Τεχνικές υποκριτικής
Αν θυμηθείτε την εποχή που μπήκε και το σινεμά, και ιδίως η τηλεόραση, στο ελληνικό σπίτι, σημαντικοί και μεγάλοι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη θεατρική τους τεχνική και παίζανε τηλεόραση με πόζα και ποιητική εκφραστική
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Έτσι θα γίνουν οι εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ – Το αντίτιμο και οι ώρες διεξαγωγής
- Πολάκης: Η άσχημη εικόνα των δημοσκοπήσεων θα αλλάξει μετά τις εσωκομματικές εκλογές
Με το θέατρο, λόγω ιού, σε υποχρεωτική αργία και με την καταναγκαστική ομηρεία μας στο ασφαλές οχυρό του σπιτιού και του γραφείου με οδήγησε στη συχνότερη και συστηματικότερη παρακολούθηση των τηλεοπτικών προγραμμάτων, εκτός των ειδήσεων, και των τηλεοπτικών σειρών. Δεν είμαι από τους ανθρώπους της τέχνης που απαξιώνουν τα τηλεοπτικά πολιτιστικά προϊόντα. Πιστεύω πως η τηλεόραση είναι ένα άλλο, με τις αξίες και τους κανόνες του, μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Πριν από σαράντα χρόνια μάλιστα, σε αυτές εδώ τις φιλόξενες στήλες, είχα αναλύσει σε ένα δοκίμιο τις ιδιαιτερότητες, σε μεθόδους και αισθητική, του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Οταν βρέθηκα σε θέσεις διευθυντικές σε ιδιωτικές δραματικές σχολές και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου συμπεριέλαβα στο διδακτικό προσωπικό και σημαντικούς σκηνοθέτες του σινεμά και της τηλεόρασης, γιατί είχα την αυτονόητη εντύπωση ότι οι απόφοιτοι μιας δραματικής σχολής εν πρώτοις θα αναζητούσαν μεροκάματο σε τηλεοπτικές σειρές ή θα χρειάζονταν να συμπληρώσουν τα έσοδά τους από την τηλεόραση, αφού οι θεατρικές παραστάσεις, και μάλιστα σε νεανικούς θιάσους, έχουν μικρό διάστημα και περιορισμένα έσοδα. Ετσι, όταν διηύθυνα τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πριν από οκτώ περίπου χρόνια, φώναξα τον αείμνηστο Λευτέρη Ξανθόπουλο, έξοχο σκηνοθέτη του σινεμά και θαυμάσιο ποιητή, να διδάξει τηλεοπτική υποκριτική συμπεριφορά. Παλιότερα διδασκόταν η ιστορία του σινεμά. Καλή βέβαια σπουδή, αλλά οι απόφοιτοι μιας δραματικής σχολής που ασκούνται σωστά, χωρίς αμφιβολία, στην αρχαία τραγωδία, τον Σαίξπηρ, τον Ξενόπουλο και τον Πιραντέλο, τον Ιψεν, τον Τσέχωφ και τον Μπέκετ, όταν βρεθούν σε τηλεοπτικό συνεργείο, θα πρέπει να υπακούσουν σε τελείως διαφορετικές αισθητικές και τεχνικές συνθήκες.
Αν θυμηθείτε την εποχή που μπήκε και το σινεμά, και ιδίως η τηλεόραση, στο ελληνικό σπίτι, σημαντικοί και μεγάλοι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη θεατρική τους τεχνική και παίζανε τηλεόραση με πόζα και ποιητική εκφραστική. Ο αείμνηστος Μάνος Κατράκης, κυρίως μετά την εξορία, έπαιξε σε δεκάδες ταινίες της σειράς και ήταν μια υποκριτική παραδοξότητας. Ομολογώ, διότι τα συζητούσαμε συχνά, αφού μας συνέδεε βαθιά φιλία, πως μόνο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κατόρθωσε να τον αξιοποιήσει κινηματογραφικά και στο φιλμ του αρρώστησε, εκτεθειμένος σε βάναυσες καιρικές συνθήκες. Ακόμη και στο σινεμά μεγάλοι ξένοι πρωταγωνιστές του θεάτρου δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Οταν ο Ορσον Ουέλς εισήγαγε το αμέρικαν πλαν, δηλαδή την ανθρώπινη φιγούρα από τη μέση και πάνω για να σπάσει το γκρο πλαν, δημιούργησε επανάσταση και νέες αισθητικές.
Η τηλεόραση, όμως, κυριαρχείται από το γκρο πλαν. Η υποκριτική δυνατότητα και δεινότητα του προσώπου στο γκρο πλαν σε σενάρια που κατά κανόνα αναφέρονται σε τρέχοντα γεγονότα και καθημερινές σχέσεις δεν επιτρέπει ούτε έντονο μακιγιάζ. Κι όταν το απαιτεί το σενάριο, ο ήρωας να έχει έντονα χαρακτηριστικά ή πληγές ή αναπηρίες, η διαμόρφωση του προσώπου έχει αποδείξει ότι κάνει θαύματα, παρουσιάζοντας «φυσικές» καταστάσεις.
Μια πληγή στο πρόσωπο γίνεται τελείως διαφορετικά στον ρόλο μιας θεατρικής παράστασης από τη «φυσική» έκφρασή της σε ένα κοντινό τηλεοπτικό πλάνο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα στοιχεία που διαφοροποιούν τις δύο ξέχωρες καλλιτεχνικές τεχνικές. Η τηλεοπτική αισθητική απαιτεί απόλυτη φυσικότητα. Καμιά δεξιοτεχνία που απαιτεί η θεατρική συμπεριφορά δεν αντέχει στη μικρή οθόνη με τα συνεχή γκρο πλαν. Αλλιώς εκφράζεται το πρόσωπο, και κυρίως τα μάτια, όταν το θεατρικό κείμενο απαιτεί έκπληξη και αλλιώς, όταν θα έπρεπε να εκφραστεί η έκπληξη σε κοντινά πλάνα στην τηλεόραση. Υπάρχει, θα έλεγα, ένας τηλεοπτικός μινιμαλισμός.
Οι συνθήκες εγκλεισμού και αποχής από τη θεατρική απόλαυση, λόγω της πανδημίας, με οδήγησαν να δω μερικές σειρές στην τηλεόραση. Η επιλογή είναι ανάλογη με τη διαθεσιμότητα του χρόνου μου και δεν είναι αξιολογική. Θα αναφερθώ στη σειρά «Αγγελική» (περσινή), στη σειρά που συνεχίζεται και φέτος, για τρίτη χρονιά, τις «Αγριες Μέλισσες» και στη νέα σειρά «Μόλις χθες».
Η εργασιακή συγκυρία έφερε πολλούς ηθοποιούς που ευδοκιμούν σε απαιτητικές θεατρικές παραγωγές στην τηλεόραση. Και είναι αισθητική χαρά να παρακολουθείς ηθοποιούς νέους, αλλά με καλλιτεχνικό παρελθόν θεατρικό, να βρίσκουν γρήγορα και αποκαλυπτικά τα «χούγια» της μηχανής λήψεως. Και ομολογώ πως έχω εκπλαγεί, όταν διαπιστώνεται πόσοι νέοι ηθοποιοί σε παραγωγές, όπως οι «Μέλισσες», που είναι πολυπρόσωπες, κατορθώνουν να δημιουργήσουν μια ακαριαία πειθώ, μια φυσικότητα που φτάνει συχνά, χάρη στην ιδιοφυία του σκηνοθέτη, να φαίνεται ως ντοκιμαντερίστικη φυσικότητα. Οταν βλέπεις νέους και νέες που πριν από δυο – τρία χρόνια, ως μαθητές της δραματικής σχολής, ασκήθηκαν στον Σαίξπηρ, τον Ιψεν, τον Πιραντέλο, τον Αλμπι, τον Ο’ Νιλ να υποδύονται με εκπλήσσουσα, σχεδόν αφοπλιστική, απλότητα, ήθη και συμπεριφορές του Μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου. Μόνο όσοι γνωρίζουν το θέατρο και το σινεμά και την τηλεόραση από μέσα γνωρίζουν πόσο δημιουργικός είναι ακόμη και ο τρόπος, με τον οποίο φοριέται ένα κοστούμι εποχής, όχι μόνο η αρχαία χλαμύδα, η σαιξπηρική πανοπλία ή το ιψενικό προτεσταντικό άμφιο, αλλά μια λαϊκή τραγιάσκα, ένα μίνι της δεκαετίας του ’60 και μια στολή χωροφύλακα της ελληνικής επαρχίας. Εξάλλου το κοστούμι προέρχεται από την ξένη λέξη για το ήθος.
- Και για να κλείσω με κάτι εξόχως ενδιαφέρον για την περιπέτεια των λέξεων. Η λέξη «τραγιάσκα» σημαίνει «ζήτω» στα ρουμάνικα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ρουμάνοι φοιτητές, φορώντας τέτοιο κάλυμμα της κεφαλής, επισκέφτηκαν την Αθήνα και τον Παρθενώνα. Περνώντας με άμαξα από τους δρόμους της Αθήνας, έβγαζαν το κάλυμμα της κεφαλής και χαιρετούσαν τους Αθηναίους που τους χειροκροτούσαν, φωνάζοντας «Ζήτω – τραγιάσκα».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις