[…]

Από τον Όμηρο μάς χωρίζουν λοιπόν —όπως το έχω γράψει από το 1964, και οι φοιτητές μου έμεναν κατάπληκτοι όταν το άκουαν— 86 ή 87 παππούδες, αν τον τοποθετήσουμε στο 850 ή το 820 π.Χ. Μόνο τόσοι! Και αν είχαμε τα γενεαλογικά μας δένδρα από την αρχαιότητα, για μερικούς Έλληνες ο 87ος ή 86ος πρόγονος θα μπορούσε να ήταν ο Όμηρος ή ένας σύγχρονός του, και μόνο ο 74ος θα ήταν ο Περικλής ή ο Σωκράτης ή ο Σοφοκλής!

Δυστυχώς ή ευτυχώς βρισκόμαστε πολύ κοντά τους. Αυτό φαίνεται και στην γλώσσα, τις παλιές θρησκευτικές συνήθειες, τις νεκρικές, τις γαμήλιες τελετές, τα έθιμα γεννητουριών, ονοματοθεσίας, σποράς, θερισμού, στις απόκριες και τις πυροβασίες, που συνεχίζονται σχεδόν αναλλοίωτα από προομηρικές εποχές. Αυτό φαίνεται στους χαρακτήρες των ανθρώπων, στις συναισθηματικές τους αντιδράσεις, στα πολιτικά πάθη, αλλά και στις μεγαλόψυχες θυσίες και αυτοθυσίες ζωής και περιουσίας. Κι αυτά τα βρίσκουμε ολόιδια στις γραπτές εμπειρίες που μας διέσωσαν οι αρχαίοι.

[…]

Η κίνηση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος προς όλες τις περιοχές του επιστητού, με πληρότητα και άρτια διατύπωση σε όλες τις εποχές, στηρίχθηκε φυσικά στην ύπαρξη ενός καλά αναπτυγμένου και πλούσιου γλωσσικού οργάνου: πλούσιου σε λέξεις αφηρημένες και συγκεκριμένες, σε ρήματα, ονόματα, αντωνυμίες κλπ., πλούσιου από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα ομηρικά έπη.

Η εξέλιξη παρουσιάζει περίεργες πλευρές: α) Οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι λαοί, πρώτα διηγούνταν ή συνέθεταν και τραγουδούσαν προφορικά, και πολύ αργότερα άρχισαν να γράφουν αυτά που τραγουδούσαν ή διηγούνταν. Ξέρουμε από την παράδοση ότι τα ομηρικά ποιήματα πήραν την οριστική τους μορφή με καταγραφή στην Αθήνα, στην εποχή του Πεισιστράτου, δηλαδή μέσα στον 6ο αιώνα, και ότι ακόμα και το ιστορικό έργο του Ηροδότου είναι επηρεασμένο από την προφορική αφήγηση. β) Ότι οι Έλληνες που διηγούνταν ή έγραφαν αυτές τις θαυμαστές δημιουργίες ήξεραν να διηγούνται ή να γράφουν, δεν ήξεραν όμως γραμματική και συντακτικό, γιατί έγραφαν την γλώσσα που μιλούσαν· μάθαιναν όμως ρητορική! γ) Η μελέτη της ρητορικής, και γενικότερα του λόγου, γίνεται τον 5ο αιώνα, πριν από την μελέτη και αναγνώριση των μερών του λόγου και την συγκρότηση αυτής που αργότερα ονομάσθηκε γραμματική. δ) Ότι η αναγνώριση των μερών του λόγου αρχίζει κάπως με τον Πρόδικο και τον Πλάτωνα, προχωρεί σημαντικά με τον Αριστοτέλη και συστηματοποιείται από τους στωικούς και τους αλεξανδρινούς. ε) Ότι, για πρώτη φορά, στις Κατηγορίες του ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει τον λόγο σε συμπλεγμένον και ασύμπλεκτο, δηλαδή σε προτάσεις ή απλές λέξεις. […]

Η διαφορά της φωνής από τον λόγο, η σημασία του τελευταίου για τον άνθρωπο, η ποικιλία του, είναι παγκόσμια φαινόμενα, τα όρισε όμως και πάλι ο Αριστοτέλης με ανατομικήν ακρίβεια στα Πολιτικά του λέγοντας ότι η φωνή είναι σημάδι λύπης ή χαράς και την έχουν όλα τα ζώα και την δηλώνουν αναμεταξύ τους, «ο δε λόγος επί τω δηλούν εστι το συμφέρον και το βλαβερόν, ώστε και το δίκαιον και το άδικον»· κι αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, να αισθάνεται το κακό και το δίκαιο και το άδικο και τα άλλα, και να τα χρησιμοποιεί για να δημιουργεί το σπίτι και την πόλη.

[…]

Με αυτήν την καλλιέργεια και με αυτήν την πλαστικότητα, που δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη της ποίησης και στο θέατρο με μοναδικήν επιτυχία, η ελληνική γλώσσα βγήκε νωρίς από τα διαλεκτικά της σύνορα. Ενισχυμένη από την αττική διάλεκτο, που είχε καλλιεργηθεί περισσότερο, έγινε κοινή, με ανάμειξη και των διαφόρων διαλέκτων, στην Μικρά Ασία, την Ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο, χάρη στις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και την ανάπτυξη των κρατών των Διαδόχων, ανάπτυξη που δεν ενοχλήθηκε από την ανατολική επέκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως είπαμε. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να ξεχαστεί και η ζωντανή παρουσία του ελληνισμού και της ελληνικής γλώσσας στην Δύση, και κυρίως στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, η οποία συνεχίσθηκε ως τον 10ο και 14ο αιώνα, και εν μέρει ως τις ημέρες μας.

Ο χριστιανισμός στηρίχθηκε στην κοινή της εποχής, για να προσηλυτίσει τα «έθνη» στην νέα θρησκεία, παρά το γεγονός ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξελατίνιζε τους αγράμματους λαούς που κατακτούσε, προσφέροντάς τους εγγραμματοσύνη, διοίκηση, νομοθεσία, τέχνη. Τους Έλληνες όμως δεν επιχείρησε να τους εκλατινίσει, γιατί τα αγαθά που πρόσφερε η Ρώμη προϋπήρχαν από αιώνες στην Ελλάδα. Και μολονότι το Βυζάντιο, ως Νέα Ρώμη και Κωνσταντινούπολη, συνεχίζει στην αρχή την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η ίδια, χωρίς να το πάρει είδηση, ανεπαίσθητα και μακροπρόθεσμα, άλλαξε χαρακτήρα και έγινε ελληνική, με μιαν μεταμόρφωση που δεν έχει το όμοιό της στην παγκόσμια ιστορία. Η καλλιέργεια της αρχαιοελληνικής παράδοσης παίρνει μεγάλην ώθηση με τον Φώτιο και συνεχίζεται ως την Δ’ Σταυροφορία, και ύστερα πάλι με τους Παλαιολόγους, ανακόπηκε όμως οριστικά με την υποδούλωση στους Τούρκους και την φυγή των λογίων στην Δύση.

Η τμηματική μας αποκατάσταση ύστερα από 400 και 500 χρόνια, με μεγάλες θυσίες, βρήκε την Ελλάδα με ένα κοινό προφορικό γλωσσικό όργανο και με ένα αρχαιότροπο γραπτό, που αποτελούσε την τελευταία εξέλιξη του αττικισμού. Το όργανο αυτό έπρεπε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νέου κράτους, στην διοίκηση, τον στρατό, την επιστήμη, την εκπαίδευση, η απόστασή του όμως από τον προφορικό λόγο και η περιορισμένη παιδεία εμπόδιζαν την προσέγγιση και σύγκλιση των δύο τύπων.

Ύστερα από πολλές περιπέτειες βρισκόμαστε σε κάποιαν τελική φάση αυτής της αντίθεσης, με αναμείξεις και εμπλουτισμούς και προσαρμογές. Όπως μας συμβαίνει όμως πολύ συχνά, περάσαμε στο άλλο άκρο καταργώντας την διδασκαλία και των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Η εισαγωγή των μεταφράσεων αποτελεί βεβαιότατα εμπλουτισμόν των γνώσεων και ευρύτερη γνωριμία με τον αρχαίο τρόπο σκέψης και ζωής, δεν αποτελεί όμως καθόλου γνωριμία με την αρχαία ελληνική γλώσσα, με τον πλούτο της και με την πλαστικότητά της. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Άλλο πράγμα είναι το τι μας διδάσκουν οι μεταφράσεις του αρχαίου λόγου, και άλλο το πώς το έλεγαν οι αρχαίοι και ποιος ήταν αυτός ο λόγος.

Δεν είναι βέβαια δυνατό, κυρίες και κύριοι, να πω τίποτε περισσότερο στην επίσημη αυτήν ώρα, θα ήθελα όμως μόνο να ελπίζω ότι από την πανοραμική αυτήν επισκόπηση θα έγινε φανερή η μοναδικότητα και η οικουμενικότητα της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, το γόνιμο ψηλάφημα των εφικτών συνόρων του επιστητού από λίγους ανθρώπους μέσα σε λίγες εκατονταετίες, η δυνατότητά της να εξερευνά το κάθε τι που αφορά τον άνθρωπο και τη φύση και να μας δείχνει δρόμους ακόμα και σήμερα. Η αρχαία ελληνική γλώσσα έγινε ένα τελειότατο εργαλείο για την δημιουργία μιας μοναδικής περιουσίας, που έχουμε εθνικήν υποχρέωση να μην την αφήσουμε να αχρηστευθεί. Αν οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν ατελείς, αυτές έπρεπε να αντικαταστήσουμε με καλύτερες, και όχι να διώξουμε τα αρχαία ελληνικά. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι ορίζοντες που εξερευνήθηκαν από την αρχαία ελληνική σκέψη και περιγράφηκαν με την ελληνική γλώσσα είναι οι ίδιοι με αυτούς στους οποίους κινούμαστε σήμερα. Οι τεχνικές πρόοδοι αποτελούν προεκτάσεις του χεριού μας, διευκολύνουν σε πολλά την καθημερινή μας ζωή, δημιουργούν όμως και αναστατώσεις στην ζωή μας και στο περιβάλλον, τις οποίες καλείται το μυαλό να διερευνήσει και να θεραπεύσει. Και η διερεύνηση και η θεραπεία διεξάγονται επάνω στις γραμμές που όρισε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε ακόμα με περηφάνια, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα μπορούμε να δημιουργούμε κι εμείς.

*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Αγαπητός Τσοπανάκης με τίτλο «Η γονιμότητα της αρχαιοελληνικής γραμματείας» (πηγή: Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών).

Ο ροδίτης Αγαπητός Τσοπανάκης (1908 – 27 Οκτωβρίου 2005), διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής Φιλολογίας και γλωσσολόγος, διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών το 1998.