Γιατί η Κίνα κλιμακώνει την πίεση στην Ταϊβάν
Το Πεκίνο κλιμακώνει επίδειξη στρατιωτικής ισχύος απέναντι στην Ταϊβάν, στέλνοντας μήνυμα στις ΗΠΑ και τη Δύση ότι εξακολουθεί να επιμένει στην προοπτική της επανένωσης με κάθε τρόπο
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας παρά την ιστορική του ιδεολογική αναφορά σε παραδόσεις διεθνισμού δεν παύει να είναι και ένα κατεξοχήν «εθνικό κόμμα», με την έννοια ότι ιστορικά και ήδη από τον αγώνα κατά της Ιαπωνικής Κατοχής διεκδίκησε να είναι η κατεξοχήν πατριωτική πολιτική δύναμη και ο βασικός εκπρόσωπος της κινεζικής εθνικής ταυτότητας.
Ούτε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η κινεζική εθνική ταυτότητα είναι ιδιαίτερα ισχυρή και με ιστορικό βάθος σε μια χώρα που παρά τον τεράστιο πληθυσμό της είναι ταυτόχρονα από τις πιο εθνικά ομοιογενείς στον κόσμο.
Στην τρέχουσα φάση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η στρατηγική της κινεζικής ηγεσίας πέραν της έμφασης σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότιμης διανομής των ωφελημάτων της οικονομικής ανάπτυξης, περιλαμβάνει και την ιδιαίτερη ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Κίνας αλλά και την προβολή μιας εικόνας ισχύος.
Ως προς τις ίδιες τις κινεζικές αξιώσεις έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η εξωτερική πολιτική της Κίνας κινείται σε δύο επίπεδα. Σε ότι αφορά το ευρύτερο διεθνές πεδίο, η Κίνα διεκδικεί σε γενικές γραμμές έναν κόσμο χωρίς μεγάλες εξωτερικές παρεμβάσεις και με έμφαση στην οικονομική συνεργασία. Όμως, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που η Κίνα θεωρεί ότι «εσωτερικά» ή ότι άπτονται της δικής της κυριαρχίας ή αποτελούν δικά της «εθνικά ζητήματα» εκεί η στάση είναι ότι δεν δέχεται οποιαδήποτε υπόδειξη ή παρέμβαση.
Το έδειξε με το πώς αντιμετώπισε τις διεθνείς αντιδράσεις για τη «σκλήρυνση» του καθεστώτος στο Χονγκ Κονγκ, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα, ενώ με τον ίδιο επιθετικό τρόπο αντιμετωπίζει και τα ζητήματα που αφορούν τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Η σημασία της Ταϊβάν
Η ιστορία της Ταϊβάν ανάγεται στον εμφύλιο πόλεμο στην Κίνα ανάμεσα στο Εθνικιστικό Κουομιτάνγκ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Η νίκη των κομμουνιστών υπό την ηγεσία του Μάο Τσε Τουνγκ υποχρέωσε το Κουομιτάνγκ υπό την ηγεσία του Τσανγκ Κάι-Σεκ να καταφύγει στην Ταϊβάν.
Μέχρι το 1971 η Ταϊβάν (επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κίνας) – που από το 1949 έως το 1987 ήταν υπό ένα αυταρχικό καθεστώς στρατιωτικού νόμου – αναγνωριζόταν ως η εκπρόσωπος της Κίνας στον ΟΗΕ. Άλλωστε, ήταν μια φιλοδυτική δύναμη. Το 1971 αναγνωρίστηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως η εκπρόσωπος της Κίνας.
Η τακτική της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν συμπυκνώνεται σε μια αντίληψη που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια αναπόφευκτη ενοποίηση. Για το Πεκίνο, η Ταϊβάν είναι εθνικό έδαφος και χρειάζεται να υπάρξει και πολιτική ενοποίηση. Η γενική μορφή της ενοποίησης ήταν στο πνεύμα «μία χώρα – δύο συστήματα» κατ’ αναλογία προς αυτό που εφαρμόστηκε με την εκ νέου ένταξη του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα.
Παρότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στην Ταϊβάν που θα τείνουν σε μια τέτοια κατεύθυνση, υπάρχει και ένα ισχυρό εθνικιστικό ρεύμα, που θεωρεί ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο χώρες και θα πρέπει η Ταϊβάν να διεκδικήσει να είναι μια χώρα με τη δική της ανεξάρτητη πορεία.
Παρότι ιστορικά οι ΗΠΑ είχαν στενούς δεσμούς με την Ταϊβάν, όταν στη δεκαετία του 1970 αναβάθμισαν τη σχέση τους με την Κίνα (ξεκινώντας από την περίφημη επίσκεψη Νίξον στο Πεκίνο) ως αντίβαρο στην ΕΣΣΔ, προχώρησαν στην σύναψη διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα, διατηρώντας έκτοτε με την Ταϊβάν αναβαθμισμένες μη διπλωματικές σχέσεις.
Παρότι αυτή η αμφισημία διατηρείται, εντούτοις το τελευταίο διάστημα οι ΗΠΑ δείχνουν να αναβαθμίζουν τη σχέση με την Ταϊβάν, στο πλαίσιο της αντίστοιχης κλιμάκωσης ενός αντιπαραθετικού τόνου με την Κίνα. Και δεν είναι τυχαίο ότι ένα πάγια αιτήματα των πιο αντικινεζικών φωνών μέσα στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι η παροχή σαφών αμυντικών εγγυήσεων στην Ταϊβάν απέναντι σε ενδεχόμενη κινεζική επιθετική ενέργεια.
Η τρέχουσα όξυνση
Η τρέχουσα όξυνση έχει να κάνει με διάφορες παραμέτρους. Από τη μια είναι σαφές ότι απέναντι στη μεγαλύτερη απήχηση εθνικιστικών απόψεων στην Ταϊβάν το Πεκίνο έχει αποφασίσει να δείξει ότι μπορεί να επιβάλει ακόμη και με στρατιωτικούς όρους της διαδικασία της «επανένωσης».
Αυτό αποτυπώνεται σε ενέργειες όπως οι διαρκείς υπερπτήσεις κινεζικών αεροσκαφών (συμπεριλαμβανόμενων και στρατηγικών βομβαρδιστικών) στην Ταϊβάν αλλά και σε μια ιδιαίτερα επιθετική ρητορική ιδίως σε μέσα που εκπροσωπούν την πιο «εθνικιστική» εκδοχή της στρατηγικής της κινεζικής ηγεσίας (ενδεικτική αρθρογραφία της ιστοσελίδας Global Times.
Από την άλλη, ο τρόπος που η ρητορική των ΗΠΑ, ακόμη και εάν δεν παραβιάζει τις «κόκκινες γραμμές» γίνεται πιο επιθετική ως προς ζητήματα που αφορούν την υπεράσπιση της Ταϊβάν, προκαλεί επίσης ανάλογες απαντήσεις από την κινεζική πλευρά με κεντρικό στίγμα τη διαρκή υπογράμμιση ότι οι κινεζικές στρατιωτικές δυνατότητες είναι αρκούντως μεγάλες ώστε να είναι απαγορευτικές για όποιον θα ήθελε να εμπλακεί σε μια τέτοια σύγκρουση.
Δεν είναι τυχαίο έτσι πώς χρησιμοποιείται και από την κινεζική ηγεσία αλλά και από αμερικανούς αξιωματούχους το γεγονός ότι σε μερικά χρόνια οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις θα είναι σε θέση όντως να μπορούν να προχωρήσουν σε ένοπλη κατάληψη της Ταϊβάν. Το ίδιο γεγονός επικαλείται και η τρέχουσα κυβέρνηση της Ταϊβάν στην προσπάθεια εκτός όλων των άλλων να διεκδικήσει και μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα από τη συνολικότερη πόλωση που καταγράφεται στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις και την ένταση ανάμεσα στη μεσοπρόθεσμη αμερικανική στρατηγική που σαφώς κατατείνει προς την αντιπαράθεση με την Κίνα και την άμεση προσπάθεια διαχείρισης των εντάσεων.
Πάντως φαίνεται ότι το Πεκίνο αυτή τη στιγμή εισπράττει την αμερικανική πολιτική περισσότερο ως απόπειρα επιθετικής κλιμάκωσης και δη σε ζητήματα που η Κίνα θεωρεί κυριαρχικά και αυτό μπορεί να εξηγήσει την αντίστοιχη προσπάθεια να φανεί ότι τυχόν αντίδραση θα είναι ιδιαίτερα αποφασιστική.
Προφανώς και αυτή τη στιγμή η Κίνα δεν θα ήθελε να εμπλακεί σε ένα πόλεμο με την Ταιβάν. Μια τέτοια ένοπλη σύγκρουση θα μπορούσε να έχει μεγάλο κόστος και άμεσο και πολιτικό. Περισσότερο η Κίνα θέλει να κάνει εκείνη την επίδειξη δύναμης και υπεροπλίας που στέλνει το μήνυμα ότι μόνη εφικτή διέξοδος είναι η διαπραγμάτευση στην προοπτική της επανένωσης και στη χειρότερη περίπτωση η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος.
Άλλωστε, το Πεκίνο γνωρίζει ότι σε αυτή τη φάση όχι μόνο ότι οι ΗΠΑ θα ταλαντεύονταν να πάνε σε μια στρατιωτική υπεράσπιση της Ταϊβάν, κίνηση που θα μπορούσε να έχει χαρακτηριστικά τεράστιας ανάφλεξης, αλλά και ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν ότι ακόμη και εάν επέλεγαν μια στρατιωτική παρέμβαση δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσαν να υπερισχύσουν των κινεζικών δυνάμεων σε μια αντιπαράθεση γύρω από την Ταϊβάν (κυρίως γιατί σε προσομοιώσεις μιας τέτοιας σύγκρουσης οι ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι οποιαδήποτε προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις – αεροπλανοφόρα κ.λπ.- στην περιοχή θα σήμαινε ότι αυτές θα καθίσταντο σχετικά εύκολοι στόχοι των κινεζικών δυνάμεων).
Πάντως το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε τις 5 Οκτωβρίου ότι έχει μιλήσει με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ για το θέμα της Ταϊβάν και ότι συμφώνησαν ότι να τηρηθεί η «συμφωνία για την Ταϊβάν» –δηλαδή το ισχύον πλαίσιο όπου οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν «μία Κίνα», έχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο και όχι την Ταϊπέι και θεωρούν ότι το ζήτημα της Ταϊβάν πρέπει να λυθεί με ειρηνικά μέσα– παραπέμπει περισσότερο σε μια διάθεση μη όξυνσης του κλίματος και από την αμερικανική πλευρά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις