Η πρώτη ενεργειακή κρίση του 21ου αιώνα και της «πράσινης εποχής»
Τεράστιες αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ελλείψεις στην Κίνα και την Ινδία. «Μαύρα Χριστούγεννα» στη Βρετανία και μπλακ άουτ στον Λίβανο. Η ενεργειακή αγορά κλονίζεται – και μαζί ο τρόπος ζωής μας.
Εξαιρετικά επίκαιρο και πολλαπλά χρήσιμο είναι το αφιέρωμα που περιλαμβάνεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού The Economist, με γενικό τίτλο «Το ενεργειακό σοκ». Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα δε είναι η εκτίμηση που κάνει το στέλεχος της Citigroup, Έντουαρντ Μορς, ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα αποτελεί «το πρώτο μεγάλο ενεργειακό σοκ της πράσινης εποχής».
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η παραπάνω εκτίμηση δεν βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Για του λόγου το αληθές, η τιμή για το «καλάθι» γαιάνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου, δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα από τα οποία παράγεται σήμερα πάνω από το 60% του ηλεκτρισμού που έχει ανάγκη ο πλανήτης, έχει σχεδόν διπλασιαστεί από τον Μάιο μέχρι σήμερα.
Η Ευρώπη και οι άλλοι
Ειδικά στην Ευρώπη, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 600% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2020, ενώ και ο γαιάνθρακας είναι κατά 265% ακριβότερος. Έτσι, καθώς και το πετρέλαιο έχει πάρει την ανιούσα και – σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν – είναι πιθανό να πιάσει σύντομα τα 100 δολάρια το βαρέλι, το «καλάθι» θα κοστίζει σύντομα ακόμη περισσότερο.
Δεν είναι, βεβαίως, μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα 27 κράτη-μέλη της αυτή που υφίστανται τις συνέπειες. Η Βρετανία, την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προετοιμάζει τους πολίτες για Χριστούγεννα με μεγάλες ελλείψεις, καθώς αρκετές μονάδες παραγωγής ενέργειας υπολειτουργούν, εξαιτίας έλλειψης σε πρώτες ύλες.
Έλλειμμα αντιμετωπίζουν, επίσης, η Κίνα και η Ινδία – με την πρώτη, μάλιστα, να αυξάνει δραματικά τη χρήση γαιάνθρακα, αδιαφορώντας για την κλιματική κρίση. Όσο για τον Λίβανο (στη θέση του οποίου βρίσκονται και άλλες αναπτυσσόμενες ή φτωχές χώρες), βίωσε επί 24 ώρες τη φρίκη του ολικού μπλακ άουτ την περασμένη εβδομάδα.
Η κρίση θα διαρκέσει
Οι ειδικοί, μάλιστα, προειδοποιούν ότι η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στη διάρκεια του χειμώνα και ελπίζουν – χωρίς, όμως, να διαβεβαιώνουν – ότι η αποκλιμάκωση θα ξεκινήσει κάποια στιγμή την άνοιξη του 2022. Μέχρι τότε, βεβαίως, το ερώτημα είναι… ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά.
Το σίγουρο είναι πως οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια νέα κρίση, προτού καλά-καλά τελειώσει η προηγούμενη. Για την ακρίβεια, μοιάζει να συμβαίνει το εξής παράδοξο: Οι πρώτες ενδείξεις για το τέλος της κρίσης της πανδημίας οδήγησαν στην εκδήλωση της νέας, η οποία έχει πολλές διαστάσεις, από τις εφοδιαστικές αλυσίδες και το έλλειμμα εργατικών χεριών μέχρι τις τιμές της ενέργειας.
Όσο για το κλειδί που θα οδηγήσει στην αντιμετώπισή της, αυτή τη φορά δεν βρίσκεται στα χέρια γιατρών και φαρμακευτικών εταιρειών, αλλά σε εκείνα των οικονομολόγων. Αυτών οι οποίοι καλούνται να παρουσιάσουν σε όσους λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις όλες τις εναλλακτικές που υπάρχουν.
Το 2021 και οι πετρελαϊκές κρίσεις του ’70
Πρωθύστερα, όμως, θα πρέπει να έχουν απαντήσει σε ένα καίριο ερώτημα: Σε ποιο βαθμό η κρίση αυτή έχει ομοιότητες και αναλογίες με την πρώτη και τη δεύτερη ενεργειακή κρίση του 20ου αιώνα, που σημειώθηκαν στις αρχές και το τέλος της δεκαετίας του 1970 – το 1973 με τοπ εμπάργκο του OPEC στις ΗΠΑ και τη Δύση και το 1979 με την Ιρανική Επανάσταση και την ανατροπή του Σάχη.
Ταυτόχρονα δε, οφείλουν να εκτιμήσουν εάν οι συνέπειές της θα είναι παρόμοιες με εκείνες που βίωσε η παγκόσμια οικονομία και η ανθρωπότητα πριν από μισό περίπου αιώνα. Εάν, δηλαδή, απειλούνται με ένα νέο γύρο στασιμοπληθωρισμού και δομικής ύφεσης, που με τη σειρά τους θα πυροδοτήσουν μεγάλες αναταράξεις, συγκρούσεις και ανατροπές.
Ας σημειώσουμε, καταρχήν, από τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη σημερινή και τις τότε κρίσεις. Από αυτές τις διαφορές, άλλωστε, θα βγουν πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα και για τις ομοιότητες.
Ακριβή μου ενέργεια
Η πρώτη είναι ότι τότε ο κόσμος τότε δεν απασχολούνταν ουσιαστικά με το κόστος της ενέργειας, κυρίως δηλαδή του πετρελαίου, το οποίο ήταν πάμφθηνο. Με την πρώτη κρίση, όμως – η οποία χρεώθηκε στους Αμερικανούς, τόσο επειδή εγκατέλειψαν τον «κανόνα του χρυσού» όσο και διότι στήριξαν το Ισραήλ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ – όλα άλλαξαν.
Όπως φαίνεται και στο σχετικό γράφημα, το εμπάργκο είχε ως αποτέλεσμα να τετραπλασιαστεί η τιμή του πετρελαίου, φτάνοντας στα 35 δολάρια το βαρέλι. Μετά δε και τις μεγάλες ανατροπές στο Ιράν, που την οδήγησαν πάνω από τα 120 δολάρια, το πετρέλαιο έπαψε οριστικά να είναι το φτηνό καύσιμο που «έθρεφε» τις μηχανές της ανάπτυξης.
Σήμερα, αντιθέτως, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο. Εδώ και δεκαετίες – από τότε ουσιαστικά – νοικοκυριά και επιχειρήσεις διαθέτουν ένα σημαντικό μέρος των προϋπολογισμών τους για την ενέργεια, το κόστος της οποίας είναι ενσωματωμένο και στα κάθε λογής προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η νέα έκρηξη των τιμών, των τιμολογίων και της ακρίβειας ήταν αναμενόμενη και δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις ή ακόμη και σοκ, που θα συμπαρασύρει όλους τους υπάρχοντες σχεδιασμούς. Εξάλλου, όπως και τότε, η σημερινή κρίση έχει αποκτήσει διεθνή εμβέλεια, ακολουθώντας τους κανόνες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
«Χωρίς ταχείες μεταρρυθμίσεις, θα προκληθούν περισσότερες ενεργειακές κρίσεις και, πιθανώς, μια λαϊκή εξέγερση κατά των κλιματικών πολιτικών», προειδοποιεί ο Economist στο αφιέρωμά του, βλέποντας τα πρώτα σημάδια, που κάνουν ορισμένους να μιλούν για ένα διεθνές κίνημα «Κίτρινων Γιλέκων».
Εθνικισμός, τότε και τώρα
Μια δεύτερη σημαντική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι τότε κρίσεις προκλήθηκαν, ουσιαστικά, από το ρεύμα του αραβικού εθνικισμού και τη δράση ισχυρών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον αραβικό και γενικότερα τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ήταν η εποχή, με άλλα λόγια, που κυριαρχούσαν ο Ψυχρός Πόλεμος με την ΕΣΣΔ, τα πορτρέτα και οι ιδέες του Νάσερ και του Μπάαθ και η υπόθεση της απελευθέρωσης των Παλαιστινίων «πυρπολούσε» τις καρδιές εκατομμυρίων. Ταυτόχρονα, οι Σαουδάραβες σεΐχηδες συνειδητοποιούσαν την τεράστια ισχύ που τους έδιναν τα αχανή πετρελαϊκά αποθέματα και αποφάσιζαν να διεκδικήσουν μερίδιο από την πίτα, την οποία η Δύση ήθελε ολόκληρη για τον εαυτό της.
Σήμερα, προφανώς, οι συνθήκες και το περιβάλλον είναι εντελώς διαφορετικά, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς. Κι αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως ο εθνικισμός δεν έχει σχέση με την κρίση. Το μπρα-ντε-φερ με τη Ρωσία με επίκεντρο τον Nord Stream 2, η πεισματική άρνηση του OPEC να αυξήσει την παραγωγή προκειμένου να χαλαρώσουν οι πιέσεις και να υποχωρήσουν οι τιμές, η διαρκής κρίση στις σχέσεις της Δύσης με το Ιράν και πολλά ακόμη αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
SOS για το κλίμα
Μια τρίτη και πολύ σημαντική διαφορά έχει να κάνει με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης. Πρακτικά, τη δεκαετία του ’70 η κλιματική κρίση και το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν όροι πρακτικά ανύπαρκτοι, κάτι που σήμαινε πως το μόνο ζήτημα που έμπαινε στο τραπέζι ήταν το ποιος και με ποιους όρους θα εκμεταλλευόταν τους – άφθονους εκείνη την εποχή – υδρογονάνθρακες.
Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι «ανανεώσιμες πηγές» δεν αποτελούν πλέον μια έννοια για λίγους και μυημένους, ενώ οι εκθέσεις των ειδικών – όπως η πρόσφατη της IPCC – αποδεικνύουν ότι ο πλανήτης και η ανθρωπότητα βρίσκονται πολύ κοντά στο σημείο χωρίς επιστροφή.
Πρακτικά, η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου αποτελεί σήμερα κυριολεκτικά ζήτημα ζωής ή θανάτου, ενώ η τεράστια καθυστέρηση που έχει υπάρξει δημιουργεί την ανάγκη οι δράσεις να είναι ταχύτατες και συντονισμένες. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η απεξάρτηση από τον άνθρακα και η μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη.
Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλές. Είναι πραγματικές, καθώς απαιτείται ένα διάστημα για τη μετάβαση και την προσαρμογή, σε όλα τα επίπεδα, στην οποία όλοι συμφωνούν ότι «κλειδί» αποτελεί το φυσικό αέριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται – ανάμεσα στα άλλα, και τον καθορισμό του εύρους των τιμών της ενέργειας και του ηλεκτρικού συνολικά.
Είναι όμως και πολιτικές, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις της Κίνας και άλλων χωρών (ανάμεσά τους και ευρωπαϊκών, για παράδειγμα της Πολωνίας), που δεν είναι διατεθειμένες να μην εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις δυνατότητες των ορυκτών καυσίμων, όπως έκαναν ΗΠΑ και ΕΕ, Καναδάς και Ιαπωνία, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Ή ακόμη και της Γαλλίας, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει το συγκριτικό πλεονέκτημα που της δίνει η ατομική ενέργεια.
Ενέργεια και νόμοι της αγοράς
Τέλος, υπάρχει ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας, που δεν είναι άλλος από την κυριαρχία των νόμων της αγοράς και στην ενέργεια. Η απορρύθμιση που έχει συντελεστεί μετά τη δεκαετία του ’90 και η αποδυνάμωση του κεντρικού σχεδιασμού και του κράτους έχει επιφέρει πολλές «ανωμαλίες», που γίνονται αισθητές κυρίως την κρίσιμη στιγμή.
«Ακριβώς όπως η Lehman Brothers βασιζόταν στον ημερήσιο δανεισμό, έτσι και ορισμένες ενεργειακές εταιρείες εγγυώνται στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τη συνέχιση της τροφοδοσίας τους με ποσότητες που αγοράζουν σε μια αφερέγγυα αγορά προθεσμιακών συμβολαίων», όπως εύστοχα σημειώνει ο ίδιος ο Economist.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η επιλογή της ΕΕ να επιλέξει την αγορά για να βρει προμηθευτές και συμφέροντες όρους έδωσε στον Πούτιν το επιχείρημα που χρειαζόταν, για να ρίξει στις Βρυξέλλες την ευθύνη (όχι άδικα, ως ένα βαθμό…) για την εν εξελίξει κρίση, τονίζοντας ότι προτίμησαν να μην υπογράψουν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που πρόσφερε η Gazprom.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη είναι και σήμερα, όπως και τη δεκαετία του ’70, από τους ευάλωτους απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Κι αυτό διότι – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ – δεν μπορεί να βασιστεί στις δικές της πηγές. Όπως και η Κίνα, κάτι που οξύνει περαιτέρω και τις γεωπολιτικές αντιθέσεις.
Το σημείο της μη επιστροφής
Ασφαλώς, είναι ακόμη νωρίς για να εκτιμήσουμε τη διάρκεια, την έκταση και τις επιπτώσεις αυτής της ενεργειακής κρίσης. Σίγουρα, όμως, έρχεται να προκαλέσει έναν ακόμη ισχυρό κλονισμό στον παλιό τρόπο ζωής, μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008-’09, το προσφυγικό, την πανδημία και την κλιματική κρίση.
Και να μας αναγκάσει να σκεφτούμε πως ό,τι και να πουν οι επιστήμονες, με όποια μορφή ενέργεια και αν τάσσεται ο καθένας, το βασικό είναι ότι ο πλανήτης δείχνει τα όριά του απέναντι στην ασύστολη εκμετάλλευσή του. Όσο θέλουμε παραπάνω τόσο δεν θα μπορεί να μας «εξυπηρετήσει».
Ο παλιός κόσμος καταρρέει πολύ γρήγορα. Ο νέος δεν ξέρουμε με τι θα μοιάζει. Και τώρα, όπως έχει πει ο Γκράμσι, είναι η εποχή των τεράτων…
Πηγή: ΟΤ