Τι θα συμβεί όταν οι δανειστές της Ελλάδας «προτείνουν» μία ανάσα στο χρέος
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η βιωσιμότητα του χρέους και το κόστος αποπληρωμής – Τι θα σημαίνουν οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας
- Πού βρίσκεται η Ahoo Daryaei; - «Αν την έχουν πειράξει θα πάρουν φωτιά οι δρόμοι»
- Όσα συνέβησαν μέσα στην έπαυλη του Φρανκ Σινάτρα – Τζόγος και κρυφές ερωτικές συναντήσεις
- Νέες ισραηλινές σφαγές σε Βηρυτό και Γάζα που παραπέμπει στην «Αποκάλυψη»
- Πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας: Μήπως είναι πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία του;
Μόνο ανάσα μπορεί να είναι όταν ο κυριότερος δανειστής της Ελλάδας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, είναι υπέρ της αύξησης του ορίου στο χρέος από 60% στο 100% του ΑΕΠ, στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί στα 350 δισ. ευρώ ή αλλιώς στο 197,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, οπως αναφέρει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, καταγράφοντας μείωση σε σχέση με το 2020, όπου εκτοξεύθηκε στα 341 δισ. ευρώ ή 205,6% του ΑΕΠ. Για το 2022 προβλέπεται να υποχωρεί στο 190,4% του ΑΕΠ, αν και σε απόλυτους αριθμούς θα ανέλθει στα 355 δισ. ευρώ.
Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη όπως τονίζεται από τους περισσότερες θεσμικές μελέτες. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη 10ετία παραμένουν οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Βάσει της σύνθεση του δημόσιου χρέους, αποτελείται κατά περίπου 80% από μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, όπως τον ESM, με εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών.
Πλεονάσματα και χρέος
Η μελέτη έχει τίτλο: «Προς ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο: ο δρόμος για το μέλλον» και έχει συνταχθεί από τέσσερα στελέχη του ESM, ένα του ΔΝΤ και ένα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο κείμενο των 42 σελίδων που δημοσίευσε προ ημερών ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας προτείνει επίσης τη διατήρηση του κανόνα της προσαρμογής του χρέους για ετήσια μείωση κατά το 1/20 της διαφοράς του χρέους κάθε χώρας από το μέγιστο αποδεκτό όριο. Κάνει λόγο για πρωτογενή πλεονάσματα για τις χώρες με υψηλό χρέος, αν είναι σε ανάπτυξη και δεν παρατηρείται επενδυτικό κενό.
Παράδειγμα της μελέτης αναφέρει ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα έπρεπε να έχει μία χώρα με χρέος 160% μετά την ανάκαμψη για την περίοδο έως το 2031 θα ήταν περίπου 2% ετησίως, επομένως για την Ελλάδα σημαίνει υψηλότερα. Για τις δημόσιες δαπάνες προβλέπει αύξηση με βάση την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Προτείνεται η ισορροπία μεταξύ της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής προσαρμογής και εξαίρεση του κανόνα για τη μείωση του χρέους σε περίπτωση υφέσεων.
Όπως αναφέρει στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ο Γιώργος Μελέας, Εθνικός Εμπειρογνώμονας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η πρόταση των οικονομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) αποτυπώνει την ανάγκη για μια φρέσκια ματιά στους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες μετά και την πανδημία έτσι ώστε η οικονομική πραγματικότητα να είναι σε πλήρη εναρμόνιση με τις τρέχουσες κοινωνικοπεριβαλλοντικές συνθήκες.
“Η πρότασή τους για ένα απλοποιημένο πλαίσιο, με στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων και κανόνες για τις δαπάνες που θα καθορίζουν τον ρυθμό μείωσης του χρέους προς ΑΕΠ για χώρες που βρίσκονται πάνω από το όριο του 100% κινείται προς την σωστή κατεύθυνση και είναι ένα ακόμη σημάδι ελάφρυνσης και ανακούφισης για χώρες όπως είναι η Ελλάδα”, προσθέτει ο κ. Μελέας.
Υπογραμμίζει επίσης ότι οι οικονομολόγοι του ΕΜΣ κάνουν ιδιαίτερη αναφορά σε χώρες (όπως η Ελλάδα) που έχουν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, σημειώνοντας ότι τα μεταπανδημικά επίπεδα χρέους είναι υψηλότερα, διευρύνοντας την απόσταση από την τιμή αναφοράς του 60% και άρα, ελλείψει αναμόρφωσης του Συμφώνου, καταδικάζουν τις χώρες αυτές σε υπερβολικά μεγάλες περιόδους με υψηλά πλεονάσματα. Για αυτόν τον λόγο, είναι απαραίτητη η αναθεώρηση του κριτηρίου του χρέους ώστε να αντικατοπτρίζει το νέο συνεχώς ευμετάβλητο περιβάλλον.
Οι δαπάνες για τόκους
Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386.320 εκατ. ευρώ ή 218,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374.006 εκατ. ευρώ ή 225,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020. Το 2022 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 391.200 εκατ. ευρώ ή 209,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.
Παράλληλα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 350.000 εκατ. ευρώ ή 197,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 341.023 εκατ. ευρώ ή 205,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020. Το 2022, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ ή 190,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται κοντά στα επίπεδα των 5.500-6.200 εκατ. ευρώ, ήτοι γύρω στο 3,1%-3,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και η Ελλάδα
Η επανεκκίνηση των διαβουλεύσεων έριξε μεν αυλαία όμως τα χαρτιά θα ανοίξουν το 2022 με στόχο την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας έως το 2023. Η υποχρέωση εξάλλου για διατήρηση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ αποτελεί έναν άπιαστο πλέον στόχο, δεδομένου ότι το 2020 το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης έφτασε στο 98% του ΑΕΠ (από 84% το 2019) και στην Ελλάδα το 200%.
Εν όψει της προετοιμασίας της διαπραγμάτευσης και κατόπιν σχετικού αιτήματος του υπουργείο Οικονομικών το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής κατέθεσαν προτάσεις.
Στη γνωμοδότηση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το κριτήριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ -ως τιμή αναφοράς για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη – είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και πρακτικά ανεφάρμοστο. Ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτείται για τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά, ενώ για το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Προτείνεται το δικαίωμα κάθε κράτους ξεχωριστά να αίρει τους κανόνες για να αντιμετωπίζει έκτακτες δυσμενείς συνθήκες.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί πως ως κεντρικός στόχος θα πρέπει να καθορίζεται η διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους. Ο στόχος να εξειδικεύεται με την καθιέρωση ποσοτικοποιημένων στόχων για το δημόσιο χρέος, οι οποίοι προσδιορίζονται από την Επιτροπή σε συνεργασία με κάθε κράτος-μέλος, σε ορίζοντα 5 έως 10 ετών, στη βάση ανεξάρτητης εθνικής αξιολόγησης των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών δανεισμού, του προβλεπόμενου μέσου ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης και του ποσοστού της ανεργίας. Τονίζεται η εξαίρεση από τον κανόνα των δαπανών της εθνικής συμμετοχής στα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ένωσης, των δαπανών για την αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση των συνεπειών και των δαπανών για την ψηφιακή μετάβαση.
Τα σενάρια
Η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με την Κομισιόν, βασίζεται στις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής. Αναφορικά με το βασικό σενάριο, έχει βελτιωθεί οριακά σε σύγκριση με τη 10η έκθεση, λόγω της περαιτέρω μείωσης των ελληνικών προθεσμιακών επιτοκίων στα μέσα του Αυγούστου.
Στο βασικό σενάριο, το χρέος μειώνεται στο 57,6% του ΑΕΠ έως το 2060 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Στο σενάριο υψηλότερου κινδύνου, το χρέος μειώνεται στο 97,6% του ΑΕΠ έως το 2060 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες διαμορφώνονται στα επίπεδα του 20% του ΑΕΠ από τα τέλη της δεκαετίας του 2050.
Στο σενάριο χαμηλής ανάπτυξης, το επίπεδο του χρέους δεν σταθεροποιείται και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν μόνιμα το 20% του ΑΕΠ από τα τέλη του 2040.
Πηγή: ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις