Φυσικό αέριο: η Ευρώπη, η Ρωσία και η «τέλεια ενεργειακή καταιγίδα»
Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη ταυτόχρονα με την προοπτική ενός μάλλον κρύου χειμώνα και μεγάλες ελλείψεις σε φυσικό αέριο, πληρώνοντας τόσο την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα όσο και τις γεωπολιτικές επιλογές που έχει κάνει
Μέχρι τώρα το βίωμα της ενεργειακής κρίσης ήταν σχεδόν κάτι που απλώς καταδείκνυε ότι κάποιος είναι σχετικά μεγάλης ηλικίας. Άλλωστε, χρειάζεται να πάμε πίσω στη δεκαετία του 1970 για να βρούμε την τελευταία περίπτωση όπου όντως η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια συνθήκη όπου το κόστος της ενέργειες ανέβαινε πολύ και οι χώρες καλούνταν να αντιμετωπίσουν μια συνθήκη όπου έπρεπε να μειώσουν σημαντικά την κατανάλωσή τους.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν και πλέον η Ευρώπη είναι ξανά αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας νέας ενεργειακής κρίσης, μιας πραγματική «τέλειας ενεργειακής καταιγίδας». Και εάν την πρώτη φορά στο επίκεντρο της ενεργειακής κρίσης ήταν το πετρέλαιο, αυτή τη φορά είναι το φυσικό αέριο.
Πώς φτάσαμε στις σημερινές ενεργειακές ελλείψεις
Οι λόγοι για την τρέχουσα κατάσταση στο ενεργειακό τοπίο είναι ποικίλοι και θα ήταν λάθος να δοκίμαζε κάποιος μια μονοδιάστατη προσέγγιση.
Καταρχάς η ζήτηση για φυσικό αέριο έχει αυξηθεί παγκοσμίως. Ο βασικότερος λόγος είναι ότι ο φυσικό αέριο θεωρείται η κατεξοχήν «μεταβατική» λύση πριν την πλήρη εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων.
Μόνο που αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα: η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνεται όσο οι χώρες εγκαταλείπουν τον γαιάνθρακα, όμως με την προοπτική μέσα σε μια τριακονταετία να μην χρησιμοποιείται κανένα ορυκτό καύσιμο, άρα ούτε και το φυσικό αέριο, είναι δύσκολο να προχωρήσουν μεγάλα σχέδια για νέες εξορύξεις.
Άλλωστε, η έγνοια για την κλιματική αλλαγή σημαίνει και αυξημένες ρυθμιστικές και κανονιστικές παρεμβάσεις που καθιστούν πιο δύσκολα τα πρότζεκτ είτε για παραγωγή σχιστολιθικού αερίου, είτε για εξορύξεις, είτε για μονάδες υδροποίησης αερίου.
Επιπλέον, η βασική καινοτομία στην εξόρυξη φυσικού αερίου, δηλαδή το fracking και η εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ μπορεί να συνέβαλε στην αύξηση κυρίως της αμερικανικής παραγωγής, όμως πλέον ούτε αυτή μπορεί να καλύψει την αυξημένη ζήτηση.
Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο το φυσικό αέριο γίνεται ένα ενεργειακό προϊόν για το οποίο αυξάνεται η ζήτηση χωρίς να μπορεί να αυξηθεί με ανάλογο τρόπο και η προσφορά.
Επιπλέον, η ζήτηση για φυσικό αέριο αντανακλά τον άνισο τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη. Η αύξηση της ζήτησης στην Κίνα και τη Νοτιοανατολικά Ασία, με τη σειρά της μειώνει τις διαθέσιμες ποσότητες που μπορεί να υπάρχουν για την Ευρώπη. Και όλα δείχνουν ότι για αρκετά χρόνια ακόμη η ανάπτυξη των ασιατικών οικονομιών θα σημαίνει και αυξημένη ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τη συνολικότερη φάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η έξοδος από την ύφεση που αρχικά προκάλεσε η πανδημία συνοδεύτηκε από μια μεγάλη αύξηση της ζήτησης για την παραγωγή προϊόντων και κατ’ επέκταση για τη ζήτηση ενέργειας, άρα και φυσικού αερίου. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα καταγράφονται και υψηλότερες τιμές και στο πετρέλαιο, που ξεπέρασε τα 80 δολάρια το βαρέλι.
Όλα αυτά επικαθορίζονται και από πιο συγκυριακούς παράγοντες. Ο περσινός χειμώνας ήταν πιο βαρύς στην Ευρώπη με το επιπλέον χαρακτηριστικό ότι καταγράφηκαν κακοκαιρίες προς το τέλος του, κάτι που σήμαινε ότι οι χώρες βρέθηκαν με μικρότερα αποθέματα στην αρχή ενός κύκλου προμηθειών που σφραγίζεται από μεγαλύτερο ανταγωνισμό για την ίδια προσφορά.
Ρόλο παίζουν – ιδίως ως προς τις τιμές – και οι πρακτικές που εμφανίζονται στις ίδιες τις αγορές. Παρότι είναι μια αγορά που ακόμη χαρακτηρίζεται κυρίως από τα μακροχρόνια συμβόλαια, εντούτοις τα συμβόλαια σποτ και γενικά οι βραχύχρονες οικονομικές συναλλαγές αρχίζουν να αποκτούν αυξημένη βαρύτητα και να επηρεάζουν τις τιμές.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Γύρω από αυτό το θέμα έχει υπάρξει μια μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο της Ρωσία στον επηρεασμό των τιμών του φυσικού αερίου. Βεβαίως με όρους παγκόσμιας αγοράς και συνολικών τάσεων θα ήταν λάθος να πούμε ότι η βασική παράμετρος είναι η υποτιθέμενη απροθυμία της Ρωσίας να αυξήσει την προσφορά φυσικού αερίου προς τη Δυτική Ευρώπη.
Πιο συνολικοί παράγοντες όπως είναι οι αναντιστοιχίες που καταγράφονται ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση μέσα σε μια συγκυρία επιστροφής της παγκόσμιας οικονομίας σε αυξητικούς ρυθμούς μάλλον έχουν παίξει σημαντικότερο ρόλο.
Ωστόσο, η Ρωσία προμηθεύει την Ευρώπη, μέσω της Gazprom με το 41,1% της συνολικής ζήτησής για φυσικό αέριο. Αυτό καθιστά καθοριστική την επίδρασή της τουλάχιστον στην ενεργειακή αγορά. Επισήμως η Ρωσία δεν έχει μειώσει την παροχή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, όμως αυτό αφορά τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις της χωρίς να ισχύει το ίδιο για το εάν ανταποκρίνεται σε αιτήματα για πιο συγκυριακές αυξήσεις της προσφοράς.
Η ίδια η Ρωσία υποστηρίζει ότι είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Ταυτόχρονα, όμως υπογραμμίζει και τη σημασία που έχει η ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream2. Όμως, παρότι το κατασκευαστικό μέρος του αγωγού έχει ολοκληρωθεί και παρότι οι ΗΠΑ έχουν εμμέσως πλην σαφώς παραιτηθεί των κυρώσεων που ήθελαν αρχικά να επιβάλουν, κυρίως για να μην έρθουν σε ρήξη με τη Γερμανία, εντούτοις ακόμη η τελική άδεια για τη λειτουργία του δεν έχει δοθεί από τις γερμανικές αρχές (χωρίς να υπάρχει προοπτική όσο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης).
Αυτό διαμορφώνει αντικειμενικά το πεδίο για να πιέσει η Ρωσία για την ενεργοποίηση του Nord Stream 2 με μοχλό πίεσης ουσιαστικά τη συνολική προσφορά φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Όλα εμπλέκονται και με άλλες παραμέτρους. Η Ρωσία έχει αυξήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Κίνα. Μέχρι τώρα χρησιμοποιεί κοιτάσματα που δεν εμπλέκονται στην προσφορά φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Όμως, από το 2030 θα μπορεί να χρησιμοποιήσει και τα κοιτάσματα από όπου κυρίως αντλείται το φυσικό αέριο που καταλήγει στην Ευρώπη και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει θέμα.
Την ίδια στιγμή το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, στο Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, που κάποτε μπορούσε μόνο του να καλύψει όλες τις ανάγκες π.χ. της Γερμανία, είναι σε φάση εξάντλησης των αποθεμάτων και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες μαζί με τα προβλήματα σεισμών που δημιουργεί η διαδικασία άντλησης έχουν οδηγήσει σε περιορισμό της παραγωγής του στην προοπτική του να κλείσει πιο γρήγορα.
Την ίδια ώρα το Κατάρ, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός υγροποιημένου φυσικού αερίου στον κόσμο ξεκαθάρισε ότι δεν είναι σε θέση να αυξήσει την προσφορά του έτσι ώστε να ανακουφίσει τις αγορές.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή η Ευρώπη χρειάζεται μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου από τη Ρωσία, με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) να υποστηρίζει ότι είναι εφικτό για τη Ρωσία να αυξήσει τις ποσότητες που δίνει στην Ευρώπη κατά 15%.
Όλα αυτά συνδυάζονται και με ευρύτερους γεωπολιτικούς υπολογισμούς. Η Ευρώπη βρέθηκε να εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό ενεργειακά από τη Ρωσία σε μεγάλο βαθμό επειδή σταδιακά επέλεξε να σταματήσει τη χρήση γαιάνθρακα. Άλλωστε, αυτό έγινε σε περιόδους όπου οι αυξημένες οικονομικές συναλλαγές με την μετακομμουνιστική Ρωσία θεωρούνταν αυτονόητες και θεμιτές.
Όμως, η Ευρώπη βρέθηκε να ακολουθεί τις ΗΠΑ στην κλιμάκωση αυτού που ονομάστηκε «νέος Ψυχρός Πόλεμος» με αφορμή κυρίως την ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία και τις εξελίξεις στο Ουκρανικό. Η αντίφαση ανάμεσα στη λογική των κυρώσεων προς τη Ρωσία και γενικότερα τη μετάβαση σε ένα πιο συγκρουσιακό πλαίσιο και τις πραγματικές ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας έρχεται τώρα στο προσκήνιο με ιδιαίτερα έντονο τρόπο.
Γιατί οι ΗΠΑ μπορεί να προκρίνουν τις οικονομικές κυρώσεις, όμως π.χ. δεν έχουν ανάλογες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία ούτε και εξαρτώνται ο ενεργειακά από αυτές.
Και βέβαια η Ρωσία που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να σπάσει την εικόνα μιας Δύσης ενωμένης εναντίον της δεν έχει χάσει την ευκαιρία να υπογραμμίσει προς τους Ευρωπαίους ότι ο καλύτερος τρόπο για να μην αντιμετωπίσουν ελλείψεις στο φυσικό αέριο είναι να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Η δύσκολη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα
Όλα αυτά δείχνουν μια πραγματική δυσκολία που διαπερνά την παγκόσμια οικονομία. Παρ’ όλη την προσπάθεια να υπάρξει μια μεγάλη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης σημαίνει, προς το παρόν τουλάχιστον, και μια διαρκή ζήτηση για ενέργεια από ορυκτά καύσιμα. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις εξορύξεις γαιάνθρακα για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της σε ενέργεια.
Στο πλαίσιο που διαμορφώνει αυτή η αντίφαση και στον τρόπο που αυτό επηρεάζεται και από γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς είναι πιθανό να έχουμε αρκετές αναταράξεις στις αγορές ενέργειας όπως και έντονες συγκυριακές ελλείψεις, που με τη σειρά τους θα μεταφράζονται και σε αυξήσεις των τιμών, τουλάχιστον για όσο διάστημα δεν καθίσταται εφικτή η ανάδειξη ενός παραγωγικού μοντέλου που να μπορεί να αποσυνδέει την ανάπτυξη από εκείνο το είδος αύξησης της ζήτησης για ενέργεια που οδηγεί στην αναγκαστικά καταφυγή στα ορυκτά καύσιμα.
- SafeYOUth: Μια νέα ψηφιακή ασπίδα για την ασφάλεια των νέων στην Ελλάδα
- Στο σκαμνί ο 45χρονος Νορβηγός που σκότωσε με μαχαίρι παλάμης 32χρονο αστυνομικό στη Θεσσαλονίκη
- Χασμπάλα: «Φανταστική η ατμόσφαιρα, ζω το όνειρό μου στον Ολυμπιακό»
- Για συνωμοσία με σκοπό τη διάπραξη πραξικοπήματος θα κατηγορηθεί ο Μπολσονάρο
- Δύσκολοι καιροί για τη γερμανική οικονομία – «Νόμιζαν ότι είναι οι καλύτεροι, αλλά αυτό τελείωσε»
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα καταστρέψει πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή