Το χαρτζιλικι του
Μια ιστορία στην Αθήνα της δεκαετίας του '70
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Από την Πατησίων, από το ύψος της ΑΣΟΕΕ (νυν Οικονομικού Πανεπιστημίου) και πίσω, η Ακρόπολη δεν διακρινόταν. Η αιθαλομίχλη κοβόταν με το μαχαίρι. Μιλάμε για ένα γκριζοκίτρινο σύννεφο από καυσαέρια και αναθυμιάσεις, που στρογγυλοκαθόταν πάνω από την πόλη και έφερνε τσούξιμο στα μάτια, δύσπνοια, ποιος ξέρει τι άλλο μακροπρόθεσμα. Τις μέρες ιδίως με λαμπρή λιακάδα η κατάσταση γινόταν αφόρητη. Αλλά και όποτε έβρεχε, σκεφτόσουν με συγκρατημένο τρόμο ότι όλη εκείνη η χημεία έπεφτε επάνω στο κεφάλι σου. Αθήνα, τέλη δεκαετίας ’70.
Κέντρο-καράκεντρο μεν, η περιοχή όμως γύρω από τον Πανελλήνιο διατηρούσε χαρακτηριστικά γειτονιάς. Οι ίδιες φάτσες διασταυρώνονταν στον δρόμο. Οι ίδιοι θαμώνες άραζαν στα τραπεζάκια των δύο ζαχαροπλαστείων, του «Μηλιώνη» και του «Τέλειον», τα οποία σέρβιραν καφέ καπουτσίνο, πάστες νουγκατίνες και σεράνο, εφάμιλλες αν όχι των βιεννέζικων, σίγουρα των κολωνακιώτικων.
Συνειδητοποιώ ότι τα ηλικιωμένα ζευγάρια που ψώνιζαν από το μπακάλικο πολυτελείας του Κουκά -«γκουρμέ» θα το λέγαμε σήμερα -, οι κυρίες με μαλλί ακαζού, κοκκαλωμένο από τη λακ, οι κύριοι πάντοτε στην τρίχα με χειροποίητα κοστούμια και κολλαριστά πουκάμισα, ήταν γεννημένα στο κατώφλι του 20ου αιώνα. Απείχαν από το 1821 λιγότερο από όσο από το 2021. Κι εκείνες οι μπαρμπουνάρες, οι γκομενάρες, που μπαινόβγαιναν στις μπουτίκ και πήγαιναν τα βράδια σινεμά με τους αρραβωνιαστικούς τους ήταν παιδιά της Κατοχής ή του Εμφυλίου. Με όσα είχαν υποφέρει, είχαν δει έστω, πώς να μην πιάνουν τη ζωή από τα κέρατα; Πώς να μη στύβουν τη στιγμή και να ρουφάνε και την τελευταία σταγόνα χαράς;
Απέναντι από το σινέ Τριανόν υπήρχε ένα μικρό βιβλιοχαρτοπωλείο. Το είχε ένα γεροντοπαλίκαρο ακαθορίστου ηλικίας, μεταξύ σαρανταπέντε και εξήντα, ίδιο στην όψη και στο ύφος με τους μοχθηρούς τύπους των παραμυθιών. Κυρτός, με μεγάλη καμπουριαστή μύτη, μισόκλειστα ματάκια, ιδρωμένες παλάμες. Υποδεχόταν τους πελάτες με ένα μακρόσυρτο «πολύ καλημέρα σας». Στεκόταν πίσω από τον πάγκο, ασφυκτικά στριμωγμένος από την πραμάτεια του. Ηξερε στην εντέλεια πού βρισκόταν το καθετί. Απλώνοντας το χέρι, σου κατέβαζε από το ράφι το μοιρογνωμόνιο που χρειαζόσουν για το μάθημα της Γεωμετρίας. Σκύβοντας κάτω απ’ το ταμείο αλίευε τις χρωματιστές κόλλες με τις οποίες θα έντυνες τα τετράδια. Από βιβλία μονάχα έπασχε. Δεν είχε παρά ευαγγέλια και ιερές συνόψεις και βίους αγίων, άντε και κανέναν καζαμία. Καθήλωση άραγε στον ελληνοχριστιανισμό ή κακές σχέσεις με τους εκδότες που έβγαζαν μυθιστορήματα;
Στο βάθος του καταστήματος, ένα φάντασμα. Η μητέρα του. Ζακέτα με χρυσά κουμπιά, λαιμός χελωνίσιος, ύφος βλοσυρό. Κατέγραφε ό,τι έμπαινε στην κάσα, τις νύχτες θα μετρούσε σίγουρα τις εισπράξεις, θα σήκωνε πυργάκια από κέρματα, αν έλειπε καμιά δεκάρα, θα την έπιανε ταραχή. Ο γιος της έμοιαζε εντελώς υποχείριό της. Τον φανταζόσουν να της κάνει ποδόλουτρο ή να την αερίζει με τη βεντάλια. Και όμως…
Κοντοστεκόμασταν στην πόρτα του. Η μαμά μου τού χαμογελούσε συνωμοτικά. Ο βιβλιοχαρτοπώλης σκαρφάλωνε τότε μια ξύλινη σκάλα, χωνόταν ο μισός σε ένα – μικροσκοπικό και σκοτεινό υποθέτω – πατάρι. Μας συναντούσε στο πεζοδρόμιο. Η συναλλαγή γινόταν στα μουλωχτά. Μας έδινε ένα πακετάκι, τσέπωνε ένα πενηντάρικο. Ναρκωτικά; Θεός φυλάξοι! Δυναμιτάκια. Κύλινδροι από χαρτόνι, γεμιστοί με μπαρούτι, με ένα μακρύ φυτίλι στην άκρη που τσιτσίριζε όταν το άναβες. Τα έφτιαχνε μόνος του; Τα αγόραζε παράνομα; Το εμπόριό τους απαγορευόταν αυστηρά…
«Τι τα θέλει ο μικρός τα βαρελότα;» ρώτησε μια φορά. «Αφού το Πάσχα αργεί». «Συναρμολογεί πλαστικά αεροπλανάκια. Τα ανατινάζει έπειτα στο μπαλκόνι» του αποκάλυψε η μαμά μου, δίχως να νιώθει ψήγμα αμηχανίας για το ασυνήθιστο χόμπι μου. Χωρίς να ανησυχεί μπας κι αναθρέφει έναν τρομοκράτη. «Μοναχοπαίδι βλέπετε, σε διαμέρισμα, σε ιδιωτικό σχολείο, τους φίλους του τούς βλέπει μια στο τόσο… Είναι για αυτόν μεγάλη διασκέδαση!».
«Για μένα είναι το μοναδικό μου χαρτζιλίκι…» ομολόγησε ο βιβλιοχαρτοπώλης. Εσφιξε έπειτα τα χείλη και επέστρεψε στο μαγαζί, στη σιδηρά κηδεμονία της δικής του μάνας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις