Ντίνος Χριστιανόπουλος – «Ενωμένοι οι Ελληνες νίκησαν τους Ιταλούς»
Εκθέσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου από την περίοδο που ήταν μαθητής Γυμνασίου, όπως περιέχονται στην έκδοση «Μαθητικές εργασίες 1943 - 1948» του University Studio Press
- Πατέρας βίαζε και εξέδιδε την ανήλικη κόρη του σε άγνωστους άνδρες - Σοκάρει υπόθεση στη Γαλλία
- Πολάκης: Τη Δευτέρα θα είμαι μπροστάρης σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ
- Φάμελλος: Τυχοδιώκτης ο Κασσελάκης – Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σταματήσει το πάρτι δισεκατομμυρίων του Μητσοτάκη
- Το «εστιατόριο των λανθασμένων παραγγελιών» στην Ιαπωνία έχει να μας διδάξει πολλά
«Κάθε άνθρωπος είναι μια ιδιότυπη και ανεπανάληπτη τελικά προσωπικότητα, πόσο μάλλον ο Χριστιανόπουλος, ο οποίος δεν υπήρξε τυπικό δείγμα γράφοντος εν εφηβεία (δεν απέφυγε και δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει τις συναισθηματικές υπερβολές και τη ρομαντικογενή αφέλεια, αλλά ωρίμασε ταχύτατα, ξεπερνώντας τις «παιδικές ασθένειες» της πρωτόλειας συγγραφής)». Η περιγραφή του Δημήτρη Κοκόρη, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αντιστοιχεί στη μαθητική περίοδο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (1931 – 2020), όπως αποτυπώνεται πλέον στην έκδοση «Μαθητικές εργασίες, 1943 – 1948» (εκδ. University Press, 2021). Πρόκειται για συλλογή εκθέσεων που έγραψε ως μαθητής ο εκλιπών συγγραφέας από το 1943 (Δεύτερη Τάξη νέου τύπου, που αντιστοιχεί στην Εκτη του σημερινού Δημοτικού) ως το 1948 (Πέμπτη Τάξη παλαιού τύπου, που αντιστοιχεί στη Δευτέρα του σημερινού Γυμνασίου). Ηταν, λοιπόν, από δώδεκα έως δεκαεπτά ετών. Οπως επισημαίνει στο εισαγωγικό σημείωμα ο διαχειριστής του Αρχείου του, Γιάννης Μέγας, προέρχονται από το αρχείο που δώρισε ο Χριστιανόπουλος στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ το 2016. Σ’ αυτό υπήρχε κι ένας φάκελος με 11 αριθμημένα μικρά τετράδια (12,5 x 17 εκ.), καπλαντισμένα από τον ίδιο. Σε αυτά είχε μεταφέρει από το 1946 τις επιλεγμένες εργασίες του (εκθέσεις, κριτικές, αρκετά σκίτσα), που περιέχονται στη νέα έκδοση υπογράφοντας ως Λάκης Δημητριάδης, με το πραγματικό του επίθετο, δηλαδή (Κωνσταντίνος Δημητριάδης).
Το πρώτο χρονολογικά από τα κείμενα τιτλοφορείται «Πώς περνώ την ημέραν μου στο σχολείο»: «Την ημέραν μου περνώ ως εξής: το πρωί αφού κάνω τα πρωινά μου καθήκοντα κάθομαι με κάποια όρεξη και χαρά για να διαβάσω. Σκέπτομαι πως αν δε γράψω καλά και αν δεν μελετήσω τα μαθήματά μου δεν θα πάρω καλόν βαθμόν και δεν θα μπορέσω να κερδίσω την συμπάθεια των καθηγητών μου…». Με δεδομένο ότι ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε το 1931 εδώ είναι 12 ετών. Τρία χρόνια αργότερα υπογράφει τα πρώτα ποιήματά του. Εκτός από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο μελλοντικός ποιητής ο Κοκόρης επισημαίνει κάτι εξίσου σημαντικό: «Ως προς την ιστορία της Εκπαίδευσης επιβεβαιώνουμε από μία ακόμη πηγή τα θέματα που δίδονταν για ανάπτυξη στα παιδιά στο πλαίσιο της Εκθεσης Ιδεών, τον τρόπο με τον οποίο οι μαθήτριες και οι μαθητές ασκούνταν στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων, την ύπαρξη εκπαιδευτικών πρακτικών που σήμερα δεν συνηθίζονται (όπως, για παράδειγμα, το να σχολιάζει και να κρίνει σύντομα ένας μαθητής την έκθεση του συμμαθητή του) ή και τις ιδιότυπες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων (κατά τη γερμανική κατοχή, δείγματος χάριν, πληροφορούμαστε πως τα σχολεία στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν μόνο σε απογευματινή βάρδια, οπότε τα παιδιά ετοίμαζαν τα μαθήματά τους κατά τις πρωινές ώρες. Από φιλολογικής πλευράς, μεγάλον ενδιαφέρον έχουν οι περιλήψεις – διασκευές λογοτεχνικών κειμένων της σχολικής ύλης, οι οποίες συνηθίζονταν εκείνη την εποχή ως τύπος σχολικής άσκησης».
Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν τρεις από τις σχολικές εργασίες, που περιέχονται στην έκδοση (κατά τη μεταφορά των κειμένων διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής, αλλά όχι οι τόνοι του πολυτονικού).
«Ποια μεγάλη προσωπικότητα εκ της ιστορίας μού προξενεί τον μεγαλύτερον θαυμασμόν και γιατί»
Πολλές φορές μου τέθηκεν αυτό το ρώτημα, άλλοτες απ’ τον εαυτό μου κι άλλοτες από τους άλλους. Κι ωστόσο, πάντοτε, σχεδόν συστηματικά απόφυγα να δώσω μιαν ορισμένην απάντηση. Γιατί μέσα στους περιπάτους μας στη μεγάλην ιστορία του κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος εκείνους που μας γέννησαν αποστροφή και φρίκη, όλοι οι άλλοι «μεγάλοι», ποιος λίγο, ποιος πολύ, πήραν ένα μέρος από την αγάπη μας, από την καρδιά μας. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι όπως όλοι, έτσι κι εγώ προτιμώ απ’ όλους τους άλλους, τους Έλληνες, επειδή κι Έλληνας είμαι, αλλά κι επειδή μόνον οι Έλληνες έχουνε να επιδείξουνε τόσες λαμπρές προσωπικότητες, αρχίζοντας από τον Περικλή, το Μέγα Αλέξανδρο, το Μέγα Κωνσταντίνο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, και φτάνοντας ως το Ρήγα Φερραίο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κι ακόμα, ως το Βενιζέλο. Είναι σα να μας δίνουν ένα κουτί με διαμάντια και μας λεν να διαλέξουμεν ένα, μολονότι όλα έχουν την ίδιαν αξία.
Ωστόσο μέσα μου λάμπει πιότερο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Αυτός ο βασιληάς ο επί κεφαλής ενός έθνους μικρού μα ηρωϊκού έθνους που αγωνίστηκεν ανάντια στις ιμπεριαλιστικές ορδές των βαρβάρων, ο βασιληάς που πολέμησε και σκοτώθηκε πάνω στο πεδίο της τιμής, δίνοντας έτσι τρανό παράδειγμα θυσίας στις αγνότερες εθνικιστικές ιδέες, τι τα θέλετε; Με συγκινεί ιδιαίτερα. Στάθηκεν αλήθεια άνθρωπος που συνδύασε όλα στη ζωή του: την κορώνα με τη λαϊκήν απλότητα, τ’ αξιώματα με την ταπεινοσύνη, τη δραστηριότητα με τη θυσία, το χριστιανισμό με τον Ελληνισμό. Αν ο Μέγας Αλέξαντρος αγωνίστηκε να διαδώσει τη φλόγα, αυτός αγωνίστηκε να την κρατήσει να μη σβύσει. Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος υποστήριξε θερμά το Χριστιανισμό, αυτός αγωνίστηκε για να μη καταστραφεί. Αν ο Κολοκοτρώνης πολέμησε να βρει το κράτος την παληά του αίγλη και δόξα, αυτός αγωνίστηκε να σώσει τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα, την ευγένεια από τους χυδαίους. Σχέση δεν έχει αν νικήσανε στο τέλος οι δυνάμεις του κακού. Σχέση έχει τ’ ότι στάθηκε μαχητής ακούραστος στην πιο κρίσιμη στιγμή του έθνους μας. Ότι θυσιάστηκε για μια ιδέα. Ότι έπραξε το καθήκον του. Και ζει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σα θρύλος, στο στόμα του λαού, σα «μαρμαρωμένος βασιληάς» όπως λέει κι ο ποιητής, που ώρα την ώρα καρτερεί τον Αρχάγγελο να του δώσει τη σπάθα να διώξει τους Τούρκους, μόνο και μόνο γι’ αυτό. Γι’ αυτό το κάτι που τον ξεχωρίζει απ’ τους άλλους, γι’ αυτό που με λόγια δε μπορώ να σας το πω κι καταλαβαίνετε πολύ καλά καθώς κι εγώ.
Αγαπώ τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ιδού το γιατί και το διότι!
«Εν τη ενώσει η δύναμις»
«Οι μεγάλες αλήθειες, στην ουσία τους είναι πάντοτ’ απλές. Τόσο απλές που να τις καταλαβαίνουν, να τις νοιώθουν όλοι, ακόμα και τα παιδιά. Κι ήμουν μικρό, πολύ μικρό παιδί όταν την είχα νοιώσει εντός μου, κι αφορμή σε τούτο ήταν το παραμύθι το λαϊκό, το ωραίο. «Είτανε -λένε- ένας πατέρας ετοιμοθάνατος κι είπε στα παιδιά του: Πάρτε καθένας απόνα ραβδί και σπάστε το. Τα παιδιά το κάναν μ’ ευκολία. Τότες εκείνος τους είπε: Τώρα ο καθένας σας ας δοκιμάσει να σπάσει τα κλαδιά ενωμένα. Τα παιδιά δοκίμασαν – του κάκου. Και τότες ο πατέρας τους τούς άφησε πνευματική κληρονομιά το παραπάνω το ρητό, σε λόγια απλά, χωριάτικα». Αυτό είναι το παραμύθι το λαϊκό, το ωραίο, κι είναι πολλές οι φορές που το θυμάμαι. Το λέω και δε προσθέτω λέξη, γιατί ‘ναι τόσο απλό· μιλάει μόνο του.
Μα ποιος ο λόγος ν’ ανατρέχουμε στα παραμύθια. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα. Φωνάζει. Ποιος από μας δε ξέρει τις νίκες του Μεγαλέξαντρου; Κάτ’ απ’ την καθοδήγησή του κοσμοκράτορες γίναν οι Έλληνες. Έπρεπε πρώτα να ενωθούν, να καταλυθούν οι Αθήνες κι οι Σπάρτες, για ν’ ακολουθήσει ο κολοφώνας της δόξας. Κι ύστερα, βλέπουμε το ίδιο πάλι πράμα με άλλα πρόσωπα, σ’ άλλη εποχή. Βλέπουμε τον Ηράκλειο να κατατροπώνει τους Αβάρους, επειδή είχε πετύχει την ενότητα ανάμεσα στους λαούς του Βυζάντιου. Αλλά, τι να πούμε για το 1821, το θαυμαστό αυτό σταθμό της ιστορίας μας; Εδώ πια είν’ ολοφάνερο πως ο κύριος συντελεστής της νίκης στάθηκε η ενότητα κι’ η ομόνοια πούχαν οι Έλληνες μεταξύ τους. Αντίθετα, όπου παρουσιάζονταν διάσταση, αμέσως επακολουθούσε η συντριβή. Τέλος, φτάνουμε στην εποποιΐα του 1941. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα, φωτεινότερο, από αυτό. Ενωμένοι οι Έλληνες νίκησαν τους Ιταλούς, ενωμένοι τους ρίξαν στη θάλασσα.
Ωστόσο, η δύναμη της ενότητας, διαφαίνεται καλύτερα απ’ την αρνητική εικόνα της ιστορίας. Ν’ αρχίσουμε απ’ τον Πελοποννησιακό πόλεμο; Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος απ’ αυτόν, που μόνο μίση, διαρέσεις και διχόνοιες τον προκάλεσαν. Το ίδιο φαινόμενο δεν παρουσιάζουν κι οι Ελληνιστικοί χρόνοι; Κι οι χρόνοι της Φραγκοκρατίας; Κι η ήττα του 1897; Αλλά, ας μην αναζητούμε παραδείγματα στο παρελθόν. Η σημερινή κατάσταση είνια το πιο ζωντανό παράδειγμα. Πού οφείλονται τα αίματα; Πού οφείλεται ο αλληλοσπαραγμός μας; Αλλοίμονο. Στη διχόνοια, μόνο σ΄αυτή.
Και μήπως στην οικογένεια το ίδιο δε συμβαίνει; Και μήπως στο σχολείο το ίδιο δε γίνεται;
Έτσι λοιπόν. Η ένωση δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Δεν επιδέχεται και αμφιταλάντευση. Χρειάζεται πάντα να τό χουμε στο νου μας, και πάντα να το εφαρμόζουμε το ρητό αυτό, τη μεγάλη αλήθεια: Εν τη ενώσει η δύναμις!».
«30ή Οκτωβρίου 1945»
«Είναι καταπληκτικό, το ότι ο Θεός τα έφερε έτσι ώστε όλες οι δωρεές Του να γιορταστούν μαζί: 26, 28, 30 Οκτωβρίου. Γιορτές θρησκευτικές και πατριωτικές, γιορτές που σ’ αυτές φαίνονταν οι δωρεές του Θεού. Κι αφού γιορτάσαμε τη γιορτή τ’ Άη-Δημήτρη· κι αφού γιορτάσαμε την απελευθέρωση της Σαλονίκης το 1912· κι αφού γιορτάσαμε την επέτειο, του ιστορικού «ΟΧΙ» που πετάξαμε κατάμουτρα στον Ιταλό επιδρομέα· αφού κάναμ’ όλ’ αυτά, ανάτειλε η μέρα της 30ής Οκτωβρίου. Τι έγινε τη μέρ’ αυτήν; για πολλούς φαίνεται ασήμαντη. Μα κι αυτή λάμπει, όπως λάμπουν κι όλες οι άλλες γιορτές. Τη μέρ’ αυτή, ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό κράτος της Ευρώπης έφευγε νικημένο και ντροπιασμένο, απ’ την πόλη μας. Είχαν έρθει οι καταχτητές με τανκς κι αεροπλάνα, κι έφευγαν πάνω στα γαϊδούρια, πούχαν κλέψει απ’ τους χωριάτες. Τη μέρα που ο λαός της Σαλονίκης, ανάπνευσε τον καθαρό αέρα της λευτεριάς, της μέρα που τ’ άγαλμα του Βότση, δαφνοστεφανώθηκε, τη μέρα αυτή γιορτάζουμε σήμερα. Τη μέρ’ αυτή οι κάτοικοι της πόλης μας, γιορτάσανε τη λευτεριά τους.
(…)
Πρωί. Έριξα τη νυσταγμένη μου ματιά στο ρολόϊ μας, κι είδα πως είχα αργήσει. Ντύνομαι βιαστικά βιαστικά, και σε λίγο τρέχω στα στενά δρομάκια της πόλης. Πού πάω; στην εκκλησιά. Ναι. Πάω να ευχαριστήσω το Θεό, για το μεγάλο δώρο της λευτεριάς, που μας χάρισε. Είχα καθήκον να το κάνω. Σε λίγο βρίσκουμαι μέσα σ’ αυτή. Σε μια ατμόσφαιρα χαράς, κοντά σε πρόσωπα χαρούμενα, παρακολουθώ τη Θ. Λειτουργία. Κι όταν τέλειωσε η εκκλησία, ένοιωσα πως είχα ωφεληθή πολύ.
(…)
Τη μέρα της λευτεριάς μας, καθισμένος στο τραπέζι του δωματίου μου, γράφω στο ημερολόγιό μου: «…Μέγα εθνική. Επέτειος ιστορική. Μέρα που μυρίζει λευτεριά…». Ξάφνου ακούω πυροβολισμούς. Πάλι τα ίδια έχουμε. Κι εξακολουθώ: «…Τη μέρ’ αυτή θα πεθυμούσα, να τη γιορτάζαμ’ ενωμένοι όλοι οι Έλληνες. Τότε η μέρα αυτή θάτανε πιο όμορφη. Μα πότε Κύριε; πότε;»».
infoΝτίνος Χριστιανόπουλος «Μαθητικές εργασίες, 1943 – 1948» (εκδ. University Press, 2021). Τα έσοδα από την έκδοση δωρίζονται στην Κιβωτό του Κόσμου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις