Επιστρέφει η Σοσιαλδημοκρατία;
ρτηθεί από την ικανότητα των μεμονωμένων κομμάτων σε εθνικό επίπεδο κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη νέα τάση καρπούμενα και τα εκλογικά οφέλη. Η εποχή όπου μπορούσαμε να μιλάμε για μεγάλες υπερεθνικές πολιτικές οντότητες όπως η σοσιαλδημοκρατία, ο κομμουνισμός ή η χριστιανοδημοκρατία που «πεθαίνουν» ή «επιστρέφουν» έχει περάσει
Λίγα χρόνια πριν οι αναλυτές διαπίστωναν τον «θάνατο» της Σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα αναγγέλλουν την «επιστροφή» της. Τι συμβαίνει λοιπόν; Είχαμε περίπτωση νεκροφάνειας; Ζούμε το θαύμα μιας ανάστασης; Ή τίποτα από τα δύο και χρειάζεται να συγκεκριμενοποιήσουμε περισσότερο την ανάλυση και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε τις μεταβολές που εξελίσσονται στο πολιτικό τοπίο των δυτικών κοινωνιών τις τελευταίες δεκαετίες;
Είναι προφανές ότι η επιτυχία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Γερμανία, έδωσε νέα ώθηση στη σχετική συζήτηση. Γιατί αυτή η νίκη ήρθε σαν συνέχεια μιας σχεδόν αθόρυβης σειράς επιτυχιών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και βεβαίως αυτό συνέβη παράλληλα με τη μεγάλη αλλαγή στις ΗΠΑ, με την ήττα του Τραμπ και την έλευση του Μπάιντεν. Ας αφήσουμε στην άκρη τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπου τα κομματικά συστήματα σχηματίστηκαν σχετικά πρόσφατα. Στο σύνολο των 18 χωρών της «παλαιάς» Δυτικής Ευρώπης (περιλαμβάνοντας τη Νορβηγία, την Κύπρο και τη Μάλτα) η εικόνα σήμερα είναι εύγλωττη. Στις 8 χώρες ο πρωθυπουργός ανήκει σε σοσιαλιστικό κόμμα (Πορτογαλία, Ισπανία, Μάλτα, Γερμανία, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία). Εκτός από τη Μάλτα και την αυτοδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας της Πορτογαλίας, σε όλες τις άλλες ηγούνται συμμαχικών κυβερνήσεων με κεντρώα, πράσινα ή μικρότερα αριστερά κόμματα. Σε άλλες δύο χώρες τα σοσιαλιστικά κόμματα συμμετέχουν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή στις κυβερνήσεις υπό φιλελεύθερους πρωθυπουργούς (Βέλγιο, Λουξεμβούργο). Σε αυτές μπορούν να προστεθούν οι δύο σημαντικές περιπτώσεις της φιλελεύθερης-σοσιαλιστικής Γαλλίας του Μακρόν, και η φιλοευρωπαϊκή Ιταλία του Ντράγκι, παρά τη συμμετοχή τής στριμωγμένης και σε υποχώρηση Λέγκας στην κυβέρνησή του.
Και μόνο το παρδαλό του πολιτικού χάρτη δείχνει ότι ούτε ο θάνατος, ούτε η επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας αποδίδει την πραγματικότητα. Καταρχάς είναι φανερό ότι δεν πρόκειται ούτε μιλάμε για επιστροφή της «ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας». Ολη η ιστορική Αριστερά του εργατικού κινήματος του 19ου και 20ού αιώνα τέλειωσε μαζί με τη βιομηχανική εποχή, η Σοσιαλδημοκρατία με τρόπο διαφορετικό και οπωσδήποτε λιγότερο τραγικό και τελεσίδικο, από τον Κομμουνισμό. Πράγματι, ο περίφημος «εθνικός κεϋνσιανός μεταρρυθμισμός», ένας επιτυχής συμβιβασμός Δημοκρατίας και Καπιταλισμού που προωθήθηκε τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο και από τη χριστιανοδημοκρατία ή τον δημοκρατικό συντηρητισμό, διαμόρφωσε εν πολλοίς το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Εκείνος όμως ο συμβιβασμός αποτελεί παρελθόν ήδη από τη δεκαετία του 1970.
Εκτοτε, οι κοινωνίες έγιναν πολύπλοκες, η παγκοσμιοποίηση επιταχύνθηκε, το εθνικό κράτος αποδείχτηκε μικρό ως πεδίο και εργαλείο μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες του 20ού αιώνα έχασαν τη νοηματοδοτική τους ισχύ, οι πολίτες έπαψαν να ταυτίζονται στενά με τα κόμματα. Ετσι τα μεγάλα λαϊκά πολυσυλλεκτικά κόμματα που δέσποσαν στην πολιτική ζωή της μεταπολεμικής Ευρώπης ανήκουν στο παρελθόν. Το γεγονός τροφοδότησε τη συζήτηση για τον «θάνατό» τους, πριν των σοσιαλδημοκρατικών / κεντροαριστερών, τώρα πλέον των κεντροδεξιών / συντηρητικών, όπως φάνηκε από την πτώση της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας.
