Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη

«Minamata, ΗΠΑ/ Αγγλία/ Ιαπωνία 2020)

Οι οικολογικές ανησυχίες του ηθοποιού Τζόνι Ντεπ συνάδουν με την απόφασή του να υποδυθεί τον διάσημο φωτορεπόρτερ Γιουτζίν Σμιθ (1918 -1978) ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνέβαλε στην αποκάλυψη ενός τεράστιου οικολογικού σκανδάλου στην Ιαπωνία. Η ταινία του Αντριου Λέβητας παραγωγή (και) της εταιρείας Infinitum Nihil του Ντεπ, εξιστορεί την υπόθεση της περιοχής που δηλώνει ο τίτλος, της οποίας τα νερά είχαν μολυνθεί σε θανατηφόρο βαθμό εξαιτίας των χημικών αποβλήτων ενός εργοστασίου.

Η απόφαση του Σμιθ να καλύψει το θέμα με ένα φωτορεπορτάζ για το περιοδικό LIFE είναι το βασικό σκέλος της ιστορίας, το οποίο συνδυάζεται με την ίδια την προσωπικότητα του φωτορεπόρτερ, ενός ασυμβίβαστου και πεισματάρη επαγγελματία, δύσκολου στις σχέσεις του αλλά τρομερά αποτελεσματικού στην δουλειά του (ο Σμιθ υπήρξε φωτορεπόρτερ για το LIFE στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά και υπό συνθήκες πολέμου την Ιαπωνία). Αυτός ο συνδυασμός του προσωπικού δράματος με το τοπικό (αλλά και παγκόσμιο συγχρόνως), οικολογικό ζήτημα λειτουργεί ικανοποιητικά στην ταινία που ακολουθεί με σταθερότητα τα γεγονότα, αποφεύγει τους ακραίους μελοδραματισμούς και δίνει την ευκαιρία στον Ντεπ να αποδείξει για μια ακόμη φορά πόσο καλός μπορεί να είναι όταν πραγματικά το θέλει γιατί το νιώθει.

Βαθμολογία: 3

——————————————–

«Memoria» (διεθνής συμπαραγωγή 2021)

O τελευταίος γρίφος του υπερτιμημένου (;) Ταϊλανδού σκηνοθέτη Απιτσατπόνγκ Βερασεθακούλ, κατόχου του Χρυσού Φοίνικα για το «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» έχει στην καρδιά της ιστορίας του, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε ιστορία, μια Σκωτσέζα στην Λατινική Αμερική, συγκεκριμένα στην Κολομβία. Η Τίλντα Σουίντον. Από το πρώτο κιόλας πεντάλεπτο μιας ταινίας που χωρίς λόγο διαρκεί δύο ώρες και ένα τέταρτο, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η γυναίκα νιώθει να καταδιώκεται από ακατανόητους ήχους, μια κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί και που έχει επιπτώσεις στην ψυχική της υγεία.

Από πού προέρχονται αυτοί οι ήχοι, τι μπορεί να σημαίνουν; Επισκέψεις σε γιατρούς, εξετάσεις με την σέσουλα, το μυστήριο παραμένει άλυτο. Και ο θεατής καλείται να γίνει συνοδοιπόρος της Σουίντον σε αυτούς τους ατελείωτους περιπάτους στους δρόμους και στα περίχωρα της Μπογκοτά, όπου συναντά και συνομιλεί με ανθρώπους, όπου με ανήσυχο και συγχρόνως απορημένο βλέμμα προσπαθεί να βγάλει νόημα από το ανεξήγητο. Αφαιρετικό, αντι αφηγηματικό σινεμά, όχι πάντα εύκολο στη χώνεψη αλλά την ίδια ώρα με την ικανότητα να σε βυθίζει στο άγνωστο και μυστηριώδες σύμπαν του, αδιαφορώντας παντελώς για την οποιαδήποτε εξήγηση απέναντι στα όσα βλέπεις. Κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο φετινό φεστιβάλ των Καννών.
Βαθμολογία: 2 ½
———————————————-

«Κβο Βάντις Αίντα» («Quo Vadis Aida?», διεθνής συμπαραγωγή 2020)

Το προσωπικό δράμα μιας διερμηνέα των Ηνωμένων Εθνών (Γιάσνα Τζούρισιτς) που προσπαθεί να σώσει την οικογένειά της κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της ταινίας που μάλιστα υπήρξε υποψήφια για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας φέτος. Οι αποφάσεις που η Αϊντα πρέπει να πάρει δεν χωρούν καμμία καθυστέρηση και εκεί βρίσκεται η ουσία της ταινίας που σκηνοθέτησε η Τζασμίλα Ζμπάνιτς του βραβευμένου με την Χρυσή Αρκτο «Σαράγεβο σ’ αγαπώ»: η ταινία (που προτάθηκε για το Οσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας φέτος) βρίσκεται διαρκώς στην ένταση, στην κίνηση και στον ηλεκτρισμό ενώ καταγράφει δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο την αγωνία της Αϊντα, το πείσμα της και φυσικά την τραγικότητά της.

Ακόμα και το γεγονός ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την «προνομιούχα» θέση της προκειμένου να σώσει την ζωή των δικών της είναι κατανοητό καθότι πέρα για πέρα ανθρώπινο. Ομως και κινηματογραφικά η ταινία της Ζμπάνιτς σε συνεπαίρνει σχεδόν εθιστικά, κυρίως σε ότι αφορά τις σκηνές πλήθους τις οποίες διαχειρίζεται με αποστομωτική ακρίβεια. Στήνει με προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια αυτό το θέατρο του παραλόγου όπου η ανθρώπινη ζωή μοιάζει δίχως καμία αξία, απόρροια της φρικωδίας ενός ακατανόητου πολέμου.

Βαθμολογία: 2 1/2

———————————————-

«Γκαγκάριν» («Gagarine», Γαλλία, 2020)

Δεν είναι ευρέως γνωστό, όμως η αγάπη που έτρεφε η Γαλλία για τον Ρώσο αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν, τον πρώτο άνθρωπο που ταξίδεψε στο διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα την ονομασία ενός συγκροτήματος κατοικιών στα περίχωρα του Παρισιού με το ονοματεπώνυμό του. Εκεί λαμβάνει χώρα η ταινία των Φανί Λιατάρ, Ζερεμί Τρουίλ εστιάζοντας στην (αναπόφευκτη;) παρακμή όπου αυτό το συγκρότημα έχει στις ημέρες μας οδηγηθεί. Οι κάποτε υποβλητικές και μοντέρνες για την εποχή τους πολυκατοικίες έχουν μετατραπεί σε αχούρια, κτίρια στα οποία κινδυνεύεις να κατοικήσεις. Σε ένα από αυτά τα κτίρια διαμένει ένας νεαρός μαύρος, ονόματι Γιούρι (Αλσενί Μπατιλί) φανατικός με οτιδήποτε έχει να κάνει με το διάστημα. Το διαμέρισμά του μοιάζει με αυτοσχέδιο διαστημόπλοιο, τα όνειρά του τον ταξιδεύουν σε ανεξερεύνητους πλανήτες και μακρινούς γαλαξίες αλλά η ζωή του είναι εκεί, στην πολυκατοικία όπου νιώθει ότι πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να την σώσει. Εκεί θα γνωρίσει τον έρωτα, εκεί θα ανδρωθεί, εκεί θα παλέψει. Ενας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας πάνω στον οποίο χαράσσεται το μέλλον προς το καλύτερο, σε μια ανθρώπινη, ζεστή ταινία που μάλιστα κατέκτησε το βραβείο σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών του περσινού φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας.

Βαθμολογία: 2 1/2
————————————–

«Δεν υπάρχει κακό» («Sheytan vojud nadarad», Ιράν/ Γερμανία/ Τσεχία, 2020)

Τέσσερις ιστορίες που αφορούν εκτελέσεις και εκτελεστές στο σύγχρονο Ιράν συνθέτουν τον κόσμο αυτής της ταινίας που παρά το άκρως δυσάρεστο θέμα της, ξεχωρίζει χάρη στην ανθρώπινη και συγχρόνως πολιτική ματιά του σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ. Ο Ιρανός δημιουργός κάνει μια προσεχτική σύνθεση διακριτικών υπαινιγμών σε διάφορα ζητήματα, με κορυφαίο την ίδια την θανατική ποινή που επικρατεί στο καθεστώς Αχμαντινετζάντ (σημειώστε ότι η ταινία γυρίστηκε κρυφά από το εν λόγω καθεστώς και εν συνεχεία προβλήθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου όπου κέρδισε την Χρυσή Αρκτο).

Τέσσερα πορτρέτα δημίων, από έναν καθημερινό «ανθρωπάκο», έναν δημόσιο υπάλληλο, οικογενειάρχη με τα δικά του προβλήματα που πατά το πλήκτρο της εκτέλεσης τρώγοντας το μεσημεριανό του, μέχρι τον φαντάρο που επαναστατεί στην ιδέα ότι καλείται να σκοτώσει κάποιον που δεν γνωρίζει επειδή αυτή την εντολή έχει λάβει και οφείλει να εκτελέσει. Συναισθηματικά περίπλοκο, με τροφή για διάλογο, με καλές ερμηνείες από άγνωστους ηθοποιούς (Μπαράν Ρασούλοφ, Μαχτομπ Σερβατί κ.α.), με έναν λυρισμό να λάμπει μέσα στην σκοτοδίνη, το «Δεν υπάρχει κακό» μιλά για μια κοινωνία που αν και βυθισμένη στο ολοκληρωτικό κακό, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει το καλό και να αναπνεύσει.

Βαθμολογία: 2 ½

————————————————-

«Μόνη στα όνειρά της» («Picciridda – Con i Piedi nella Sabbia», Ιταλία, 2020)

Ιστορία ενηλικίωσης με φόντο την Σικελία της εκπνοής της δεκαετίας του 1960, αυτή η ιταλική ταινία παρακολουθεί την ζωή της 11 χρονης Λουτσία (Μάρτα Καστίλια) που μεγαλώνει με την γιαγιά της Μαρία (Λουτσία Σάρντο)μετά την φυγή των γονιών της στη Γαλλία προκειμένου να βρουν δουλειά. Ευπρόσωπη, ακαδημαϊκά γυρισμένη και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις στην αφήγηση, η ταινία επιδιώκει να μεταφέρει στον θεατή την ομορφιά και την πίκρα της παιδικής ηλικίας στην επαρχία, μέσα από τις αναμνήσεις της Λουτσία, ενώ πλέον έχει μεγαλώσει. Το σκοτεινό μυστικό που η γιαγιά κουβαλά διαρκώς μαζί της, γεγονός που την έχει φέρει στο σημείο να αποξενωθεί πλήρως από την υπόλοιπη κοινότητα είναι ένα ισχυρό δραματουργικό στοιχείο στο οποίο η «Μόνη στα όνειρά της» οφείλει το σασπένς της. Και η πραγματική δύναμη της ταινίας, είναι η ίδια η γιαγιά που κλέβει την παράσταση χάρη στην στακάτη, ζωντανή ερμηνεία της Λουτσία Σάρντο. Σε κάθε περίπτωση, για ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους σκηνοθεσία, η δουλειά του Πάολο Λικάτα είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη.

Βαθμολογία: 2 1/2

————————————-

Προβάλλεται επίσης το «Venom 2» («Venom 2 Let There Be Carnage» (ΗΠΑ,. 2021), δηλαδή η συνέχεια του «Venom» (2018), στην οποία ο Τομ Χάρντι επαναλαμβανει τον ρόλο του ήρωα της Marvel Comics, ενός αποφασιστικού δημοσιογράφου με διπλή προσωπικότητα καθώς έχει υπερφυσικές δυνάμεις μετά την μόλυνσή του και «μεταφέρει» μέσα του ένα τέρας (κάτι σαν Δρ. Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ ένα πράγμα). Το τέρας είναι τόσο άσχημο που όποτε εμφανίζεται στην οθόνη νιώθεις πως πρέπει εσύ να εξαφανιστείς. Οσο για την υπόθεση έχει να κάνει με έναν κατά συρροή δολοφόνο (Γούντι Χάρελσον) αλλά το όλο θέμα ελάχιστη σημασία έχει μπροστά στην επικράτηση της αποκρουστικής φρίκης και του γελοίου χιούμορ που την συνοδεύει. Πρόκειται για την πέμπτη δουλειά στην σκηνοθεσία του ηθοποιού Αντι Σέρκις, γνωστού ως Γκολουμ από τις ταινίες του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών», όπου και τον προτιμούμε.

Βαθμολογία: 0

————————————-

Πολύ καλά στοιχεία τέλος, εντοπίζεις στο κινούμενο σχέδιο των Πίτερ Μπέινχαμ, Σάρα Σμιθ «Ο Ρον χάλασε» («Ron went wrong», ΗΠΑ, 2021) μια σάτιρα πάνω στην «ρομποτική φιλία» και την κοινωνική δικτύωση, καθώς το στόρι τοποθετείται σε μια κοινωνία όπου κάθε παιδί έχει σαν σύντροφο ένα στρογγυλό ρομπότ, το οποίο μπορεί κάνει τα πάντα. Τι μπορεί να συμβεί όμως άπαξ και ένα από τα παιδιά αποκτήσει ελαττωματικό ρομπότ που κάνει τα δικά του προκαλώντας το χάος; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ταινία σε κερδίζει, όπως το ελαττωματικό ρομπότ θα κερδίσει για πάντα την πραγματική, ανθρώπινη φιλία του «ιδιοκτήτη» του.

Βαθμολογία: 3