Γράφει η Νεφέλη Καραλέκα*

Ίσως ξεχάσουμε το παρελθόν, αλλά το παρελθόν δε θα μας ξεχάσει.

(Άρι Φόλμαν, Βαλς με τον Μπασίρ)

Νεφέλη Καραλέκα

Ο Άρι Φόλμαν είναι Ισραηλινός σκηνοθέτης ο οποίος σε ηλικία 19 ετών υπηρέτησε ως στρατιώτης στην εισβολή και τον πόλεμο του Λιβάνου το 1982 και στην ταινία του Βάλς με τον Μπασίρ περιγράφει ότι από τότε έχασε τη μνήμη του και προσπαθεί να την επαναφέρει συνομιλώντας με γνωστούς του για εκείνες τις σκοτεινές μέρες. Άραγε το ίδιο να συμβαίνει και στους πολίτες στον σύγχρονο Λίβανο;

Δύο χρόνια μετά την έναρξη των εξεγέρσεων από πλήθος κόσμου (17 Οκτωβρίου 2019), η κατάσταση στη χώρα δείχνει ότι ίσως κάποιοι έχουν ξεχάσει τη φρίκη που προκάλεσε σε πολλές περιοχές ο δικός τους εμφύλιος πόλεμος. Δεν είναι βέβαια σαφές αν πρόκειται για απώλεια μνήμης εκ μέρους μερίδας των πολιτών – ή των ηγετών/καθοδηγητών τους – ή για μία διαρκής κατάσταση που μπορεί στο θερμό μέτωπο να έληξε το ‘90, στο ψυχρό όμως παρέμεινε ζωντανή. Είναι σύνηθες να διαβάζουμε στους τίτλους άρθρων για τη σύγχρονη κατάσταση του Λιβάνου, ότι κινδυνεύει να μπει σε νέο εμφύλιο πόλεμο.

Η ερώτηση είναι αν βγήκε ποτέ – τουλάχιστον κοινωνικά και πολιτικά – από αυτόν.

Οι πολυάριθμες διαδηλώσεις πριν δυο χρόνια ξεκίνησαν με αφορμή την αύξηση της φορολογίας στο πετρέλαιο, τον καπνό και τις τηλεπικοινωνίες μέσω Διαδικτύου (και συγκεκριμένα στην εφαρμογή WhatsApp η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον στη χώρα). Η πραγματική κινητήριος δύναμη όμως φαίνεται να είναι μια μαζική δυσαρέσκεια λόγω της διαφθοράς στην πολιτική και το δημόσιο τομέα, της οικονομικής αστάθειας και της αυξανόμενης ανεργίας η οποία είχε φτάσει, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της χώρας Μισέλ Άουν, το 46% το 2018 ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές κυμάνθηκε στο 25%.

Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς εάν αυτή η δυσαρέσκεια του κόσμου ήταν γνήσια ή πολιτικό κατασκεύασμα, με την έννοια της παρακίνησης σε διαμαρτυρίες. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε τότε και υπάρχει – ίσως ακόμη περισσότερο – και τώρα μερίδα κόσμου που κρίνει αναγκαίες τις ριζικές αλλαγές στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας.

Αποσταθεροποίηση

Το αποτέλεσμα των διαδηλώσεων ήταν η περαιτέρω αποσταθεροποίηση του Λιβάνου. Σε πολιτικό επίπεδο, η έως τότε κυβέρνηση Σάαντ Χαρίρι έπεσε. Τον Ιανουάριο του 2020 αναδείχθηκε μία νέα, αυτή του Χασσάν Ντιάμπ, ενός ανθρώπου πολύ λιγότερο γνωστού σε σχέση με τα βαρύγδουπα ονόματα που επικρατούσαν ως τότε στην πολιτική σκηνή της χώρας και ο οποίος ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση τεχνοκρατών.

Πράγματι, η συντριπτική πλειονότητα των μελών της κυβέρνησης δεν ανήκαν οργανωμένα σε κάποιο κόμμα, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν ήταν φίλα προσκείμενα σε κάποιο. Ακόμη, η ακεραιότητα της τεχνοκρατικής κυβέρνησης πλήττεται τη στιγμή που τα μέλη της ονοματίζονται από αρχηγούς κομμάτων ή ακόμα και τον Πρόεδρο. Ο τελευταίος παρότι εκ των πραγμάτων απέχων από τον πολιτικό στίβο, είναι χρωματισμένος από το κόμμα το οποίο ο ίδιος ίδρυσε, δηλαδή το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα (ΕΠΚ). Η ίδια η κυβέρνηση αυτοχαρακτηριζόταν ως “τεχνο-πολιτική” και δεν ήταν καλοδεχούμενη από όλους τους πολίτες.

Σε οικονομικό επίπεδο, σίγουρα δε μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διαδηλώσεις από μόνες τους απετέλεσαν αιτία οικονομικής ύφεσης καθώς η χώρα βρισκόταν σε κάμψη πριν από αυτές. Παρόλα αυτά σίγουρα την επιδείνωσαν επιτείνοντας την πολιτική αστάθεια, ενισχύοντας την έλλειψη εμπιστοσύνης στα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οδηγώντας πολλούς από τους κατόχους κεφαλαίου να το απομακρύνουν από τη χώρα – όσους δηλαδή δεν το είχαν ήδη κάνει. Ακόμα και εντός της χώρας η λειτουργικότητα της οικονομίας περιορίστηκε δεδομένων των εμποδίων που έθεσαν στις εμπορικές συναλλαγές οι αλλεπάλληλες φραγές στην κυκλοφορία στους δρόμους που μεταξύ άλλων είχαν ως αποτέλεσμα το κλείσιμο καταστημάτων.

Γενικότερα, μετά τις διαδηλώσεις της 17ης Οκτωβρίου 2019 και ένθεν, η αξία της λιβανέζικης λίρας – ένα από τα δύο νομίσματα τα οποία χρησιμοποιούνται στη χώρα παράλληλα με το αμερικανικό δολάριο – άρχισε να πέφτει όλο και περισσότερο. Ο υπερπληθωρισμός διπλασίασε την αξία των βασικών αγαθών ενώ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε από τα $55 δις το 2018 σε μόλις $33 δις το 2020. Εφαρμόστηκε από τις τράπεζες έλεγχος στα κεφάλαια με μηνιαίο όριο ανάληψης το οποίο ισχύει έως σήμερα. Παράλληλα, η χώρα μαστίζεται από διαρκή κρίση ηλεκτροδότησης και έλλειψης πετρελαίου.

Ολοι μαζί ή…

Εδώ έχει ενδιαφέρον να αναζητηθεί από ποια πολιτικοκοινωνικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα προέρχονταν οι χιλιάδες διαδηλωτές που ζητούσαν “την πτώση του καθεστώτος”. Όπως έχουν υποστηρίξει διαδηλωτές η επιθυμία τους για ένα εκ θεμελίων νέο κρατικό σύστημα έκανε μέλη απ’ όλες τις 18 επίσημες θρησκευτικές ομάδες να διαδηλώνουν δίπλα-δίπλα. Φυσικά, σε όλες τις κινητοποιήσεις αυτού του είδους οφείλουμε να διακρίνουμε τις “από πάνω προς τα κάτω” από τις “από κάτω προς τα πάνω”. Με άλλα λόγια, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο οι διαδηλώσεις στο Λίβανο αποτέλεσαν απότοκο της γνήσιας, κοινής απόγνωσης του λαού. Ακόμα, σημαντικό ρόλο κατέχει και η προβολή την οποία έλαβαν οι διαδηλώσεις καθώς και το γεγονός ότι ελάχιστοι αναφέρθηκαν στο ποσοστό των διαδηλωτών σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το πού εντοπίζεται η ρίζα τους, η επιρροή τους είναι αδιαμφισβήτητη.

Σάαντ Χαρίρι

Και σα να μην έφταναν αυτά, η πολύνεκρη έκρηξη της 4ης Αυγούστου 2020 στο λιμάνι της Βηρυτού ήρθε να δώσει μία πολύ δυνατή γροθιά στο στομάχι όσων ήλπιζαν ότι σταδιακά ο Λίβανος θα οδεύσει προς την ανάκαμψη. Λίγες μέρες μετά, η κυβέρνηση Ντιάμπ παραιτήθηκε σηματοδοτώντας την έναρξη μιας μακράς περιόδου ακυβερνησίας της χώρας η οποία έμελλε να λήξει μόλις πριν λίγους μήνες, τον Ιούλιο 2021. Οι μήνες πέρασαν με προσπάθειες των δύο πλευρών – του Σάαντ Χαρίρι ο οποίος είχε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και του Μισέλ Άουν – να βρουν μία κοινά αποδεκτή λύση κάτι το οποίο αποδείχθηκε αδύνατο. Εν τέλει, την εντολή έλαβε ο Ναζίμπ Μικάτι ο οποίος σχημάτισε άμεσα κυβέρνηση και είναι Πρωθυπουργός του Λιβάνου εδώ και 3 μήνες.

Σκηνές εμφυλίου

Αν και η επέτειος των δύο χρόνων από την έναρξη των διαδηλώσεων πέρασε οριακά απαρατήρητη στον Λίβανο, χωρίς τις ίσως αναμενόμενες διαδηλώσεις και πομπές, λίγες μέρες πριν οι κάτοικοι ήρθαν ξανά αντιμέτωποι με εμφυλιακές σκηνές. Κατά τη διάρκεια ειρηνικής πορείας διαμαρτυρίας στις 14 Οκτωβρίου 2021, στην οποία συμμετείχαν κυρίως Σιίτες Μουσουλμάνοι, εναντίον του Δικαστή Τάρεκ Μπιτάρ, ελεύθεροι σκοπευτές από ταράτσες σπιτιών πυροβόλησαν τυχαία μέλη της πορείας αφήνοντας 7 νεκρούς και πάνω από 30 τραυματίες. Ο Δικαστής Μπιτάρ έχει αναλάβει τις έρευνες για την υπόθεση του λιμανιού και κατηγορείται για μεροληπτική στάση απέναντι στους υποψήφιους για ανάκριση και για επιτηδευμένη καθυστέρηση εξιχνίασης της υπόθεσης. Έχουν γίνει ήδη αρκετές συλλήψεις για το γεγονός και οι έρευνες συνεχίζονται, χωρίς να υπάρχει ακόμα επιβεβαιωμένη θέση για τα πρόσωπα και τα κίνητρά τους.

Μετά από δύο κρίσιμα χρόνια για τον Λίβανο ορισμένα θέματα αξίζουν αναφοράς. Αρχικά, η διάκριση των εξουσιών δεν είναι εξασφαλισμένη και ιδιαίτερα η πολιτικοποίηση της δικαστικής εξουσίας είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Πολλές απόψεις υπάρχουν για την περίπτωση του Δικαστή Μπιτάρ, ο οποίος ενώ είχε ξεκινήσει δυναμικά τις έρευνές του στην πορεία έχασε αυτόν τον δυναμισμό.

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Λιβάνου αν και τυπικά ανανεώνεται από τα ίδια τα μέλη του, δέχεται τις προτάσεις των κομμάτων και τοποθετεί και φίλα προσκείμενους σε αυτά δικαστικούς. Η στάση του Μπιτάρ ενίσχυσε το επιχείρημα περί πολιτικοποίησης της δικαστικής εξουσίας επιλέγοντας άναρχα όσους κάλεσε για ανάκριση παραβλέποντας σημαντικά πρόσωπα.

Η τρομακτική έκρηξη στο λιμάνι

Ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο τίθεται είναι η αρχή της βουλευτικής ασυλίας και η λειτουργικότητά της σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και εθνικού συμφέροντος. Αν και υπήρξε συζήτηση στη Βουλή του Λιβάνου για άρση της βουλευτικής ασυλίας προκειμένου η δικαστική έρευνα να προχωρήσει απρόσκοπτη, δεν ψηφίστηκε ποτέ. Ίσως θα είχε ουσία η ελεγχόμενη και υπό πολύ συγκεκριμένες και ιδιαίτερες συνθήκες άρση της ασυλίας ώστε να διαλευκανθεί η υπόθεση η οποία στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 200 ανθρώπους.

Δολαριοποίηση

Τρίτον, η λεγόμενη δολαριοποίηση, δηλαδή η υιοθεσία ενός ξένου νομίσματος ως δεύτερου – και όχι η πλήρης αλλαγή σε νέο νόμισμα – σε μία χώρα και εν προκειμένω στον Λίβανο, φαίνεται εκ του αποτελέσματος αρκετά επιζήμια εν καιρώ οικονομικής ύφεσης. Δρα ανασταλτικά στην οικονομική ανάκαμψη της καθώς επιτείνει τον πληθωρισμό και αφαιρεί από τη χώρα τον πλήρη έλεγχο της νομισματικής πολιτικής της. Σαφώς βέβαια είναι αμφίβολο αν ο Λίβανος, δεδομένης της πολιτικής αστάθειάς του, θα μπορούσε να διαχειριστεί μία αυτόνομη νομισματική πολιτική.

Τέλος, στον Λίβανο συνυπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τις παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων: κάποιοι οι οποίοι αναζητούν τη όποια στήριξη τρίτων κρατών και κάποιοι οι οποίοι πασχίζουν να τις απομακρύνουν με κάθε κόστος. Ως τέτοια προσπάθεια αποτίναξης των δεσμεύσεων απέναντι σε τρίτες χώρες ερμηνεύτηκε και η στάση του Προέδρου Άουν να αρνηθεί κατηγορηματικά τη διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για την υπόθεση του λιμανιού. Στόχος του ήταν η διατήρηση της δικαστικής διαδικασίας εντός συνόρων και η λήψη μόνο τεχνικής υποστήριξης έξωθεν. Φυσικά, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο απώτερος λόγος διατήρησης της έρευνας εντός συνόρων ήταν να προστατευθούν συγκεκριμένα άτομα, θέση η οποία φαίνεται να διαψεύδεται από προηγούμενη πρόταση του Προέδρου να διεξαχθεί έρευνα από την ΕΕ για τα χρήματα που μεταφέρθηκαν εκεί από Λιβανέζους κρατικούς υπαλλήλους και πολιτικούς.

Το μέλλον προμηνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον σε μία χώρα η οποία μεταξύ των φλεγόντων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων τα οποία καλείται να διαχειριστεί, οφείλει να φέρει στο προσκήνιο και κοινωνικά, μακραίωνα ζητήματα. Και ας μην ξεχνάμε ως μέλη και μέρη της ανθρωπότητας τις πληγές που προκαλέσαμε στον εαυτό μας γιατί οι πληγές του ενός πάντα καταλήγουν να είναι και του άλλου…

Η Νεφέλη Καραλέκα είναι πολιτικός επιστήμονας