες και σπανακόπιτα, εσύ με πρόσεχες στην παραλία να μην ξανοιχτώ και χαιρόσουν πιο πολύ από όλους που ήμουν σημαιοφόρος κι απουσιολόγος κι αριστούχος.
Βλέπαμε κρυφά κουτσομπολίστικες εκπομπές, θρίλερ και Φως στο Τούνελ, φορούσαμε σάλι, σκεπαζόμασταν με κουβέρτες και από κάτω σεντόνι, χαιρετούσαμε τις κυρίες φίλες σου στην Μακρυγιάννη, μέναμε σιωπηλές, διαβάζαμε στο δωμάτιο στ’ Ασμήνι, εγώ στο μονό με το βρακί μου τα ογκώδη μυθιστορήματα της εφηβείας μου κι εσύ στο διπλό με το νυχτικό και το σεντονάκι σου εφημερίδες και τα μυθιστορήματα των καλοκαιριών σου.
Σε παρατηρούσα πώς μαγείρευες, πώς έκανες μπάνιο, πώς χάιδευες, πώς φρόντιζες, πώς άκουγες, πώς έκανες πως δεν ακούς, πώς υπερείχες, πώς έλαμπες, πώς τα προλάβαινες όλα.
Και πιο μικρή, κοιμόμουν δίπλα σου μετά το νηπιαγωγείο, είναι αυτή μια ζωή που δεν περνά, αλλά υφίσταται καθημερινά σε σπαράγματα ανυπόφορα, όσο κρατάμε ακόμα ως άνθρωποι την ταπεινή μας, βραχύβια μνήμη. Κι είμαι κάθε μέρα νήπιο, έφηβη, τριαντάρα και λίγο γριά κι εγώ, με χέρια που ζαρώνουν στον χρόνο, με το όνομά σου πάντα καρφωμένο πάνω στην μοίρα μου.
Είμαι η Γεωργία, κι εγώ.
Γιαγιά, έναν φόβο έχω: τον θάνατό σου. Ξέρω πως δεν αργεί, συγγνώμη που στο γράφω αυτό, είναι ανεπίδοτη επιστολή, άρα δεν θα το δεις, όμως και πάλι συγγνώμη.
Θα σε αναφέρω για πάντα, θα σε συζητώ για πάντα, θα θέλω να γίνω γιαγιά σαν εσένα, μα δεν θα γίνεται αυτό, γιατί θα είναι άλλες οι εποχές, ήδη είναι άλλες οι εποχές. Όμως, πονάω γιατί αυτή η αγάπη η δική μας είναι αγάπη ανεπανάληπτη που δεν θα καταφέρω ποτέ να κάνω θέμα σε site ή περιοδικό, σενάριο ή θεατρικό έργο ή τραγούδι και να αποτυπωθεί όπως πρέπει.
Είσαι ο πιο αγαπημένος μου, ο πιο σημαντικός άνθρωπος. Κι είμαι άκαρδη που δεν βρίσκω χρόνο να σε επισκεφθώ συχότερα-το ατόπημα των εγγονιών που δουλεύουν και διασκεδάζουν στη νέα τους ζωή, χωρίς τον παππού, την γιαγιά, χωρίς τόσα και τόσα.
Γιαγιά, χρόνια πολλά σήμερα, 1 Οκτώβρη και κάθε μέρα.
Σε λίγες ώρες θα κάθομαι κοντά σου, στο σπίτι σου. Κι όταν τύχει να πέσω πάνω σε αυτό το κείμενο μετά από πολλά πολλά πολλά χρόνια, που δεν θα έχω να έρθω πουθενά να σε συναντήσω, θα κλάψω πολύ και θα νιώθω όσο τυχερή νιώθω σήμερα που υπήρξες εσύ η γιαγιά η δική μου.
Μεγάλη τύχη.
Σε φιλώ!
ΥΓ: Δεν μετανιώνω για καμία ζαβολιά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις