Δεν χρειάζεται να έχεις εντρυφήσει στις θεωρίες του Αϊνστάιν και των επιγόνων του για να καταλάβεις τι σχετικό πράγμα είναι ο χρόνος. Πόσο απατηλή, στην ουσία, η μέτρησή του με το ρολόι και με το ημερολόγιο.

Τις μετρημένες δεκαετίες που μάς χαρίζονται πάνω στη γη κάμποσοι τις αφήνουν να κυλούν μέσα από τα χέρια τους. Κρατιούνται σε απόσταση ασφαλείας από τη φωτιά, την καταιγίδα, τρέμουν το ρίσκο, ακολουθούν με το κεφάλι κάτω την πεπατημένη. Ο βίος τους μια διαρκής αγωνία μη τυχόν στραβοπατήσουν ή πληγωθούν. Και την πιο επιπόλαια αμυχή τη βαφτίζουν βαθύ τραύμα ψυχικό, ηδονίζονται να την ξύνουν ώστε να μην επουλωθεί ποτέ, να την επιδεικνύουν, να τρέχουν σε ειδικούς και να την αναλύουν – επί χρήμασι – ατέρμονα. «Στα πέντε μου, η αδιαφορία της μητέρας μου με πλήγωνε… Στα δεκαπέντε μου, ο πρώτος μου έρωτας με εγκατέλειψε…». Καθήλωση ονομάζεται αυτό, αναμάσημα. Κι άμα δεν διαθέτεις το χάρισμα του Μαρσέλ Προυστ για να τη μετατρέψεις σε σπουδαίο έργο τέχνης, καταντάς απλώς ένα γερασμένο παιδί που κυνηγιέται με φαντάσματα.

Αλλοι πάλι αρπάζουν τη ζωή από τα μαλλιά. Πυκνώνουν τον χρόνο. Δεν θρηνούν αέναα τις ήττες τους. Ούτε θρονιάζονται πάνω στις δάφνες τους ώσπου να μαραθούν εκείνες εντελώς. Ανακατεύουν διαρκώς την τράπουλα, κουνούν τα ζάρια και τα ξαναρίχνουν, ποντάροντας ό,τι έχουν και δεν έχουν, πανηγυρίζοντας με εφηβικό ενθουσιασμό πρόσκαιρες νίκες. Ολέθρια τακτική αυτή για το καζίνο ή για το αυτοσχέδιο κουμάρι που ακόμα στήνεται (το είδα την περασμένη Κυριακή) στα στενοσόκακα στο Μοναστηράκι. Στο τέλος φεύγεις πανί με πανί. Προκειμένου όμως για τη ζωή, όπως και αν παίξεις, ό,τι προφυλάξεις και να λάβεις, ο όλεθρος είναι προδιαγεγραμμένος. Αδήριτος. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. «Ολοι δύο μέτρα παίρνουν γη» μάς έκλεινε το μάτι ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου. Είτε – κατά τον καινούργιο συρμό – καταλήγουν αποτεφρωμένοι σε ένα κομψό βάζο. Είτε σκορπίζονται στον άνεμο με υπόκρουση το αγαπημένο τους τραγούδι.

Η Φώφη Γεννηματά ανήκε αναμφίβολα στη δεύτερη κατηγορία.

Κοιτάζοντας τις τελευταίες της δημόσιες εμφανίσεις, στη Βουλή, στην προεκλογική εκστρατεία για τις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αναρωτήθηκα τι θα έπραττε εάν γνώριζε ότι τής απομένουν ελάχιστες εβδομάδες. Η απάντησή μου προέκυψε σχεδόν ακαριαία. Τα ίδια ακριβώς. Θα εξακολουθούσε να κινείται όπως η ίδια είχε επιλέξει. Να αγκαλιάζει ανθρώπους, δικούς της και ξένους. Να εκπονεί σχέδια, τακτικές, στρατηγικές, Να ποτίζει με όση ικμάδα τής απέμενε τα όνειρά της. Τίποτα απολύτως δεν θα άλλαζε. Σάμπως να είχε στη διάθεσή της άπλετο μέλλον.

Ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο θεράπων ιατρός οφείλει να ενημερώνει τον βαρέως πάσχοντα μέχρι λεπτομέρειας. Σχετικά με την ωρολογιακή βόμβα που οσονούπω θα εκραγεί και θα τον αφανίσει. Για την αντίστροφη μέτρηση – τικ, τοκ, τικ, τοκ – προς τον θάνατο. Ωστε να κάνει, λένε, ο άρρωστος τα κουμάντα του. Να λάβει τις ύστατες αποφάσεις.

Μπούρδες.

Κανείς – μου έλεγε ένας φίλος μου, γεραρός συμβολαιογράφος – δεν έσκισε και ξανάγραψε τη διαθήκη του, δεν ανέτρεψε την τελευταία του βούληση επειδή τού είπαν ή κατάλαβε πως το τέλος ζύγωνε. Κανείς επίσης δεν άλλαξε δραματικά τον τρόπο της ζωής του. Γίνεται ο πουριτανός διονυσιαστής στο χείλος του τάφου; Ο συντηρητικός επαναστάτης; Μονάχα σε απλοϊκά σενάρια ταινιών της σειράς.

Ασε που όσο και αν προχωρήσει η επιστήμη, τα έσχατα της ζωής ημών θα καλύπτονται από ομίχλη. Από παρηγορητική – ενίοτε και ελπιδοφόρα – αβεβαιότητα. Το 1968, ο Γιάννης Ρίτσος διαγνώστηκε με καρκίνο. Χειρουργήθηκε και επέστρεψε στην εξορία. Εζησε είκοσι δύο χρόνια ακόμα.

Να ρουφάς κάθε μέρα σου σαν να είναι η τελευταία. Και ταυτόχρονα η πρώτη σου. Το είπε με εξαίσιο τρόπο η Βίβιαν Λι – ως Σκάρλετ Ο’Χάρα – στο «Οσα παίρνει ο άνεμος». «Tomorrow is another day…». Το επιβεβαίωσε με τη θριαμβευτική της έξοδο η Φώφη Γεννηματά. Ας διδαχθούμε από το παράδειγμά τους.