Ενώ η Τουρκία βιώνει μία ακόμη περίοδο σκληρής ακρίβειας και οικονομικής κρίσης, με τον πληθωρισμό να έχει εκτοξευτεί (επίσημα) στο 20% και την τουρκική λίρα να καταρρέει στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, στο 9,19 ως προς το δολάριο, η αποκαλούμενη «Erdoganomics» πολιτική του «σουλτάνου» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να βάζει την οικονομία της χώρας σε νέες περιπέτειες.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας απέλυσε μάλιστα την Πέμπτη τα μέλη της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, τοποθετώντας δύο νέα («δικά του»), καθώς εναντιώθηκαν στην ανορθόδοξη οικονομική του θεωρία βάσει της οποίας τα υψηλά επιτόκια… πυροδοτούν πληθωρισμό.

Οι τραπεζίτες

Ο αυτοαποκαλούμενος «εχθρός των επιτοκίων», που έχει διώξει εξάλλου ήδη τρεις κεντρικούς τραπεζίτες τα τελευταία δυόμισι χρόνια, επιμένει για χαλαρή νομισματική πολιτική, ακόμη και όταν η λίρα καταρρέει και ο πληθωρισμός καλπάζει, οδηγώντας και σε φυγή ξένων κεφαλαίων, καθώς φοβάται πως η νομισματική σύσφιξη θα επηρεάσει την ανάπτυξη με αντίκτυπο στη δημοφιλία του.

Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται πάντως από τις εξαγωγές, τον ισχυρό τουρισμό και τις μαζικές άμεσες ξένες επενδύσεις, που απαιτούν – και τα τρία – εμπιστοσύνη στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές της χώρας.

Αναλυτές εκτιμούσαν πως τα καθαρά αποθέματα σε ξένα νομίσματα είναι αρνητικά (-32,2 δισ. δολ.) και χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις των ιδιωτικών τραπεζών και των ιδιωτών, αφήνοντας την οικονομία ευάλωτη σε τυχόν μεταβολή του διεθνούς κλίματος στις αγορές, λόγω και των υψηλών αναγκών της χώρας για αναχρηματοδότηση μόνο μέσα στο επόμενο 12μηνο, 170 δισ. δολ. εξωτερικού χρέους.

Η 20ή μεγαλύτερη

Στο παραπάνω πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πορτρέτο τουρκικής οικονομίας όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του γραφείου εμπορικών και οικονομικών υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στην Αγκυρα, η οποία πάντως καταρρίπτει και κάποιους μύθους, καθώς ορισμένοι τομείς της βρίσκονται στις κορυφαίες της Ευρώπης και του κόσμου.

Σύμφωνα με την έκθεση λοιπόν, η τουρκική οικονομία είναι η 20ή μεγαλύτερη διεθνώς (13η με κριτήριο αγοραστικής δύναμης, στοιχεία ΔΝΤ για το 2020), 33η στην κατάταξη (WorldBank Doing Business 2020 Rank), 53η πιο ανταγωνιστική οικονομία παγκοσμίως (World Economic Forum 2018), ενώ η χώρα είναι μέλος του G20. Εχει χαρακτηρισθεί ως αναδυόμενη οικονομία από το ΔΝΤ και σε διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς συγκαταλέγεται στις προσφάτως βιομηχανοποιημένες χώρες.

Το 2001, έναν χρόνο μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2000, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας Kemal Derviş εξήγγειλε σειρά μέτρων για την εξυγίανση της οικονομίας, τα οποία μαζί με τις ευνοϊκές διεθνείς οικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε εντυπωσιακή άνοδο του ΑΕΠ (+5,6% σε μέσα επίπεδα ετησίως) τη δεκαπενταετία 2002-2016.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου (TUIK), το ΑΕΠ της χώρας παρουσίασε αύξηση 1,8% το 2020, ανερχόμενο σε $ 717,1 δισ. δολάρια ΗΠΑ (έναντι $984 δισ. στο υψηλό το 2014), ως αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης του ΑΕΠ τα δύο τελευταία τρίμηνα του προηγουμένου έτους, που ανέτρεψαν την ύφεση του α’ εξαμήνου λόγω της πανδημίας (μαζί με την Κίνα οι μοναδικές χώρες G20 με θετικό ρυθμό).

Η τουρκική οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη 6% το 2021 (+9% στα $792,6 δισ. προβλέπει η Εθνική Τράπεζα), απόρροια της ενίσχυσης της βιομηχανικής παραγωγής, της βελτίωσης των εξαγωγικών επιδόσεων και της προσδοκώμενης ανάκαμψης των τουριστικών εσόδων. Από τη διάρθρωση του ΑΕΠ της Τουρκίας το 2020, οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν 22,8%, η βιομηχανική παραγωγή 22,4% και ακολουθούν η μεταποίηση 18,8%, οι κατασκευές 6,2% και η γεωργία 6,6%.

Το εμπόριο

Οι τουρκικές εισαγωγές το 2020 ανήλθαν σε €191,9 δισ. δολάρια, παραμένοντας σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το 2019. Οι τουρκικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 8,31%, ανερχόμενες σε €148,1 δισ. δολάρια, διευρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα της χώρας κατά 66,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η σημαντικότερη χώρα-προμηθευτής της Τουρκίας το 2020 ήταν η Κίνα ($23 δισ., +20,4%), ξεπερνώντας τη Γερμανία ($21,7 δισ., +12,6%).

Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία, το Ιράκ, η Ελβετία, η Γαλλία και η Κορέα, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 33η θέση. Ως προς τις χώρες προορισμού των τουρκικών εξαγωγών, η Γερμανία διατήρησε την πρώτη θέση. Ακολουθούν το Ην. Βασίλειο, οι ΗΠΑ, το Ιράκ και η Ιταλία. Η Ελλάδα κατέλαβε την 23η θέση, ενώ από το τέλος 2020 άρχισαν να γίνονται αισθητές στις τουρκικές εξαγωγές οι επιπτώσεις του ανεπίσημου σαουδαραβικού μποϊκοτάζ στα τουρκικά προϊόντα.

Επενδύσεις

Η χώρα στη δεκαετία του 2000 αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους προορισμούς ΑΞΕ παγκοσμίως, γεγονός που αποδίδεται στο ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, στην εφαρμογή της Συμφωνίας Τελωνειακής Ενωσης με την ΕΕ και στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ το 2005. Την περίοδο 2003-2020 η Τουρκία προσέλκυσε, ΑΞΕ ύψους περίπου $225 δισ.

Η σημαντικότερη χώρα προέλευσης των ΑΞΕ (έως το 2019) είναι η Ολλανδία με $32,5 δισ., ενώ την πρώτη πεντάδα των χωρών συμπληρώνουν το Κατάρ, η Γερμανία, η Ισπανία και το Λουξεμβούργο. Η Ελλάδα κατέχει την 44η θέση.

Ξένα κεφάλαια

Οι βασικοί κλάδοι που απορροφούν ξένα κεφάλαια είναι ο χρηματοπιστωτικός (π.χ. Garanti Bank/BBVA, Yapi Kredi/Uni Credit, Deniz Bank/Emirates NBD, Finans Bank/αρχικά ΕΤΕ και ακολούθως QNB) και η βιομηχανία, όπου η αυτοκινητοβιομηχανία κατέχει τα ηνία Ford/Otosan (Koc Group), Fiat/Tofas (Koc Group), Renault (Oyak), Mercedes Benz, Toyota). Ακολουθεί ο κλάδος της ενέργειας, όπου ξεχωρίζει η επένδυση ύψους περίπου $20 δισ. της αζερικής SOCAR και η μονάδα παραγωγής συστημάτων πρόωσης ανεμογεννητριών της αμερικανικής GE.

Μεταξύ των εν εξελίξει μεγάλων επενδύσεων συγκαταλέγεται η κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στο Akkuyu από τη ρωσική Rosatom.

Αυτοκινητοβιομηχανία

Η γεωργία αντιπροσωπεύει 6,6% του ΑΕΠ και απασχολεί 18% περίπου των εργαζομένων, ενώ η Τουρκία περιλαμβάνεται στις 10 χώρες με τη μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή παγκοσμίως. Οι κλάδοι στους οποίους η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη είναι οι ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, με εταιρείες όπως η Arcelik, η Beko και Vestel.

Η κλωστοϋφαντουργία και η παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων αποτελούν τον τρίτο σημαντικότερο κλάδο της χώρας, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου δικτύου παραγωγής. Η αξία των εξαχθέντων οχημάτων ανήλθε σε $25,9 δισ. το 2020.

Οι κυριότεροι κατασκευαστές είναι οι κοινοπραξίες της Renault – FiatChrysler, Toyota, Hyundai, Ford Fiat Chrysler, φορτηγών και λεωφορείων, Mercedes Benz. Η Τουρκία βρίσκεται στη 14η θέση διεθνώς σε ό,τι αφορά την παραγωγή επιβατηγών οχημάτων και στην 9η θέση στην παραγωγή ελαφρών φορτηγών.

Η ναυπηγική βιομηχανία είναι η 5η παγκοσμίως σε δυναμικότητα. Τα τουρκικά ναυπηγεία είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στην Ευρώπη δεξαμενόπλοιων για χημικά προϊόντα μικρού τονάζ. Η χώρα είναι ο 3ος παγκοσμίως κατασκευαστής σκαφών αναψυχής >25 μέτρων.

Υπάρχουν 21 διαλυτήρια πλοίων και η δυναμικότητά τους είναι η 5η παγκοσμίως. Ο αριθμός των ναυπηγείων ανέρχεται σε 77 μονάδες από τις οποίες 3 κρατικές για κατασκευή πολεμικών σκαφών και 74 ιδιωτικές.

Επιχειρήσεις

Σημαντικές εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας είναι οι: ΜΚΕΚ, ΤΑΙ, Aselsan, Roketsan, FNSS, Nurol Makina, Otokar και Havelsan. Σημαντικά προϊόντα της περιλαμβάνουν το άρμα μάχης Altay, τη φρεγάτα TF-2000 κατηγορίας AAW, τη Milgem κλάσης κορβέτα, το TAI Anka UAV, Aselsan İzci UGV, Τ-155 Fırtına αυτοκινούμενα howitzer, J-600Τ συστοιχία πυραύλων, T – 129 ελικόπτερο επίθεσης, Otokar Cobra και Akrep, FNSS Pars 6×6 και 8×8 APC, Nurol Ejder 6×6 APC, TOROS πυροβολικό πυραυλικού συστήματος, Μπαϊρακτάρ Mini UAV.

Η Τουρκία καταλαμβάνει την 7η θέση παγκοσμίως μεταξύ των χωρών-παραγωγών σιδήρου και χάλυβα και την 1η στην Ευρώπη.

Το 2020 οι τουριστικές αφίξεις μειώθηκαν κατά 71,74% σε 12,73 εκατ. επισκέπτες και τα έσοδα περιορίστηκαν σε 12,1 δισ. δολ. (-65,1%). Καταλαμβάνει την 3η θέση παγκοσμίως σε υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ, ενώ οι κατασκευαστικές εταιρείες είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως.

Η Τουρκία έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό τη διαφοροποίηση του ενεργειακού της μείγματος, τριπλασιάζοντας την τελευταία δεκαετία την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Η οικονομία παραμένει, ωστόσο, εξαρτημένη από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.

Η κατασκευή του πρώτου πυρηνικού σταθμού ξεκίνησε το 2015, ενώ μέχρι το 2023 αναμένεται να ολοκληρωθεί η πρώτη μονάδα. Ο προγραμματισμός του δεύτερου, έχει ανασταλεί, ενώ έχει ανακοινωθεί η κατασκευή και τρίτου πυρηνικού σταθμού στην περιοχή της Θράκης.

Οι εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα

Για μία δεκαετία, από το 2009, το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας (με εξαίρεση το 2016). Το 2020 η αξιοσημείωτη μείωση των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών (-56,14%) ανέστρεψε το εμπορικό ισοζύγιο, διαμορφώνοντας για την Ελλάδα έλλειμμα ύψους €213 εκατ. ευρώ (-787%).

Ο όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών το 2020 μειώθηκε, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά 26,2%, σε €2,9 δισ. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε €1,34 δισ., μειωμένες κατά 32,2%, ενώ οι ελληνικές εισαγωγές μειώθηκαν κατά 20,2% σε €1,5 δισ.

Για την Τουρκία, το ίδιο έτος η Ελλάδα είναι η 23η χώρα-προορισμός των εξαγωγών της και η 34η χώρα-προμηθευτής.

Οι σημαντικότερες (από τις συνολικά 120) ελληνικές εταιρείες στην Τουρκία είναι: Τιτάν, Chipita, Ελληνικοί Λευκόλιθοι, Πλαστικά Κρήτης, Palaplast, Alumil, Isomat, Eurodrip, Kleemann, Fourlis/Intersport, Καρέλιας, Intralot, Intelli Solutions, ενώ από την άλλη πλευρά, μεγάλες τουρκικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει στην ελληνική αγορά (όμιλος Dogus, Setur, Istikbal, Eren Holding, Pak Holding, Polisan, Ziraat Bank και Suoz Energy).