Είμαστε στην Καισαριανή, Σάββατο πρωί. Συνομιλώ ήδη τριάντα λεπτά με τον λαϊκό δημιουργό Βαγγέλη Κορακάκη και δεν έχουμε πιάσει στα θέματά μας ακόμη τη μουσική.

ΑΒάρναλης, Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Περιηγητές, Καραγκιόζης, Λούκι Λουκ, Αστερίξ. Μιλάμε για βιβλία, κείμενα, γραφή. Το λεπτό τομίδιο με το κίτρινο εξώφυλλο που κοσμεί ένας ναΐφ πίνακας με έναν παλαιστή του Κώστα Λαδόπουλου έχει μόλις εκδοθεί και στη θέση του συγγραφέα έχει τον Κορακάκη. Τίτλος: «Αδολη σιωπή». Εντάξει, η έκδοση συνοδεύεται από νέο δίσκο, αλλά εδώ η έκπληξη είναι τα μικρά πεζά διά χειρός Βαγγέλη που δεν ξέρεις αν πρέπει να τα κατατάξεις στην ποίηση, στο διήγημα, στο πεζό. Σίγουρα βγαλμένα και δουλεμένα από βιώματα ενός καλλιτέχνη που συνεχίζει τη μακρά παράδοση του λαϊκού τραγουδιού.

Και με σταθερή του έδρα την Καισαριανή, εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες έχει εμπλουτίσει το είδος με τη δική του ματιά. Είναι πρωί, όπως σας είπα, οι ήχοι της γειτονιάς (που κρατά κάτι μεταπολεμικό μαζί με κάτι νεόδμητο) ανακατεύονται με τις αφηγήσεις του Κορακάκη, που διακόπτονται για τηλέφωνα κρατήσεων – απαντά ο ίδιος! Είμαστε στο μαγαζί του Κρύπτη, τέως Μαγιοπούλα, λίγα μέτρα απ’ το πατρικό του και το καμαράκι όπου γράφει και όπου έχουν μπει ονόματα όπως ο Μητροπάνος ή ο Νταλάρας και άλλοι που έχουν ερμηνεύσει τραγούδια του.

Ας ξεκινήσουμε απ’ το βιβλίο.

Το 1990-91 ξεκίνησα από την Καισαριανή για να πάω στην Πύλο να παίξω σε ένα μαγαζί. Εγώ με τη βέσπα είμαι ένα και το αυτό. Οι βέσπες έχουν μία ρεζέρβα. Ως κατασκευή. Εγώ είχα πάρει άλλη μία και είχα φορτώσει και δύο μπουζούκια. Και γουστάρω τρελά. Μετά τη Μεγαλόπολη άρχισε και έριχνε βροχή. Υπάρχει ένα χωριό που λέγεται Αγιος Φλώρος. Και πήρα ένα καφεδάκι. Εκεί έχει πηγές. Αράζω στο καφενείο. Και ευφράνθηκε η ψυχή μου. Βγάζω το μπλοκάκι μου και γράφω: εκεί που φίλησε ο σκαντζόχοιρος το φίδι έσταξε το πρώτο δάκρυ του καλοκαιριού. Περίεργο, έτσι μου ‘βγαινε. Το πρώτο πρώτο σαν κειμενάκι που έγραψα.

Και από ‘κεί και πέρα αρχίζει το γράψιμο;

Κράταγα από ‘κεί και πέρα σημειώσεις. Είχα πάει στη Νέα Μάκρη, έχω ένα ρεμπετόσπιτο. Το ‘κανε ο παππούς μου, με νοοτροπία ανθρώπων από τη Μικρά Ασία, ένα σπιτάκι ωραίο. Εκεί μια μέρα γέμισαν με λάδια από ένα τασκεμπάπ που είχα φτιάξει οι κόλλες όπου είχα τις σημειώσεις! Οπότε λέω, δεν αρχίζω να τις μαζεύω σε ένα ενιαίο τετράδιο; Αρχισε σιγά σιγά να παίρνει αυτό μορφή. Εχω γράψει και ένα έργο Καραγκιόζη. Κείμενα και τραγούδια. Απαιχτο ακόμη. Από τη μία έγραφα αυτό και από την άλλη αυτά τα μικρά κείμενα. Οταν έκανα τον δίσκο, τον «Χωματόδρομο», πήγα στις «Συνακροάσεις», στο Κρατικό Ραδιόφωνο. Ο δημιουργός με τους παραγωγούς του Β’ Προγράμματος. Το σφυράω λοιπόν. Λέω, έχω και κάτι κείμενα. Στο δωματιάκι του πατρικού μου, τα σπικάριζα καιρό και έλεγα κι ένα τραγούδι. Δείξανε ενδιαφέρον εκεί. Λίγο μετά ή παράλληλα, βρέθηκα με ανθρώπους που ξέραν απ’ τον χώρο. Ηλθε η Ηρω Τριγώνη στο δωματιάκι, μετά την εκπομπή που κάναμε μαζί για τον Αρη Σκιαδόπουλο («Δρόμοι», 2005), γράψαμε μια εκπομπή στο πατρικό μου που δεν παίχτηκε λόγω του μαύρου στην ΕΡΤ το 2013. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος λόγιος. Λέω, άσ’ το. Εχω διαβάσει λίγα πράγματα στη ζωή μου.

Οπως;

Πέραν του Νίκου Καββαδία, Αστερίξ, Λούκι Λουκ. Μέσω ενός φίλου του Στέλιου Φανού, σπουδαίου ανθρώπου, μαθαίνω κάποτε πως κάπου στα τέλη του ’80 είχε βγάλει ο Κυριάκος ο Σιμόπουλος το «Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια». Επαθα πλάκα. Μετά έφαγα πετριά με τους Ξένους Ταξιδιώτες. Αν δεν ήμουν μουσικός, εγώ ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Παιδάκι, κάποτε, από εδώ στα 200 μέτρα, επί χούντας, μια μπουλντόζα έβγαλε στο φως έναν τάφο. Θυμάμαι και την επιτύμβια στήλη. Εγραφε: Αδαμάντιος Αδαμαντίου Ποτάμιος. Επαθα πλάκα. Γιατί, λέω, εδώ που πατάω μπορεί να ήταν το σπίτι ενός ανθρώπου. Επιχωματώνει ο χρόνος την Ιστορία. Αυτό όμως δεν τελειώνει.

Το παρελθόν σβήνει ή διαρκεί;

Τίποτε δεν σβήνει. Αγαπώ το παρελθόν. Με γοητεύουν οι παλιές φωτογραφίες με τα πάλκα, ας πούμε. Αγάπησα τον Βάρναλη. Θεωρώ πως είναι μεγάλη ιστορία. Δεν έχω εντρυφήσει σαν ειδικός. Αυτά τα λίγα που διάβασα, πόσο αληθινός και γήινος όμως αυτός! Λέω καμιά φορά στον γιο μου: όταν σταματήσει να υπάρχει και ο τελευταίος άνθρωπος που καταλαβαίνει τον Βάρναλη, θα ‘ρθει το τέλος του κόσμου.

Οι σημειώσεις σας. Πώς εξελίχθηκαν;

Οσον αφορά και τα τραγούδια μου, έχουν περάσει όλα αυτά τα πράγματα μέσα μου. Το βιβλίο είναι προσωπικό, είναι η ζωή μου, που δεν ήταν και τόσο εύκολη. Παλεύω ακόμη. Ενας άνθρωπος που με καθόρισε είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης. Τον θεωρώ τόσο άδολο.

Και γιατί γράψατε κείμενα και γιατί όχι στίχους όπως γράφετε πάντα;

Εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτά τα κείμενα. Οι αναστολές μου ήταν συνεχόμενες. Ο χώρος της ποίησης, του βιβλίου είναι ιερός χώρος. Εγώ πιστεύω πως και το λαϊκό είναι τεράστιο. Είχα όμως αναστολή. Ο μόνος που μου έδωσε το πράσινο φως ήταν ο Μάνος Ελευθερίου.

Πείτε μας πώς τον γνωρίζετε.

Εχω κάνει στον 9,84 μια εκπομπή που ο παραγωγός καλεί δημιουργό και αυτός αναλαμβάνει να παίξει τραγούδια και να προλογίζει. Εγώ διάλεξα τραγούδια όπως «Βεργούλες», «Περιβόλια», «Αρχόντισσα», «Σαν τον αϊτό», «Ταξιδιώτης», «Αν στερέψουν τα ποτάμια». Δεν τα προλόγισα. Είχα γράψει όμως κάτι κείμενα μικρά. Γίνεται μια παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Νικολόπουλου στην Παλιά Βουλή κι εκεί στα σκαλοπάτια συναντώ τον Μάνο Ελευθερίου. Τον θαύμαζα πολύ. Ακουσα – μου λέει – την εκπομπή και μου άρεσαν τα κείμενα. Και έπαθα πλάκα. Οταν πια αποφάσισα να εκδώσω, λέω θα πάω να πάρω τη γνώμη του. Υστερα από δύο ημέρες πέθανε. Αρχισα πια να τα οργανώνω. Πριν από δύο χρόνια, ακριβώς τέτοια εποχή, φωνάζω τον φίλο εκδότη Θανάση τον Συλιβό (σ.σ.: εκδότης «Μετρονόμου») και του διαβάζω μερικά. Για μένα η μεγάλη επανάσταση που θα κερδίσει είναι τα απλά πράγματα. Η απλότητα. Είσαι νησιώτης και ξέρεις. Ανθρωποι που πάνε στα μπαξεδάκια τους και σκάβουν. Παίρνανε την πέτρα και φτιάχνανε ξερολιθιά.

Δεν είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν τρόπο ζωής όμως;

Εγώ λέω στις σχέσεις τους οι άνθρωποι να είναι απλοί. Τώρα στην καραντίνα περπάτησα πολύ. Και βλέπω και πατώ χαμομήλι. Με το που το μύριζες είναι σαν να σου έλεγε: εγώ είμαι εδώ. Μη νομίζουν οι σημερινοί πως είναι και μάγκες. Εχουν βγει μαστόρια παλιά με πολλά κυβικά. Η Σέριφος μου ‘δωσε πολλά, ήταν ο τόπος καταγωγής της μάνας μου.

Δεν ζήσατε εκεί, αλλά έχετε σχέση πάντα.

Η μάνα μου γεννήθηκε στο Μέγα Λιβάδι, στα εννιά της πέθανε η μάνα της από την πείνα αλλά και η αδελφή της η μία και άλλος αδελφός σκελετώθηκε. Η άλλη αδελφή ήταν διανοητικά καθυστερημένη. Και εκεί στο Μέγα Λιβάδι ήταν τα μεταλλεία. Ελεγε ο παπάς, άντε θάφτε τους και εγώ θα τους ψέλνω από εδώ, από την πείνα. Πήρα πολλά από το πώς ο άνθρωπος ρίζωσε πάνω στον ξερόβραχο. Ολα αυτά, περασμένα στο έργο μου, στο βιβλίο. Ετσι κινούμαι. Το δρομολόγιό μου είναι μικρό. Στο πατρικό μου. Στη Νέα Μάκρη. Στη Σέριφο.

Δεν φύγατε ποτέ από την Καισαριανή…

Οταν ζεις σε έναν μικρόκοσμο που έχεις φτιάξει και αισθάνεσαι πλήρης, δεν σε ενδιαφέρει. Είμαι γεμάτος. Εδώ μέσα (σ.σ.: στο μαγαζί Κρύπτη) ήλθα παιδάκι. Δίπλα ήταν μια ταβέρνα, ο Καλοφαγάς. Οταν τελείωσα τον Στρατό, τη δούλεψα. Μου ‘δωσε ο πατέρας μου και πήραμε τραπέζια και καρέκλες. Τη δούλεψα και μετά γκρεμίστηκε.

Φαντάζομαι μια παλιά, ωραία ταβέρνα της γειτονιάς.

Η παλιά, η ωραία ήταν του Μαρινάκη. Υπάρχει ακόμη η εξώπορτα. Είχα και το μπουζούκι και έπαιζα εγώ στον Καλοφαγά. Είχα απολυθεί από τον Στρατό, γράφω, αλλά χωρίς να αισθάνομαι ότι κάνω και κάτι άξιο λόγου. Οταν ήλθε η μπουλντόζα και το ‘ριξε, στενοχωρήθηκα. Και εδώ στο κτίσμα, από το παράθυρο που ήταν ανοιχτό βλέπω αυτόν τον χώρο. Ενα άδειο σπίτι. Και ξεκινώ και το έφτιαξα. Το 1982. Αλλαξε χέρια, εγώ έφυγα. Πάντα ερχόμουν όμως, πάντα έπαιζα, δούλευε. Με τον τίτλο: Σαν το Παλιό μας Σπίτι. Το είχε ο Τζώρτζης, ο τραγουδιστής. Κάπου το 1996 έρχομαι και ξεκινάει η Μαγιοπούλα. Σαν επιχείρηση δεν ήταν δικό μου, αλλά δούλευα σαν μουσικός. Δικό μου γίνεται μετά την οικονομική κρίση. Μετά το ονομάζουμε Κρύπτη και το κάνουμε στέκι.

Στο έργο σας, άρα, έχετε την παλιά Καισαριανή, τους γονείς σας.

Ναι!

Βγαίνετε από πολιτικό κλίμα εκείνη την εποχή, παρ’ όλα αυτά σας απασχολεί το λαϊκό.

Εκεί είμαι ταγμένος ψυχή και σώμα. Σονάρει η ψυχή μου σε εκείνη την εποχή. Τότε που έγραφε ο Τσιτσάνης με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, για παράδειγμα. Πολλές φορές έβλεπα όνειρα πως μου χτυπάει την πόρτα ο Πρόδρομος. Πως με τραγουδάει. Και η Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Της οποίας τραγούδι ακούσατε στο έργο «Λεπρέντης» που ανέβαινε εδώ στο Θέατρο Καισαριανής, διάβασα – και σας καθόρισε.

Το «Υπόφερα για σένα τόσο» του Μητσάκη. Εκεί ξέρεις τι έγινε; Είχε ξεκινήσει μια ομάδα ηθοποιών και είχαν πάρει το παλιό δημαρχείο και το κάνανε θέατρο. Παίζανε τον «Λεπρέντη» σε σκηνοθεσία του Γιώργη Χριστοφιλάκη και σε μουσική του Δήμου Μούτση. Στα καμαρίνια το παίζανε το τραγούδι του Μητσάκη για πάρτη τους και μόλις ακούω τη μουσική φεύγω σφαίρα. Λέω, παίζω κι εγώ. Μου λέει ένα παλικάρι, εγώ θα φύγω, δεν έρχεσαι; Ολα αυτά είναι μέσα μου.

Ολοι ξεκίνησαν με ταβέρνες μεταπολεμικά. Οπως ο Πάνος Γαβαλάς.

Θα μπορούσε να πει τραγούδια μου ο Πάνος. Τον λατρεύω.

Είστε σε αυτό το κλίμα Πάνου Γαβαλά, Αντώνη Κατινάρη κ.ά.

Οταν μου πήρε το πρώτο μπουζουκάκι ο πατέρας μου, μου λέει: εδώ πιο κάτω μένει ο Αντώνης, ο ξάδερφός μου (σ.σ.: Κατινάρης). Στη Νέα Μάκρη αυτά. Πάω και ανεβαίνω σε μια ελιά με το μπουζούκι. Και άρχισε κι ερχόταν σπίτι μας. Κι έπαιζε. Κάποια στιγμή λέω, αυτό θέλω να κάνω. Καθόμαστε στη Νέα Μάκρη και στη σμυρναίικη μου ‘λεγε: Τσακιστά, βρε, να κάνει η πένα «τλου»! Μέγιστος μπουζουξής. Με σημάδεψε πολύ στο παίξιμό του.

Αρχικά πάντως εσείς γράφετε τραγούδια με τον Τάσο Σαμαρτζή.

Ακριβώς, σε αυτόν τον χώρο, εδώ μέσα, ερχόταν σαν πελάτης ο Τάσος. Εγώ έχω απολυθεί από τον Στρατό. Λίγο μετά, το 1983-84, μου λέει: έχω γράψει κάτι στίχους για τον Στρατό, θες να βάλεις τη μουσική; Βάζω σε όλα όσα μου ‘φερε. Και μου λέει να πάμε στον Απόστολο Καλδάρα να τα ακούσει. Πάμε στο σπίτι του. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως ένας συνθέτης της πρώτης γραμμής μάς δέχεται. Εγώ ήθελα να μου δείξει το μπουζούκι (το μαύρο του Ζοζέφ) που έπαιζε σε ταινίες. Που τις είχα δει όλες, αυτές με Νίκο Ξανθόπουλο, Φούλη Δημητρίου στο τραγούδι κ.τ.λ. Στο σινεμά Νανά εδώ στην Καισαριανή. Τα ακούει τα τραγούδια όλα. Μας λέει τις συμβουλές του. Μετά ο Τάσος κάνει επαφές με τη Lyra να γίνει ο δίσκος με τίτλο «Στρατόπεδα και πλοία». Εμένα μου κράτησαν τρία τραγούδια. Ηταν διάφοροι δημιουργοί μαζί. Τραγουδιστής ήταν ο Κώστας Αντωνόπουλος. Ο Τάσος συνέχισε την πορεία του. Είχα το εξώφυλλο και το βάσταγα στο χέρι από τη χαρά μου. Αυτά, το 1985. Ακούει ο Αγγελος ο Σφακιανάκης τα τραγούδια και μου ζητάει υλικό – χωρίς τον Αγγελο δεν θα είχα μπει στη δισκογραφία. Και του δίνω. Και αρχίζει ο αγώνας του Κυριάκου Μαραβέλια της Lyra να τα πει η Μπέλλου. Πήγαινα σπίτι της, αλλά μετά εκείνη δυστρόπησε. Αποφασίστηκε να τα πει ο Τζώρτζης και εγώ. Το εισιτήριο ήταν αυτό.

Εχετε δίσκους με Μητροπάνο και Νταλάρα. Πώς, αλήθεια, φτάσατε σε αυτούς;

Ηταν τα απωθημένα μου. Είχα θαυμασμό. Με τον Δημήτρη πώς γνωριστήκαμε; Σημαντικός άνθρωπος που έπαιξε ρόλο ήταν ο Ηλίας Μπενέτος. Είχα πάει στη Minos αρχικά και μου λέει: πήγαινε στη Lyra. Ο Ηλίας πολύ μετά μου κάνει την πρόταση το 1996 να κάνω συμβόλαιο με τη Minos. Κάνω μισό δίσκο με την Κατερίνα Κούκα και μετά έρχεται ο Μήτσος. Φαντάσου, ένας άνθρωπος σαν εμένα τότε, εξωσυστημικός. Ούτε μανατζαραίους ούτε τίποτε. Ο Ηλίας όμως με αντιμετωπίζει με μεγάλο σεβασμό. Ξαφνικά μου λέει: θα έρθουμε στο δωματιάκι να τα κάνουμε πρόβα. Και ήλθε ο Μητροπάνος στο καμαράκι της Καισαριανής. Και τα ηχογραφούμε. Είπε επτά δικά μου. Και έκανε και αγώνα να με τραβήξει από εδώ. Να πάω σε μεγάλα κέντρα. Μου ‘δωσε πολύ θάρρος. Με ξεκόμπλαρε. Ηταν οδυνηρή η απώλειά του. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήθελε να χαρεί την οικογένειά του.

Με τον Νταλάρα;

Με είχε πάρει ένα τηλέφωνο. Μιλούσαμε αραιά. Ετσι. Μια επαφή τέτοιου τύπου. Μου λέει μια μέρα, θα ‘ρθω να πάρω τα τραγούδια. Εγώ όμως έφευγα για Σέριφο με το καράβι. Εχω κάτσει, έχω ετοιμάσει τα τραγούδια. Μια μέρα που έριχνε καρεκλοπόδαρα, μου λέει: έρχομαι. Είναι απ’ τα λίγα πράγματα που μέσα μου δεν έχουν γκρεμιστεί. Είχα μια αγάπη σε αυτόν τον άνθρωπο. Ηλθε και έγραψε στο συν 1, υπόγειο. Με σεβασμό. Ακουγε… άκουγε. Του λέω: κάνε, Γιώργο, οδηγό να γράψουμε τις ορχήστρες. Δεν τα ‘χε πει ακόμη. Τα ψιθύριζε. Στη μία τη νύχτα λέει στον ηχολήπτη: βάλε μικρόφωνο. Και λέει το «Χαράζει στη στράτα μου». Συγκινηθήκαμε όλοι. Τέτοιο μέγεθος καλλιτέχνη δεν θα ξαναπεράσει. Δεν είναι μόνον η ερμηνευτική του δεινότητα, έχει μέσα του το λαϊκό. Τίμησε το παιδί μου, τον Βασίλη, που συνεργάζονται.