Αγγελος Παπαδημητρίου – «Αποτρόπαιο το γλυπτό της Κάλλας, ζηλεύω που δεν το έκανα εγώ»
Ο πολυπράγμων καλλιτέχνης σε μία απολαυστική συζήτηση για τη δύναμη της τέχνης, τον χαμό των σόσιαλ μίντια, το κιτς, την πολιτική, την ελευθερία, τη θρησκεία
Δεν είχα προλάβει να συνέλθω καλά καλά από την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει ενώ βρισκόμουν καθ’ οδόν για να συναντήσω τον Αγγελο Παπαδημητρίου. Προσπαθούσα να διαχειριστώ το μουσκεμένο αδιάβροχο, το σακίδιο και τα παπούτσια που είχαν μουλιάσει ενώ μια μικρή λιμνούλα είχε σχηματιστεί γύρω μου στη μέση του μικρού εστιατορίου της οδού Πετράκη. Κι ίσως να ήταν αυτή η εικόνα – του ταλαιπωρημένου από τη βροχή περιπατητή – που έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει η συζήτηση για το θύμα μιας άλλης «καταιγίδας» – διαδικτυακής κατά κύριο λόγο – που είχε ξεσπάσει εκείνες τις ημέρες και δεν έλεγε να κοπάσει: το γλυπτό της Μαρίας Κάλλας.
«Οπως όλοι οι Ελληνες κι εγώ αισθάνθηκα πως είναι χάλια. Σκέφτηκα τι ντροπή! Πόσο ατυχής στιγμή για την αγαπημένη μου Αφροδίτη Λίτη! Αποτρόπαιο. Σιγά – σιγά έβλεπα τους λιβέλους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι άρχισα να καταλαβαίνω πως αυτό το άγαλμα είναι χρήσιμο. Εκφράζει μια πραγματικότητα. Η Αφροδίτη συνέλαβε την ανεπάρκειά μας απέναντι στο ύψος της Μαρίας Κάλλας και την έκανε τέχνη. Είμαστε αντάξιοι αυτού του αγάλματος. Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά η Κάλλας μεταμορφώθηκε σε αυτό το τέρας για να μας πει: «Ετσι με βλέπετε». Με αφύπνισε αυτό το έργο. Είναι πολύ βαθιά τέχνη. Δεν είναι τυχαίο που ξεσηκώθηκε το πανελλήνιο. Αναγνώρισε τον εαυτό του σε αυτό το γλυπτό. Εχω ζηλέψει που δεν το έκανα εγώ», λέει και μόλις ολοκληρώνει τη σκέψη του παίρνει πρωτοβουλία για να παραγγείλει. Κανένα πιάτο δεν το αποκαλεί με το όνομά του. Ολα τα περιγράφει με απίστευτη λεπτομέρεια ως προς την εικόνα και το περιεχόμενο με την ακρίβεια κάποιου που έχει μάθει να παρατηρεί το καθετί επιστρατεύοντας όλες του τις αισθήσεις. Διόλου απρόσμενο θα έλεγε κάποιος για έναν καλλιτέχνη που έχει καταφέρει να κατακτήσει το θεατρικό σανίδι, τη μουσική σκηνή, το εικαστικό στερέωμα, τον κινηματογραφικό φακό και την τηλεοπτική οθόνη, κερδίζοντας βραβεία και συμμετοχές σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις.
Οση ώρα επιχειρεί να εξηγήσει στην κυρία που παίρνει την παραγγελία ποιο είναι το πιάτο αριστούργημα με τα ψιλοκομμένα κρεμμυδάκια, αναλογίζομαι τα δικά του μικροκαμωμένα πορσελάνινα πορτρέτα της Κάλλας, φτιαγμένα δεκαετίες πριν. Η Κάλλας στο θέατρο, η Κάλλας στα κοσμικά, η Κάλλας και ο Ωνάσης για μαριδάκι στον Σκορπιό, η Κάλλας και ο Ωνάσης μωρά. Εργα που δεν τοποθετήθηκαν σε δημόσιο χώρο μεν, αλλά θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει και μόνο με τους τίτλους τους. «Δεν προκάλεσαν, όμως, διότι και δεν ήμουν καλλιτέχνης πρώτης γραμμής. Η ζωή μου ήταν πιο απλή και υψηλού γούστου. Πολύ καλλιτεχνική. Ημουν, ας πούμε, μια πανέμορφη γυναίκα που ζούσε σε ένα χωριό και δεν θα έβγαινε ποτέ Μις Υφήλιος κι ας ήταν πιο ωραία από τη Μις Υφήλιος. Μόνο έτσι μπορώ να με προσεγγίσω ως καλλιτέχνη. Κατάλαβα ότι είμαι καλός, αλλά συνειδητοποίησα, επίσης, ότι στην Ελλάδα με τη δουλειά μου δεν θα έβγαινα Σταρ Ελλάς. Ηταν άλλοι γι’ αυτούς τους τίτλους: ο Τέτσης, ο Ρόρρης, ο Μποκόρος, ο Δασκαλάκης. Τους εκτιμώ και μου αρέσουν πολύ, αλλά ταυτόχρονα ξέρω πως είμαι από δίπλα. Να σας πω την αλήθεια πιστεύω ότι το έργο του καλλιτέχνη είναι ό,τι οι ακαθαρσίες για τον ανθρώπινο οργανισμό».
«Ξεβράκωσα τη δήθεν αστική τάξη»
Πληθωρικός στις εκδηλώσεις του και κομψός στις κινήσεις του – απόηχος της αστικής του καταγωγής – μεγάλωσε σε ένα σπίτι που αγαπούσε το καλό γούστο, όμως εκείνος αποφάσισε στο έργο του να αποκαλύψει – όπως λέει – και χωρίς αμφιβολία να αποθεώσει το κιτς. «Ποτέ δεν θεώρησα ότι το καλό γούστο είναι προνόμιο της αστικής τάξης. Απλώς στη ζωή μου εντόπισα και ξεβράκωσα τη δήθεν αστική διάθεση. Από ένα σημείο και μετά ήταν όλα δήθεν. Αυτό είναι το κιτς: όταν το ταπεινό υποδύεται το υψηλό» λέει και δεν δέχεται ότι υπάρχει σωστό και λάθος στην τέχνη.
«Τι πάει να πει αναστατώθηκε ολόκληρη η Ελλάδα με το γλυπτό της Κάλλας κι ο κόσμος δεν άντεξε και αντέδρασε; Ποιος κόσμος; Του Διαδικτύου; Καλά θα ήταν αν ήταν μόνο αυτός, αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος του Διαδικτύου έχει εξαπλωθεί παντού. Εχει χαθεί η πηγή. Βλέπεις ειδήσεις και δεν ξέρεις από πού προέρχονται, χωρίς υπογραφή. Ζούμε σε μια δημοκρατία περίεργη που όλα γίνονται σούπα». Απρόσμενη ίσως επίθεση στη διαδικτυακή πραγματικότητα από έναν άνθρωπο ο οποίος μπήκε στα 60 του στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από ένα πείσμα – ένας φίλος του τού είπε ότι όλα αυτά είναι για τους νέους και βάλθηκε να τον διαψεύσει διότι δεν είναι ιδεοληπτικός, όπως επισημαίνει. «Αν τα φέρει η ζωή αλλάζω στο λεπτό. Σε σοβαρά ζητήματα όμως όπως ο φασισμός, ο αντισημιτισμός και η παιδοφιλία είμαι απολύτως αμετακίνητος».
Μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε άφησε έντονο το αποτύπωμά του με ευφάνταστες αναρτήσεις που έγιναν viral και ένα τμήμα τους συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «λάικ» (εκδ. Ποταμός). «Εχω λίγες μέρες που αποσύρθηκα. Μπήκα, έκανα χαμό, αλλά κατάλαβα ότι κάπου πρέπει να σταματήσει. Φεύγω διότι αισθάνθηκα μέσα μου ότι ολοκλήρωσα. Εδωσα ό,τι είχα να δώσω όπως στην τέχνη και τη ζωή. Αν έκανα έναν απολογισμό θα έλεγα ότι κέρδισα πολύ περισσότερα από όσα έδωσα. Κατάλαβα πώς σκέφτεται ο κόσμος. Το πρόβλημα ξεκινά από εκείνους που έχουν φορτία κακίας, μίσους κι ανικανοποίητης χαράς και βρίσκουν πάτημα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να βγάλουν τον κακό τους εαυτό. Το ζήτημα για μένα από εδώ και πέρα είναι: Θα αποδειχθώ τόσο δυνατός ώστε να φύγω; Διότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκαλούν έναν εθισμό».
Την ίδια περίοδο που ο Αγγελος Παπαδημητρίου πατούσε με περισσή ασφάλεια στη σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, στον «Οθέλλο» που σκηνοθετούσε ο Χάρης Φραγκούλης, το 2019, δοκιμαζόταν παράλληλα σε μία κονίστρα άγνωστη ως τότε σε εκείνον: της πολιτικής. Το χιούμορ του, η υπερβολή του, η καλλιτεχνική του αύρα σε συνδυασμό με τη φόρα που είχε το προφίλ του στο Facebook τού έδωσαν 1.000 σταυρούς (όχι αρκετούς για να εκλεγεί με την παράταξη του Κώστα Μπακογιάννη στον Δήμο Αθηναίων) χωρίς να εκδώσει καν φυλλάδια. «Ημουν συνταξιούχος ήδη όταν μου έγινε η πρόταση. Πίστευα ότι η πολιτική θέλει σοβαρότητα και πήγα στο γραφείο του Κώστα Μπακογιάννη για να του απαντήσω αρνητικά. Του εξήγησα ότι είμαι υπερεκτεθειμένος και ότι είμαι ντροπή για την πολιτική που θέλει σοβαρούς, βλοσυρούς, οικογενειάρχες. «Μα θέλουμε αυτό που είστε», μου απάντησε. Λέω κι εγώ τότε «γιούρια!».
Η αλήθεια είναι ότι την πολιτική την αγνοούσα. Ενιωθα ότι δεν με αφορά. Με ενοχλούσε η προσωπολατρεία και το μίσος, οι κατάρες για τον Μητσοτάκη και τον Παπανδρέου. Ψήφιζα βαριεστημένα και κάποιες φορές με το ζόρι και μια εκεί και μια εδώ. Λόγω του αδελφού μου ήμουν κοντά στον Ρήγα. Στην εποχή μου δεν μπορούσες να είσαι καλλιτέχνης αν δεν ήσουν αριστερός. Ηταν σαν να μην είχες κάνει σήμερα το εμβόλιο. Ο πρώτος πολιτικός λόγος που άκουσα και μου έκανε εντύπωση – είπα αυτός μιλάει κανονικά – ήταν του Σταύρου Θεοδωράκη. Εναν αγάπησα και καταβαραθρώθηκε. Τώρα που είμαι αντιπρόεδρος στην Τεχνόπολη βλέπω από μέσα πόσο δύσκολη και πολύπλοκη είναι η πολιτική», λέει και αποκλείει την εμπλοκή του σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η Αριστερά και το κόκκινο κοστούμι
Θα συζητούσε και κάποια πρόταση από την αριστερή πτέρυγα της πολιτικής σκηνής; «Τα αριστερά κινήματα θέλουν φλόγα και νιάτα. Στα 69 μου αν σας έλεγα ότι θα προτιμούσα να είμαι κομμουνιστής θα ήταν σαν να φορώ ένα κόκκινο κοστούμι. Προτιμώ ένα μπλε ή ένα γκρι. Και εν τέλει τι είναι Αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, ο Βαρουφάκης, οι Τροτσκιστές; Γιατί οι δεξιοί είναι όλοι φασίστες και οι αριστεροί έχουν δέκα επιλογές;».
Οση ώρα μιλάει τα χέρια του κινούνται με τρόπο κομψό και επιδέξιο, όχι τόσο επιτηδευμένο όσο ο Σοφός του τηλεπαιχνιδιού Φορτ Μπουαγιάρ – χαρακτήρας που τον έκανε διάσημο στο πανελλήνιο – αλλά σαφώς ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο. Κάποιες εκφράσεις του προσώπου του θυμίζουν έντονα τον Ντίμη Τσιμισκή Χόφμαν που άφησε εποχή στους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη». Οταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη μουσική δεν θα αποφύγει να τραγουδήσει χαμηλόφωνα έστω και δυο στίχους για να είναι σίγουρος ότι ο συνομιλητής του έχει καταλάβει σε ποιο τραγούδι του Αττίκ ή της Στέλλας Γκρέκα αναφέρεται. Και λίγο θέλει να τον κεντρίσεις για να ξαναμπεί στον ρόλο του τσέλιγκα Ζήση από τη θεατρική «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου ή να θυμηθεί τον ρόλο του ως θείου στην ταινία «Xenia» του Πάνου Κούτρα, για τον οποίο κέρδισε το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Τελικά όπως κάθεται απέναντί σου αναρωτιέσαι αν όλα αυτά είναι κομμάτια του ίδιου ανθρώπου ή αν έχει συνθέσει έναν χαρακτήρα, αν παίζει έναν διαρκή ρόλο τον οποίο εγκαταλείπει μόνο όταν κλείνει η πόρτα του διαμερίσματός του, εκεί που ζει συντροφιά με την ασπρόμαυρη γάτα του, τη Μίκρα. «Την ίδια απορία είχε και ο συγγραφέας ο Κωστής Παπαγιώργης. Την οποία έγραψε κιόλας. Αναρωτιόταν αν είμαι αληθινός και πώς μπορεί να είμαι στο σπίτι μου. Σας βεβαιώνω ότι ποτέ δεν ήμουν κάποιος άλλος. Δεν μπορώ να υποκριθώ».
Αν και ζει μόνος δεν δημιουργεί ποτέ σε όσους τον γνωρίζουν την εντύπωση ότι είναι μοναχικός, καθώς χαιρετά και τον χαιρετούν διαρκώς, πάντα περιβάλλεται από φίλους και γνωστούς, γίνεται συνδετικός κρίκος για μικρές ή μεγαλύτερες συντροφιές. Η προσωπική του ζωή, ωστόσο, μοιάζει δυσεπίλυτο αίνιγμα. «Από μικρός κατάλαβα ότι πρέπει να πάρεις μια απόφαση σαν εκείνη που πήρε ο Ηρακλής όταν βρέθηκε στη διχάλα μπροστά στους δρόμους της αρετής και της κακίας. Επρεπε να διαλέξω αν ήθελα να είμαι ολόκληρος μόνος μου ή να κοπώ στα δύο. Διαπίστωσα ότι η φύση μου ήταν να είμαι ολόκληρος κι όχι εγώ κι αυτός, εγώ κι αυτή. Ηθελα να είμαι μόνος μου, χωρίς να πρέπει να δίνω εξηγήσεις. Να είμαι ελεύθερος. Ηξερα ότι δεν μπορώ να είμαι πιστός».
«Εχω μία θεία που τη λένε Ορθοδοξία»
Οσο η συζήτηση προχωρά και περιστρέφεται περί πίστης, θρησκείας και προσωπικών ιδεολογιών θα περίμενε πιθανόν ο αναγνώστης το ύφος να γίνεται και πιο σοβαρό, αλλά όταν στη θέση του συνομιλητή βρίσκεται ο Αγγελος Παπαδημητρίου η ανατροπή αποτελεί κανόνα. «Ως Ελληνας είμαι ποτισμένος με αυτό που λέμε Ορθοδοξία. Την έχω φάει με το κουτάλι από παιδί. Είναι στο αίμα μου. Είναι σαν να έχω μια θεία που τη λένε Ορθοδοξία. Είναι οικογένειά μου. Βλέποντας τις άλλες θείες, την Καθολική, τη Μουσουλμάνα, τη βρίσκω πολύ διασκεδαστική, πολύ χαρούμενη. Δεν μπορώ να ξεκόψω από αυτήν. Εχουμε κάνει Πάσχα μαζί, με έχει περιποιηθεί όταν ήμουν μικρός. Τώρα να της πω: «Δεν σε πιστεύω;». Μέχρι να πεθάνει – αν πεθάνει πριν από μένα – θα είμαστε παρεούλα. Και αντικειμενικά μου αρέσει περισσότερο από τις θείες των άλλων» σχολιάζει τη σχέση του με τη χριστιανική θρησκεία, η οποία όπως αποκαλύπτει δεν ήταν σταθερή, τουλάχιστον στα παιδικά του χρόνια, αφού στον κήπο του πατρικού του είχε φτιάξει ναό προς τιμήν του Δωδεκαθέου και θυσίαζε μυρμήγκια και τζιτζίκια στον Απόλλωνα, παρότι είχε επιλέξει ως προστάτη θεό τον Ερμή, επειδή αγαπούσε τα φτερά που φορούσε στα πόδια.
Η βροχή έχει κοπάσει. Τα πιάτα δεν έχουν καταφέρει να αδειάσουν λόγω της κουβέντας κι ενώ προτείνει να συνεχίσουμε κάπου αλλού για καφέ συζητάμε για τον ρόλο του στη νέα ταινία του Πάνου Κούτρα «Dodo», στην οποία υποδύεται έναν ηθοποιό του μουσικού θεάτρου, τον κ. Αγγελο, την παράσταση που ετοιμάζει με τον Κωνσταντίνο Τζούμα σε σκηνοθεσία Κερασίας Σαμαρά και θα δοκιμαστεί ως Σάρα Μπερνάρ, αλλά και το νέο έργο που φτιάχνει ύστερα από αρκετά μεγάλη απουσία από τα εικαστικά δρώμενα στο πλαίσιο μιας ομαδικής έκθεσης που επιμελείται η Μαρία Μαραγκού. Τι αποτύπωμα πιστεύει ότι μπορεί να αφήσει ο καλλιτέχνης στην κοινωνία; «Πέρασε η εποχή του έργου. Βρισκόμαστε στην εποχή της αίσθησης και το μόνο που αφήνει ο σωστός καλλιτέχνης είναι ένα αίτημα ελευθερίας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις