Πολύ απότομα μας άφησε η Φώφη Γεννηματά. Ολοι ξέραμε τον αγώνα της, κανείς όμως δεν περίμενε ότι τόσο σύντομα θα επέστρεφε στο μεγάλο Τίποτε, όταν μόλις πριν από τρεις εβδομάδες ήταν ακμαία και δραστήρια στη Βουλή ως συνήθως. Κανείς δεν το περίμενε, γιατί κανείς δεν θέλει να σκέπτεται πόσο σύντομη είναι η ζωή και πόσο αβέβαιο το τέλος. Ολοι σπρώχνουμε τη σκέψη στο βάθος του μυαλού και συνεχίζουμε. Αυτό άλλωστε έκανε και η Φώφη, αφότου είχε διαγνωσθεί με καρκίνο: συνέχιζε να ζει και να αγωνίζεται για αυτά που πίστευε, σαν να μην κρεμόταν η σκιά του θανάτου από πάνω της. Αυτή η γενναιότητα ήταν αξιοθαύμαστη στη Φώφη, καθώς και η αξιοπρέπεια να έχει μεν δημοσιοποιήσει την κατάστασή της, χωρίς ποτέ όμως να την έχει εκμεταλλευθεί.

Πρέπει να είναι αυτή η πρώτη φορά, νομίζω, από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα, που ένας πολιτικός αρχηγός «πέφτει επί των επάλξεων», διότι μέχρι και την τελευταία στιγμή η Φώφη παρέμενε τυπικά πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ και η τελευταία επιθυμία που εξέφρασε δημοσίως ήταν να συνεχιστεί η εκλογή νέας ηγεσίας σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ως πολιτικός, πάντως, είχε τα μειονεκτήματά της. Το μεγαλύτερο ίσως ήταν ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πλήρως τον κόσμο που προέκυψε μετά τη χρεωκοπία, έναν κόσμο που δεν της ταίριαζε και για τον οποίο δεν είχε τα εφόδια. Γι’ αυτό και η ρητορική της έμενε στο ύφος και την αισθητική του λεγόμενου ιστορικού ΠΑΣΟΚ και της νοσταλγίας για «τις παλιές καλές μέρες». Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν απλό ότι κατάφερε να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ γύρω στο 7-8%, σε μια εποχή πλήρους απαξίωσης του κόμματος, κατά την οποία πολύ εύκολα θα μπορούσε να είχε εκλείψει. Αφήνει πίσω τη μνήμη του ηθικού σθένους της και το παράδειγμα της προσωπικής της αξιοπρέπειας· και αυτό είναι ένα διόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα για ένα πρόσωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στα κοινά.

Η ζωή, όμως, συνεχίζεται· και το ερώτημα τώρα είναι πώς ο θάνατος της Φώφης επηρεάζει την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ. Τείνω να πιστέψω ότι δεν πρόκειται να επηρεάσει σοβαρά τις εξελίξεις. Ούτως ή άλλως, η αποχώρησή της από την προεκλογική κούρσα, υπό τις συνθήκες που έγινε, ισοδυναμούσε με πολιτικό θάνατο. Ο,τι ήταν να συμβεί συνέβη ήδη με την ανακοίνωση της αποχώρησής της – οι γνωστές υποψηφιότητες που προστέθηκαν. Η φυσική απουσία της δεν προσδίδει τίποτε επιπλέον στην πολιτική απουσία της που είχε προηγηθεί, εκτός από την τραγικότητα της μοίρας της. Αλλά η τραγικότητα είναι πάντα προσωπική υπόθεση και δεν μεταφράζεται σε πολιτική.

ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ

Από τη συζήτηση που εξελίσσεται γύρω από το περιστατικό με τον ένα νεκρό στο Πέραμα, αντιλαμβάνομαι ότι στη σκέψη ορισμένων υποστηρικτών της έννομης τάξης κυριαρχεί μία παρεξήγηση. Συγκεκριμένα, θέτουν το ζήτημα που προέκυψε διαζευκτικά: ή συμφωνούμε με αυτό που έγινε και όπως έγινε ή αρνούμεθα τελείως τη δυνατότητα έννομης τάξης. Δεν είναι αυτό, όμως, νόμος και τάξη. Το αίτημα υπέρ του νόμου και της τάξης, σε μία δημοκρατική πολιτεία, δεν τίθεται ποτέ ως δίλημμα μεταξύ αυθαιρεσίας και ανομίας. Λέγοντας αυτό, δεν σημαίνει ότι υποστηρίζω επ’ ουδενί ότι η συμπεριφορά των αστυνομικών στο Πέραμα ήταν αυθαιρεσία. (Αντιθέτως μάλιστα, δεν διστάζω να πω ότι η προσωπική επιθυμία μου είναι να αποδειχθεί γρήγορα η αθωότητά τους). Απλώς ζητώ να διευκρινιστεί από τους αρμοδίους τι ήταν, για να μη μένουν αμφιβολίες ως προς τον δημοκρατικό έλεγχο της Αστυνομίας – τίποτε περισσότερο.

Οσοι υποστηρικτές της έννομης τάξης δεν το κατανοούν αυτό, ουσιαστικά, συμπλέουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις περιθωριακές συλλογικότητες της άκρας Αριστεράς, είτε οι ίδιοι το καταλαβαίνουν είτε όχι. Διότι αυτές οι δυνάμεις είναι εκείνες που εκπροσωπούν την ανοχή στην παραβατικότητα και την ανομία και σπεύδουν πάντα, ανεξαρτήτως συνθηκών, να κατηγορήσουν την Αστυνομία για «βάρβαρη καταστολή» και τα τοιαύτα. Γι’ αυτό και οι σχετικές αμφιβολίες γύρω από το περιστατικό, εν τέλει, ενισχύουν τη θέση των εχθρών της έννομης τάξης. Δεν είμαστε Σουδάν, όπου οι πολίτες κατέβηκαν σε διαδήλωση, προ εβδομάδος, ζητώντας παρέμβαση του στρατού. (Και, παρεμπιπτόντως, εισακούσθηκαν: προχθές εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στο Σουδάν…) Αδικούμε τον εαυτό μας, επομένως, αν βλέπουμε το ζήτημα σαν να βρισκόμαστε στο Σουδάν, σαν ένα δίλημμα μεταξύ βούρδουλα και κατσαπλιάδων.