Αν αυτή όμως είναι η γενικότερη μακροσκοπική εικόνα, χρειάζεται να προσδιορίσουμε περισσότερο την τωρινή «στιγμή» που δίνει τη μορφή μωσαϊκού στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα όπως προηγουμένως είδαμε. Αυτή ορίζεται ως η τομή δύο εξελίξεων. Η πρώτη είναι η υποχώρηση του λαϊκιστικού κύματος της τελευταίας δεκαετίας. Η δεύτερη είναι η αλλαγή πολιτικού παραδείγματος που βαθμιαία σημειώνεται με την ανάδυση μιας περισσότερο κοινωνικής και οικολογικής ατζέντας. Οι ποικίλοι λαϊκισμοί πρωταγωνίστησαν και έδωσαν το τέμπο στην περίοδο μετά την κρίση του 2008. Ακροδεξιοί λαϊκισμοί στην πλειονότητά τους, ή οι αριστερόστροφοι, είχαν ως κοινό στοιχείο το πολιτικό ύφος της πόλωσης, του μίσους, της απλούστευσης και εν πολλοίς του ανορθολογισμού. Η υποχώρηση του κύματος δεν σημαίνει εξαφάνιση καθώς τα αντίστοιχα κόμματα εγκαταστάθηκαν στα εθνικά κομματικά συστήματα, συνήθως «εξημερωνόμενα» ή περιθωριοποιούμενα. Ομως η απομυθοποίηση των λαϊκιστών ενίσχυσε προφανώς τα «συστημικά» κόμματα προσδίδοντάς τους ταυτόχρονα έναν κοινό πολιτικό παρονομαστή: την αντιπαλότητα στον λαϊκισμό όπως τον βίωσε καθένα στο συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο. Αυτό αφορά προφανώς αν όχι πρωτίστως, τα σοσιαλδημοκρατικά και τα κεντροαριστερά κόμματα τα οποία υπήρξαν συνήθως θύματα της λαϊκιστικής δημαγωγίας. Αυτή η «αντιλαϊκιστική αλληλεγγύη» θα είναι μια χρήσιμη επανεπιβεβαίωση της πολιτικής κουλτούρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας που δοκιμάζεται παγκοσμίως στη νέα εποχή.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά την ιδεολογική-πολιτική μεταβολή που φαίνεται να εξελίσσεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία έχει παρέλθει εδώ και καιρό, οι δυτικές κοινωνίες έχουν ανάγκη και ψηλαφούν νέους κανόνες ελέγχου του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, βίωσαν τη σημασία του Κράτους και της ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διάρκεια της πανδημίας, είδαν ότι ο ακραίος ατομισμός κατέληξε στη διεκδίκηση του δικαιώματος να μολύνεις τον πλησίον σου. Το αποτέλεσμα είναι να μετατοπίζεται το κέντρο βάρους του κομματικού ανταγωνισμού προς μια νέα κοινωνική και οικολογική ατζέντα.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ευνοούνται από τη μεταβολή και έχουν υποχρέωση από την παράδοσή τους να συνδράμουν ώστε να παγιωθεί η νέα ατζέντα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ανοίγει κάποιος νέος «σοσιαλδημοκρατικός κύκλος». Ολα τα βασικά κόμματα θα αναπροσαρμόσουν τη φυσιογνωμία και το πρόγραμμά τους ώστε να κινηθούν εγγύτερα στο νέο κέντρο βάρους του κομματικού ανταγωνισμού. Θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των μεμονωμένων κομμάτων σε εθνικό επίπεδο κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη νέα τάση καρπούμενα και τα εκλογικά οφέλη. Η εποχή όπου μπορούσαμε να μιλάμε για μεγάλες υπερεθνικές πολιτικές οντότητες όπως η σοσιαλδημοκρατία, ο κομμουνισμός ή η χριστιανοδημοκρατία που «πεθαίνουν» ή «επιστρέφουν» έχει περάσει. Ακόμα και η πολύ χαλαρότερη έννοια της «κομματικής οικογένειας» έχει γίνει προβληματική, όπως φαίνεται από την εμπειρία των ευρωπαϊκών «κομμάτων» είτε είναι το λαϊκό, είτε το σοσιαλιστικό, είτε το φιλελεύθερο είτε το αριστερό.
Το γεγονός δεν οφείλεται μόνο ή τόσο στην αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής ή την «εκκοσμίκευση» των μεγάλων πολιτικών ιδεολογιών του 20ού αιώνα. Εχει να κάνει με τη ριζική αλλαγή που έχει επέλθει στη σχέση εθνικής και υπερεθνικής πολιτικής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καθώς όλο και μεγαλύτερο τμήμα της τύχης των χωρών-μελών καθορίζεται σε ενωσιακό επίπεδο, τα εθνικά κράτη διά των κυβερνήσεών τους εκπροσωπούν τις εθνικές κοινωνίες στη διακρατική διαβούλευση που καθορίζει τις πολιτικές κατευθύνσεις της Ευρώπης και των χωρών που την απαρτίζουν. Σαν τα κράτη να έχουν γίνει τα κόμματα των εθνικών κοινωνιών. Κατά τούτο εκφράζουν στα υπερεθνικά fora όλο και περισσότερο το εθνικό μοντέλο πολιτικής και τις εθνικές επιδιώξεις παρά κάποια υπερεθνική ιδεολογική αλληλεγγύη. Γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε τόσο διαφορετικές επιλογές μεταξύ χωρών που έχουν ιδεολογικά συγγενείς κυβερνήσεις ή ηγεσίες.
Υπό αυτή την έννοια χαρακτήρισα αθόρυβη την άνοδο θέσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ηγετών σε πολλές χώρες την τελευταία περίοδο. Μοιάζει περισσότερο με ευτυχή συναστρία εθνικών εκλογικών κύκλων παρά με την επικράτηση ή επιστροφή μιας υπερεθνικής ιδεολογικής οντότητας όπως ήταν στο παρελθόν. Τελικά μπορεί το αποτύπωμα που θα αφήσει αυτή η συναστρία στον μεσοπρόθεσμο χρόνο να εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις τύχες του Μπάιντεν στην Αμερική.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις