Λουδοβίκος των Ανωγείων – «Οταν σταματήσει να σε έλκει η ομορφιά, έχεις τελειώσει»
Ο «παραμυθάς» τραγουδοποιός μιλάει για μουσική και ζωγραφική, για μαντινάδες και μοιρολόγια, για Γκάτσο και Χατζιδάκι, για μάσκες και ρολόγια...
Με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων συναντιόμαστε δύο φορές την ίδια μέρα. Το μεσημέρι στο καφέ του Μουσείου της Ακρόπολης. Το βράδυ στο Χαμάμ, στα Πετράλωνα, που κάνει ένα μικρό live τις πρώτες ώρες που επιστρέφουμε σε μια μορφή κανονικότητας από τα μέτρα για τον ιό. Την πρώτη φορά δεν κρατά μαζί του το μαντολίνο του. Τη δεύτερη το έχει ως επικεφαλής του μουσικού του σχήματος.
Κι όμως και τις δύο φορές διηγείται ιστορίες. Στην πρώτη, η μουσική απλώς υπονοείται. Στη δεύτερη είναι παρούσα. Ο λόγος του όμως είναι στο κέντρο του. Και αυτός που τον έκανε γνωστό και δημοφιλή πολλά χρόνια τώρα. Γιατί ο Λουδοβίκος είναι κατά βάσιν ένας παραμυθάς. Ενας αθόρυβος ραψωδός της καθημερινότητας που δεν εγκλωβίζεται σε αυτό που απλώς ζούμε, αλλά αναζητάει τα κρυμμένα. Αυτά ψάχνει πια και με τη ζωγραφική του που επιδίδεται πολύ σοβαρά και ως συμπλήρωμα της συνολικής του στάσης και δημιουργίας. «Υπέροχος ο Λουδοβίκος των Ανωγείων και στη ζωγραφική του.
Κοντολογίς, στα πρόσφατα έργα του «Σύννεφα και Κατσιφάρες» έχει ενορχηστρώσει, με μοναδικό τρόπο: την πεμπτουσία αυτής καθαυτής της κοσμογονίας: ή καλύτερα, της ενέργειας που διέπει το Σύμπαν. Ιδιόμορφο και απόλυτα ευρηματικό είναι το φως, που ξεπηδά, χαρισματικά, μες από τα σύννεφα και τις κατσιφάρες του εμπνευσμένου δημιουργού. Φως που ορίζει και ορίζεται συνάμα από τη φύση και τη μεταφυσική» γράφει η σπουδαία ιστορικός Τέχνης και τεχνοκριτικός Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν. Ο
Λουδοβίκος (στην πρώτη μας συνάντηση της ίδιας μέρας) πυκνώνει τη διαδρομή του και σχολιάζει και το σήμερα. Το μόνον βέβαιο: ο άνθρωπος αυτός μπορεί να σου ομορφύνει τη μέρα ακόμη κι αν βρέχει ή επικρατεί γύρω ο γνωστός πανικός της πόλης.
Να ξεκινήσουμε λίγο απ’ τη ζωγραφική με την οποία επίσης ασχολείστε, αλλά ίσως δεν είναι τόσο γνωστή η διαδρομή σας. Πάντα ζωγραφίζατε, ή έρχεται μετά τη μουσική;
Οταν γνωρίζομαι με τον Μάνο Χατζιδάκι το 1979 ήδη είμαι ακροατής στην ΑΣΚΤ στο εργαστήρι του Κοκκινίδη. Η Μαρίνα Πλάκα, φίλη μου, μου άνοιξε αυτόν τον δρόμο, ήδη ήμουν στο πτυχίο της Ανωτάτης Εμπορικής, ζωγράφιζα γιατί με τράβηξε απ’ την αρχή. Μια φορά θύμωσα με τον πατέρα μου – μικρός, 8 – 9 ετών – και σε ένα χάρτινο πιάτο ζωγράφισα τον εαυτό μου. Από τότε απέκτησα μια κάποια αυτοπεποίθηση. Ο Χατζιδάκις ήδη βέβαια από το ’79 με παρότρυνε για τη μουσική, μετά κάναμε τον πρώτο δίσκο, τα «Μοιρολόγια». Η βοηθός του Κοκκινίδη όμως στην ΑΣΚΤ μου είχε πει πως στο δίλημμα «μουσική ή ζωγραφική» να διαλέξω σε εκείνη την εποχή τη μουσική λόγω Χατζιδάκι. Και θυμάμαι τη φράση της: Η ζωγραφική θα σε περιμένει. Και είχε δίκιο. Και αποτραβήχτηκα, πήρα την κατεύθυνση Χατζιδάκι, αλλά πάντα ζωγράφιζα. Μάζευα λεφτά για να πάω να δω έργα στο εξωτερικό σε μουσεία. Ρέμπραντ, Βαν Γκογκ κ.τ.λ., τους έχω αγαπήσει.
Νόμιζα πως είστε πιο ελληνοκεντρικός.
Οχι. Αντιπαθούσα ένα πράγμα. Να μοιάζεις με κάτι άλλο. Το σημαντικότερο στον άνθρωπο είναι να βρει τον προσωπικό του βηματισμό σε οτιδήποτε κι αν κάνει. Μπορεί στραβό, μα δικό σου. Τώρα ετοιμάζω έκθεση για τον Ιανουάριο στην γκαλερί Genesis στο Κολωνάκι. Μια σπουδαία κριτικός, η Ρογκάν, είδε έργα μου και με παρότρυνε. Ηλθε η υπεύθυνη στο εργαστήριό μου στα Ανώγεια και διαλέξαμε έργα.
Αρα δουλεύετε στα Ανώγεια.
Βέβαια. Γράψανε για μένα και ο Τσόκλης και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Εμπιστεύομαι το κοίταγμά τους και εκτίθεμαι ζωγραφικά με ασπρόμαυρο στυλ. Η έκθεση θα έχει τοπία της Κρήτης. Οταν ήμουν παιδί, ο θείος μου είχε έναν σκύλο, τον Ρήγα. Προς τιμήν του σκύλου ζωγραφίζω με το βλέμμα του σκύλου, που δεν βλέπει με χρώματα, όπως λέει η επιστήμη. Εχω κάνει μικρότερες εκθέσεις παλιότερα, όπως στο Black Duck, τώρα είναι πιο απαιτητικό.
Εχει σχέση η μουσική με τη ζωγραφική;
Οπως τραγουδάς και παίζεις έτσι ζωγραφίζεις, μου έλεγε ο Κοκκινίδης. Η μουσική είναι η ζωγραφική των αφτιών. Η ζωγραφική είναι η μουσική των ματιών.
Αυτή είναι η μία σας διάσταση. Στη μουσική τώρα εμφανίζεστε στο Χαμάμ στα Ανω Πετράλωνα (άλλη μία εμφάνιση την προσεχή Παρασκευή). Εδώ τι κάνετε;
Μια σύνοψη της διαδρομής μου. Με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, που είναι εξαιρετική ερμηνεύτρια. Μαζί μου ξεκίνησε, τραγουδά στη Γιορτή των Ανέμων (2003). Θα πω και καινούργια που έχω γράψει. Γράφω για μια Μαρία που είχε σχέση ο Νίκος Καββαδίας.
Σας αρέσει ο Καββαδίας;
Πολύ. Αυτό το βουρκωμένο αλμυρό βλέμμα. Θα πω μόνον τους στίχους στις εμφανίσεις στο Χαμάμ. Θα τους αφηγηθώ.
Αυτό που κάνετε… Είστε αφηγητής ιστοριών. Αλλες φορές ντύνετε τις ιστορίες αυτές με μουσικές σας, άλλες φορές είναι από μόνες τους μουσικές.
Ετσι. Είναι σωστό αυτό. Απλά πράγματα κάνουμε. Απλό σχήμα. Η Μαριάννα, φωνή. Μια κιθάρα (Αντώνης Μυτακίδης), μια φυσαρμόνικα (ο Ναξιώτης απ’ την Απείρανθο Μανώλης Μπαρδάνης).
Εδώ, στην Αθήνα αλλά και γενικά, νιώθω πως έχει κυριαρχήσει ένα νεοκρητικό. Εσείς, από την άλλη, μέσα στα χρόνια ακολουθείτε έναν δικό σας δρόμο.
Το θεωρώ ως είδος πως εκβιάζει τα συναισθήματα του ακροατή. Και όχι πάντα τα ωραιότερα. Η πραγματική Κρήτη δεν έχει ευκολίες. Υπάρχουν νέα παιδιά. Καλλέργηδες, ο Ψαρογιώργης κ.ά. Το μουσικό μέλλον της Κρήτης, Δημήτρη, είναι το παρελθόν της. Θα πρέπει οι νέοι να ακούσουν πολύ τη βαθιά Κρήτη.
Επηρεαστήκατε από τους παλιούς;
Πάτησα πάνω στην ανάμνηση. Εμαθα να παίζω μαντολίνο όπως έπαιζαν οι παλιότεροι.
Οπως;
Τον περίφημο Στραβό: τον τυφλό λυράρη και μέγιστο Μανώλη Πασπαράκη από τα Ανώγεια. Ολοι πήραν από αυτόν. Τους είχα πάρει μια μαρτυρία. Μου ‘λεγε: «Πώς κούρδιζα τη λύρα; Ακουγα έναν να παίζει και από κει κούρδιζα». Σκέψου τι βύθισμα στην τέχνη. Ηταν πολύ σοβαρός. Στα Ανώγεια έκανε όλους τους γάμους. Προσδιόρισε την αισθητική στα Ανώγεια. Που είναι κορυφαίο – ή εκ των κορυφαίων – χωριό στη μουσική. Η μαντινάδα που βγαίνει σε εμάς έχει το απόλυτο ύψος. Θα με πουν τοπικιστή (γελάει). Υπάρχει ο Αριστείδης ο Χαιρέτης, ο Γιαλαύτης. Ακου: «Τι είναι η αγάπη τελικά; / τη σκέψη μου κουράζω / Εσύ να πίνεις το νερό / και γω να ξεδιψάζω». Οι αφηγητές του χωριού μας είναι μοναδικοί. Χωρίς επεξηγήσεις. Η μάνα μου τρομερή ήταν. Πέθανε στα 98 της. Πήρα μέσα της από κείνη. Και το χιούμορ έχει θέση και ύψος στις αφηγήσεις και μαντινάδες. Και νεότεροι. Σπάνια πάνε σε συναυλίες οι Ανωγειανοί, από μόνοι τους δημιουργούν μια κατάσταση, στα καφενεία και αλλού.
Πώς μπορείτε και δημιουργείτε συνέχεια;
Οταν σταματήσει να σε έλκει η ομορφιά και να σε διδάσκει η ασχήμια, έχεις τελειώσει.
Μήπως όμως αυτό είναι μια πολυτελή οπτική ενός δημιουργού που ζει σε μια πανέμορφη ύπαιθρο όπως εσείς;
Σύμφωνοι. Η ομορφιά μάς τη φυλάει από παντού. Γυρνάς και βλέπεις αυτό το σπάνιο ανθρώπινο δημιούργημα (καθόμαστε στο καφέ του Μουσείου της Ακρόπολης), κάποιο σημείο θα σε σταματήσει περισσότερο στο βλέμμα σου. Αυτό θέλει κάτι να σου διηγηθεί. Η ομορφιά σε χρεώνει με την ανακάλυψή της αλλά σε ξεχρεώνει αν τη διηγηθείς.
Κι αν δεν έχω τη δυνατότητα της διήγησης;
Δεν θέλει πολλά. Κι ένας μορφασμός το κάνει. Δεν θέλει πολλά λόγια. Τώρα, η ασχήμια, με την ίδια δύναμη οφείλει να σε διδάξει. Αν σταματήσει, γίνεται αυτό που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, πως έχεις αρχίσει να της μοιάζεις. Επομένως, αν είσαι διαρκώς έτοιμος να διηγηθείς την ομορφιά και να διδαχθείς από την ασχήμια, είσαι πάντα στη δημιουργία, στην παραγωγή, στην έκπληξη. Ανθρωποι τελειώνουν στα σαράντα λόγω αυτού. Ο Μίνωας, στην Κρήτη, ο πρώτος νόμος του ήταν (αυτό μου το ‘χει πει ο Βαγγέλης ο Παπαθανασίου): Να είσαι όμορφος. Τι θα πει αυτό; Οφείλεις να είσαι. Και μια φράση του Βαγγέλη: Ο άνθρωπος διδάσκει το περιττό και η φύση το απαραίτητο. Αλλά και ο Χατζιδάκις που με καθόρισε, υπερασπιζόταν την αισθητική με πάθος.
Μήπως όμως υπάρχει κίνδυνος να ιδεολογικοποιήσουμε την αισθητική;
Υπάρχει, αλλά αυτός που βλέπει δεν θα πάει εκεί. Η αισθητική είναι και μια ηθική. Δεν μπορείς να μην τη λάβεις υπόψη σου στο περπάτημα, στον λόγο, στη συμπεριφορά. Αυτό είναι ένα δίδαγμα. Ενας κανόνας. Ο αδιάφορος που ρωτάς πώς θα πας κάπου. Απαντά στεγνά. Και ρωτάς έναν σε χωριό και σου διηγείται όμορφα την ίδια οδηγία. Ετσι ήταν ο Χατζιδάκις.
Τι ήταν;
Ο Χατζιδάκις είχε έναν κρυφό εαυτό. Ξέρεις πόσους ανθρώπους με ανέχεια έζησε; Ανθρωπος ουσίας ήταν. Αφησε ένα έργο με κομψότητα και αισθητική, έκανε αυτό που ήθελε αυτός.
Πάτησε στην παράδοση ή ήταν εντελώς πρωτοποριακός;
Μας έμαθε κατ’ αρχάς πως ελληνική μουσική, ένα μέρος της μεγάλο, είναι το Ρεμπέτικο. Τα ‘βαλε μέσα όλα αυτά. Και το πήγε αλλού. Τον καιρό που έκανε μουσική για τον Φίνο, για τις ταινίες, μπορεί να μην τα αναγνώριζε πολύ αυτά τα τραγούδια, αλλά ήταν υπέροχα. Το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» (γραμμένο για θέατρο) είναι απλό και ταυτόχρονα αριστουργηματικό, έπαιξε ρόλο και ο Γκάτσος βέβαια. Αυτός είχε ένα φαρδύ βλέμμα. Τα έβλεπε όλα. Εκατσα μαζί τους μερικές φορές στο GB. Με είχαν δεχθεί. Ημουν παιδί από την Κρήτη, είχα ευχέρεια στον λόγο, δεν είχα ακριβώς συναίσθηση του μεγέθους τους. Με τον Γκάτσο κάναμε μια φορά κουβέντα για τα ριζίτικα. Του είπα πως το ριζίτικο έχει την οικονομία του λόγου και σε χρεώνει εσένα που το ακούς το μισό από αυτό. Του άρεσε πολύ.
Η πρώτη σας εικόνα απ’ τον Μάνο Χατζιδάκι;
Κάθεται στην πλατεία του χωριού μου, με τον δήμαρχο, εγώ περνώ και δεν τον γνώρισα. Εγώ τότε 26 ετών. Τρώει γαλακτομπούρεκο στην πλατεία, το ‘χω πει πολλές φορές. Μου γράφει το τηλέφωνό του σε ένα χαρτί και τον ρωτάω τότε γιατί το γράφει με γιώτα. «Γιατί με παχαίνει το ήτα» μου απαντά. Κάποια στιγμή του δίνω ένα τραγούδι μοιρολόι. Με τραβούσε πολύ το θρηνητικό συναίσθημα. Κάπου-κάπου υπάρχουν και σήμερα. Το μοιρολόι στην Κρήτη είναι λυρικό. Είναι ένας έπαινος για αυτόν που φεύγει. Και αφήνει εκτός τον λόγο που πέθανε. Ετσι πάντως αρχίσαμε με τον Μάνο. Μου είπε να κάνω δίσκο. Και κάποια στιγμή μου λέει, να κάνω τα δικά μου τραγούδια. Συνδεθήκαμε πολύ. Ερχόταν στο χωριό, του μαγείρευε η μάνα μου. Αλλους τρεις δίσκους έκανα στον Σείριο. Ο Μίκης από την άλλη ήταν όγκος, εξωστρέφεια. Εγώ ήμουν άλλης σχολής. Των κρυμμένων.
Πόσους δίσκους έχετε κάνει;
Δεκαεπτά.
Στην Αθήνα ήλθατε ποτέ μόνιμα;
Βέβαια, χρόνια, τώρα είμαι μόνιμα στα Ανώγεια, όπως σου είπα.
Η πανδημία σάς επηρέασε;
Εγραψα και αξιοποίησα πολύ τον χρόνο. Είναι βέβαια δοκιμασία όλο αυτό. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Πως βλέπεις κάποιον με μάσκα και δεν σου κάνει εντύπωση, εντάχθηκε στο πρόσωπο. Η μάσκα βέβαια το εντείνει το βλέμμα. Γιατί ακυρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Δες τι ένταση αποκτά το βλέμμα. Μπορείς να πεις τα πάντα με αυτό.
Επιλεκτικά εμφανίζεστε έτσι;
Ναι. Η πανδημία αυτή προκάλεσε πανικό σε μαγαζάτορες. Εγώ δεν μπορώ να παίζω και να τρώνε από κάτω. Να μασάει την πατάτα και να με ακούει. Μια ωραία λέξη να τη βάλεις ανάμεσα στα δόντια και την πατάτα δεν πάει…
Το πιο ιδιαίτερο μέρος;
Στο Αγιον Ορος. Αλλη φορά στον Αχέροντα, στο Νεκρομαντείο. Πέρασαν όλοι οι νεκροί μου απ’ τα μάτια μου. Ενιωσα έτσι. Και συναυλίες ξημερώματα, που ξεκινούν στις 04.00! 1.508 εισιτήρια στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους. Φοβερή εμπειρία. Σε ψυχιατρεία. Με κάλεσε ένας γιατρός στο Δρομοκαΐτειο να παίξω σε μια ομάδα γυναικών. Πήγα φυσικά. Εκεί ήταν καμία δεκαριά γυναίκες σαν βουνά. Από τα φάρμακα. Μου λέει μην κοιτάς τα μάτια τους. Αρχίζω να παίζω και μια γυναίκα αρχίζει να τραγουδά ξαφνικά. Της λέει αυτός: «Μπράβο, Ερασμία». Τελειώνω. Μου λέει ο γιατρός: «αυτή η γυναίκα είχε 26 χρόνια να μιλήσει. Και την έσκαψε το μαντολίνο σου».
Η μουσική είναι γλώσσα;
Δεν ξέρουμε από πού έρχεται.
Τι κάνει τον άνθρωπο να τραγουδήσει για πρώτη φορά;
Το πρώτο τραγούδι ήταν πιστεύω ο θρήνος. Μια πέτρα που χτυπάει στο πόδι τον άνθρωπο, του προκαλεί μια κραυγή. Αυτό είναι μουσική.
Σήμερα έχουμε απομακρυνθεί από αυτό;
Εχουμε εξοικειωθεί με τον θάνατο. Οταν έχεις ένα μαγνητοφωνάκι και γράφεις, σε βοηθά αλλά και σε περιορίζει όλο αυτό. Εμείς παλιά δεν ξέραμε νότες. Είχα επινοήσει έναν κώδικα για να γράφω.
Η χώρα σήμερα, ή δεν ξέρω γενικά ο κόσμος, αυτό που λέμε παγκοσμιοποίηση και το κατηγορούμε, μιλάμε αυτή τη στιγμή με Αμερική. Αρα η νοσταλγία πάει. Η πατρίδα έφυγε. Νοσταλγούμε βέβαια, αυτά τα συναισθήματα είναι εκεί. Θα νοσταλγήσεις τον νεκρό σου. Αν δεν νοσταλγείς, δεν έχεις αγαπήσει. Είναι ο πόνος της επιστροφής.
Κάτι τελευταίο: τον χρόνο σας πώς τον διαχειρίζεστε;
Ζω τον χρόνο στην Κρήτη απλωμένο. Λέω πάντα, λέει ο χρόνος στον ρολογά: Με αυτά τα ρολόγια μετράς το ίδιο μια ώρα στενοχώριας με μια ώρα ύπνου; Οι βοσκοί της Κρήτης λένε: Πόσο αργούνε οι στιγμές όταν κανείς προσμένει/κι η κάθε μια γλυκιά στιγμή πόσο γοργά διαβαίνει. Μια μηχανή που φτιάχνει παρελθόν είναι ο χρόνος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις