Η αυλή του ηγεμόνα
Ο Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945) είναι με διαφορά ο αγαπημένος «γρίφος» των ερευνητών του καιρού μας - όσες οι έρευνες, άλλες τόσες και οι προτεινόμενες λύσεις σε έναν «γρίφο» που, μολαταύτα, παραμένει μέχρι σήμερα ουσιαστικά «άλυτος»
- Η οργή για το «ξήλωμα» των «58 καρφιών» συνεχίζεται - Η αντίδραση της Μαρίας Καρυστιανού
- Ανατριχιαστικά ακριβείς οι προβλέψεις που έκανε το 1925 ένας επιστήμονας, για την ζωή σήμερα
- Ποιο γλυκαντικό ευρείας χρήσης μπορεί να τροφοδοτεί τον καρκίνο
- Vybz Kartel: Το αστέρι της dancehall επιστρέφει στη σκηνή μετά από χρόνια στη φυλακή
Η ακριβέστερη μελέτη των πολιτικών και προσωπικών κινήτρων τους, καθώς και των σχέσεών τους με τον Χίτλερ, δείχνει ότι αυτός σε καμία περίπτωση δεν έδρασε ως «μοναχικός ηγέτης», όπως παρουσιάζεται συνήθως. Πολύ περισσότερο, από την αρχή ακόμη, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τους φίλους και χορηγούς του· εκείνοι τον έκαναν αυτό που έγινε. Ακόμη και όταν ο κύκλος που τον περιέβαλλε άλλαξε μετά το 1933 ως προς τη σύνθεση και τη λειτουργία του, και πάλι παρέμεινε απαραίτητος για εκείνον· για τον «Φύρερ και καγκελάριο» όμως δεν χρησίμευε πλέον ως εφαλτήριο για τον άνοδό του, αλλά συνιστούσε προπαντός έναν ασφαλή χώρο για να αποσύρεται.
Χάικε Γκερτεμάκερ Η ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
(μτφρ. Γιάννης Κέλογλου, εκδ. Gutenberg, 2021)
Ο Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945) είναι με διαφορά ο αγαπημένος «γρίφος» των ερευνητών του καιρού μας – όσες οι έρευνες, άλλες τόσες και οι προτεινόμενες λύσεις σε έναν «γρίφο» που, μολαταύτα, παραμένει μέχρι σήμερα ουσιαστικά «άλυτος». Με αφορμή τη διεισδυτική μελέτη του αμερικανοεβραίου ερευνητή Ρον Ροζενμπάουμ «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ», που κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 2001, σημείωνα στα «ΝΕΑ» τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς: «Αν και αριθμεί περισσότερες από εκατό βιογραφίες – και πολλαπλάσιες παρεμφερείς μελέτες -, ο Αδόλφος Χίτλερ εξακολουθεί να περιβάλλεται από μιαν αχλή μυστηρίου. Ηταν ένας αγύρτης πολιτικός, ένας ιδεολόγος ή μια δαιμονική έκρηξη του Κακού στον εικοστό αιώνα; Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά και δύνανται να καταθέσουν τη μαρτυρία τους τείνουν πλέον να εξαφανιστούν ολοσχερώς. Οι τελευταίοι επιζώντες καρκινοβατούν ανάμεσα στα ογδόντα και στα ενενήντα τους χρόνια, με τη μνήμη τους αλλοιωμένη ή εγκλωβισμένη στις άκαμπτες πια πεποιθήσεις. Τα πολυάριθμα θύματά του αρνούνται συνήθως και να προφέρουν το μιαρό του όνομα, ενώ οι ολιγάριθμοι παρατρεχάμενοί του, εκείνοι που τον υπηρέτησαν είτε ως γραμματείς είτε ως υπασπιστές και γλίτωσαν την αγχόνη – ο Μαγικός κύκλος, κατά τον μηδίζοντα ιστορικό Ντέιβιντ Ιρβινγκ -, επιμένουν να ενθυμούνται έναν ευγενικό κύριο, εκλεπτυσμένο με τις γυναίκες, αγαπητό στα παιδιά και στα κατοικίδια, προικισμένο με πρωτάκουστη ευφράδεια και αφοπλιστικό, υπνωτιστικό βλέμμα. Πίσω από αυτόν τον γαλανομάτη τζέντλεμαν το Ολοκαύτωμα φλουτάρει μακρινό, βουβό και κακοφωτισμένο».
Είκοσι χρόνια αργότερα, οι βιογραφίες και οι μελέτες για τον Χίτλερ έχουν αβγατίσει, αλλά η ομίχλη δεν λέει να διαλυθεί. Τι ριζικά διαφορετικό λοιπόν μπορεί να κομίζει η μελέτη της γερμανίδας ιστορικού Χάικε Γκερτεμάκερ; Μιαν ελαφρά μετατόπιση του βλέμματός μας, της οπτικής μας γωνίας – αρκετή, ωστόσο, για να περιλούσει τα πάντα με ένα νέο φως· όχι πάλι από τον περίγυρο προς τον Χίτλερ, αλλά από τον Χίτλερ προς τον περίγυρο – κι επιπλέον: στη διαδραστική σχέση Χίτλερ-περίγυρου. Μέχρι σήμερα, είτε αντιμετώπιζαν οι ιστορικοί τον Αδόλφο ως μανιακό τσαρλατάνο είτε ως σκοτεινή ιδιοφυΐα, προτιμούσαν να τον εξετάζουν «εν κενώ», μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα, χωρίς αληθινή αλληλεπίδραση, ούτε καν στοιχειώδη επικοινωνία με το περιβάλλον του. Ο Χίτλερ «σαγήνευε» τους αυλικούς του ή τους «εξαπατούσε» – αποκλείεται πάντως να επηρεαζόταν από αυτούς ή, πόσω μάλλον, να ήταν δέσμιος μιας εικόνας για τον εαυτό του που του είχαν υποβάλει οι ίδιοι οι αυλικοί του. Αυτός είναι και ο ζωτικός μύθος που επιχειρεί η Γκερτεμάκερ να κονιορτοποιήσει.
Στα είκοσι δύο αλησμόνητα χρόνια – από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» στο Μόναχο το 1923 έως το βαγκνερικό «λυκόφως των θεών» στο Βερολίνο το 1945 – η αυλή του Χίτλερ δεν άλλαξε μονάχα σύνθεση· άλλαξε και αποστολή. Η πρώτη γενιά των αυλικών, εκείνοι που επέζησαν του «πραξικοπήματος», αφιέρωσαν τη ζωή τους – ορισμένοι, κυριολεκτικά – προκειμένου να στηρίξουν τον αποτυχημένο πολιτικό, όταν όλοι οι άλλοι και, ιδίως, η καλή του τύχη έδειχνε να τον εγκαταλείπει, καθώς και στη συνέχεια να τον επαναφέρουν στην κεντρική σκηνή παντί τρόπω: με τα λεφτά τους (όσοι – λίγοι – διέθεταν), με την εξουδετέρωση (ενίοτε και φυσική) των πολιτικών του αντιπάλων, με την πρόσβαση και την επιρροή σε κύκλους όπου ο μποέμ απόκληρος της Βιέννης δεν μπορούσε καν να ελπίσει ότι κάποτε θα προσέγγιζε. Αυτή η πρώτη γενιά, των λούμπεν μικροαστών, των ρεβανσιστών στρατιωτικών και των εκκεντρικών πλουσίων, πίστεψε πως είχε με το σπαθί της κερδίσει το δικαίωμα να του ασκεί κριτική, όποτε αισθανόταν ότι ο «Φύρερ» την παραγκώνιζε ή ξεστράτιζε από την άτεγκτη εθνικοσοσιαλιστική τους ιδεολογία.
Η αλήθεια είναι – όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Γκερτεμάκερ – ότι ο Χίτλερ, σε αντίθεση με τον Στάλιν που δεν ανεχόταν ούτε υπαινιγμό αντιλόγου, εξαντλούσε τις λεπτές διαβαθμίσεις έκφρασης της δυσφορίας του (θα σε απομάκρυνε, θα σε υποβάθμιζε, αλλά δεν θα σε πετσόκοβε) προτού φτάσει ο κόμπος στο χτένι μ’ έναν παλιό του σύντροφο. Ουαί και αλίμονό σου εάν τον έφερνες στο σημείο να σε δολοφονήσει.
Η δεύτερη γενιά αυλικών (από την ανάληψη της εξουσίας το 1933 έως το πικρό τέλος) ανταποκρινόταν πιο πιστά στο στερεότυπο των σφουγγοκωλάριων που όλοι φανταζόμαστε. Αδίστακτοι αριβίστες -όπως ο Γκέμπελς, ο Μορέλ ή ο Μπόρμαν – δεν ορρωδούσαν προ ουδενός: λιβάνιζαν κι έγλειφαν τόσο τον ηγεμόνα τους, όσο και κάθε άλλο άτομο – την Εύα Μπράουν, λόγου χάριν, την ερωμένη του ηγεμόνα – που έχαιρε της (λιγότερο ή περισσότερο ευκαιριακής) εύνοιας του ηγεμόνα τους· με ανάλογα τσαχπίνικα αντανακλαστικά έσπευδαν να απομακρυνθούν και από όποιον «μολυσμένο» έπεφτε στη δυσμένειά του. Ορισμένοι από αυτούς τους ασπόνδυλους, παρέα με κάποιους δευτεροκλασάτους ή τριτοκλασάτους, κατάφεραν να μην καταλήξουν στην αγχόνη και μεταπολεμικά κλήθηκαν να δώσουν λόγο σε Ειδικά Δικαστήρια Αποναζιστικοποίησης, εξουσιοδοτημένα να εξακριβώσουν την «ατομική ευθύνη» και τον «βαθμό εμπλοκής» του καθενός με το ναζιστικό καθεστώς. Οι πιο τυχεροί κατάφεραν να πείσουν τους δικαστές τους για τις χάρες της εθελοτυφλίας: ζούσαν μαζί με το «αφεντικό», μετέφεραν νυχθημερόν τις διαταγές του, αλλά δεν είδαν, δεν άκουσαν και δεν κατάλαβαν τίποτε…
Οταν το μπουρίνι της αποναζιστικοποίησης καταλάγιασε (και καταλάγιασε γρήγορα, κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν ήδη παρελθόν), οι πιο θρασείς από τους ασπόνδυλους -όπως ο Σπέερ, ο Χόφμαν ή ο Φον Σίραχ – θέλησαν να βγάλουν και λίγα λεφτουδάκια από την επιλεκτική τους αμνησία. Εγραψαν ή υπαγόρευσαν τα απομνημονεύματά τους: «ενώ παλιότερα δεν παρέλειπαν την εγγύτητά τους στον Φύρερ», σχολιάζει η Γκερτεμάκερ, «τώρα πάσχιζαν να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή απόσταση, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως απλώς παριστάμενο χωρίς επιρροή και ενημέρωση». Ακόμη πιο δηκτικά αποτιμά ο Βάλντεμαρ Μπέσον τα απομνημονεύματα του Μπάλντουρ φον Σίραχ: «Απομάκρυνε από τον εαυτό του την ιστορία που είχε ζήσει ο ίδιος».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις