Για τον Πάνο Σκουρλέτη, οι πόροι που διατέθηκαν προσφάτως στους εξοπλισμούς (Ραφάλ, Μπελαρά), έπρεπε να έχουν διατεθεί σε αυξήσεις στους γιατρούς και το προσωπικό του ΕΣΥ και, βεβαίως, σε προσλήψεις. Oπως το έθεσε ο ίδιος, «ο πόλεμος της πανδημίας είναι πραγματικός, ενώ ο άλλος είναι πιθανότητα».

Το επιχείρημά του ακούγεται σαν εξυπνάδα, στην πραγματικότητα είναι άτοπο και βλακώδες, διότι βάζει στην ίδια μοίρα την εθνική άμυνα και την υγειονομική κρίση. Να τον πληροφορήσει κάποιος ότι ούτε η πολιτική ούτε η ανθρώπινη ιστορία σταμάτησαν ποτέ για υγειονομικούς λόγους, ακόμη και στο απόγειο του «Μαύρου Θανάτου», περί τα τέλη του 14ου αιώνα. Η διάκριση του Σκουρλέτη μεταξύ πραγματικού πολέμου με τον κορωνοϊό και πιθανού πολέμου με τους γείτονες δείχνει απλώς το απύθμενο βάθος της επιπολαιότητας στην οποία οδηγούν ο βολονταρισμός και η ιδεοληψία.

Συγχρόνως, όμως, ο Σκουρλέτης εκφράζει και την πραγματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την εθνική άμυνα, αυτή που έγινε πολιτική κατά την πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από το κόμμα τους. Εβαλαν υπουργό έναν κλασικό «εθνικόφρονα» στα όρια του γραφικού, τον συγκυβερνήτη Πάνο Καμμένο, και ο στρατός αφέθηκε κυριολεκτικά να σαπίσει. Οι ελλείψεις σε αναλώσιμα και ανταλλακτικά, που ακόμη εκκρεμούν, επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συσσωρεύθηκαν. Αν σήμερα έχουμε μόνον ενάμισι (sic) μεταγωγικό αεροσκάφος σε λειτουργική κατάσταση, στον ΣΥΡΙΖΑ το οφείλουμε. Δεν ήταν όμως μόνον η οικονομική κρίση που ευθύνεται, ήταν και η αδιαφορία του ΣΥΡΙΖΑ για την εθνική άμυνα, αφού άλλωστε ο τομέας είχε παραδοθεί στον Καμμένο για να παίζει. Συνεπώς, δεν ψεύδεται ο Σκουρλέτης. Είναι, πράγματι, τόσο απλοϊκός και τόσο αφελής αυτός και το κόμμα του…

Η ΠΑΡΑΚΜΗ

Η εκδήλωση, σύμφωνα με τον ίδιο τον τέως πρόεδρο, ήταν «εμβληματική». Ισως επειδή αυτός, ο Προκόπιος Παυλόπουλος, ήταν ο υψηλός προσκεκλημένος και ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση του Δήμου Σαλαμίνας και της Ενωσης Κυπρίων Ελλάδος, με θέμα «Σαλαμίνα 480 π.Χ. – Ελλάδα 1821 – Η Κύπρος του Αγώνα» (με μια λέξη αντί για εννέα: τουρλού…). Χωρίς να διανοούμαι να αμφισβητήσω τη διαπίστωση της εμβληματικότητας της ωραίας εκδήλωσης, διερωτώμαι τι σχέση μπορεί να έχει η «Κύπρος του Αγώνα» με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Επειδή συμβαίνει να έχω πρόσφατη στη μνήμη την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Ηρόδοτο (το καλοκαίρι τα ξαναδιάβασα), η Κύπρος ήταν με την πλευρά των Περσών στην ιστορική ναυμαχία και μάλιστα με υπολογίσιμη δύναμη 150 πλοίων. «Κύπριοι δε παρείχοντο νέας πεντήκοντα και εκατόν», γράφει ο Ηρόδοτος (Πολύμνια, §90) και, κατά τη συνήθειά του, παραθέτει και διάφορα λαογραφικά στοιχεία: ότι φορούσαν στο κεφάλι κεφαλοπάνια και τιάρες, καθώς και ότι προέρχονταν από διάφορες εθνικές ομάδες, κάποιοι από τη Σαλαμίνα και την Αθήνα, άλλοι από την Αρκαδία, την Κύθνο, ακόμη και από τη Φοινίκη και την Αιθιοπία. Στη διάρκεια της ναυμαχίας, οι Κύπριοι έκαναν τις πάπιες, μένοντας στην άκρη για να δουν προς τα πού θα πάει το ρεύμα. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά συνέβησαν πολύ παλιά. Εγώ τα θυμίζω για την περίπτωση που οι διοργανωτές της «εμβληματικής» εκδήλωσης και ο υψηλός προσκεκλημένος τους τα αγνοούσαν…

Επισημαίνω επίσης τη συμμετοχή του τέως προέδρου, προ εικοσαημέρου, σε εκδήλωση της «Συντονιστικής Επιτροπής Εορτασμού 200 χρόνων (1821-2021) Ψάρι Μεσσηνίας» (ειλικρινά, δεν το επινοώ…), κατά την οποία βραβεύθηκε με το Μετάλλιο Τιμής των Ντρέδων «Μάρκος Ντάρας» και αναγόρευσε τους Ντρέδες «αυθεντικούς Ελληνες και απογόνους των Δωριέων». Σημειωτέον ότι οι Ντρέδες ήσαν Αρβανίτες, δηλαδή Αλβανόφωνοι, οι οποίοι μετοίκησαν στην Πελοπόννησο τον 14ο αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό του εθνικιστικού μαξιμαλισμού που πρεσβεύει ο τέως πρόεδρος ότι δεν του αρκεί ο εξελληνισμός των Ντρέδων και γενικώς των Αρβανιτών, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα της ανεξαρτησίας, αλλά τους θέλει και Δωριείς.

Τα παρατηρώ όλα αυτά με ανησυχία, γιατί βλέπω την καριέρα του τέως προέδρου να έχει μπει στη φάση της παρακμής. Από την άλλη πλευρά, όσο καταβυθίζεται η καριέρα του τόσο εκτοξεύεται ο ψυχαγωγικός ρόλος του. Μακάρι να βρισκόταν ένας καλός άνθρωπος να του δώσει μια εκπομπή στην τηλεόραση…