Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται. Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τούς ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.

«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».

Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.

Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι. ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβουλέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα. Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.

*Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 336-338 (πηγή: greek-language.gr).


Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε επί Κατοχής, το 1942, στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε.

Το 1960, μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του.

Άρχισε να σπουδάζει κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε να ταξιδεύει ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, όπως αυτά του τραπεζικού υπαλλήλου, του ναυτικού και του επαγγελματία παίκτη ρουλέτας.

Το 1970 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 έγινε μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν αποκλειστικά ως συγγραφέας.

Ο Σουρούνης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο χώρο των γραμμάτων το 1969 με τη συλλογή ιστοριών «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει», για να ακολουθήσει το 1977 το μυθιστόρημά του «Οι συμπαίχτες».

Μάστορας της αφήγησης, ένας παραμυθάς με τελείως δικό του τρόπο θέασης της ζωής αλλά και του γραψίματος, ο Σουρούνης αντλούσε το υλικό για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του από τις προσωπικές του εμπειρίες, τα ταξίδια του, τα επαγγέλματά του και τις περιπέτειές του.

Οι ιστορίες του βασίζονται σε αυτοαναφορικά γεγονότα, που ο ίδιος, ως παρατηρητής, μετουσιώνει σε λογοτεχνία.

Τα κείμενά του διακρίνονται κατεξοχήν για το διεισδυτικό βλέμμα του συγγραφέα, τη χειμαρρώδη γραφή του και το χιούμορ του, άλλοτε διαβολικό, βιτριολικό, κι άλλοτε γλυκόπικρο.

Οι ήρωες του Σουρούνη δεν είναι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, αλλά άτομα λαϊκά, πρόσωπα βγαλμένα από μεταναστευτικές εμπειρίες και το περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής.

Στο έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες, ανάμεσά τους και ο συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.

Ο Αντώνης Σουρούνης, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1995 για το έργο του «Ο Χορός των Ρόδων», απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Οκτωβρίου 2016.