Ποία δημοκρατία «επανθεί»
(Προεδρικός λόγος)

Κατά τα ειθισμένα ο λεγόμενος Προεδρικός λόγος λογίζεται ως προσφορά και υποθήκη του μεγάλου ιστορικού Συλλόγου. Απορρέει από την τάση ήδη των εφήβων ιδρυτών του Συλλόγου να ασχολούνται με μεγάλα θέματα όλων των κλάδων, αλλά ιδίως με ιστορικά και πολιτειολογικά.

[…]

Η Δημοκρατία είναι ένα από τα μεγάλα δώρα της Ελλάδος στην ανθρωπότητα. Δώρο Δαναών, με διπλή σημασία. Πολυαίωνη χρήση έδειξε ότι ως «ψυχή πόλεως» (όπως κάθε πολίτευμα) η Δημοκρατία έχει δύο όψεις, θετική και αρνητική. Εδημιούργησε μια Αθήνα μεγάλη, συνώνυμη του πολιτισμού. Επεδιώχθη –και σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη– εκδημοκρατισμός και του θείου ως άλλωστε και εκθειασμός του ανθρώπου. Με το ίδιο όμως ομώνυμο αλλά αλλοιωμένο πολίτευμα η Αθήνα έγινε ερείπιο κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το ίδιο πολίτευμα, αλλά με άλλη σύνθεση και δικαιοδοσίες του δήμου μπορεί να εκτοξεύσει την πολιτεία στα ουράνια αλλά και να τη βυθίσει στα τάρταρα. Τον ίδιο αιώνα, τον πέμπτο π.Χ., τον πιο πολυδύναμο ίσως της Ιστορίας, η Δημοκρατία, με την διττή της σημασία, εμεγέθυνε πρώτα και μετά έφθειρε την πόλη. Ο κωπηλάτης των Μηδικών Πολέμων με το υψηλόν φρόνημα, «κώπης άναξ», έγινε ένας απαιτητικός «μισθοφόρος» που απαιτεί να είναι άναρχος και υπεράνω του νόμου.

Το ότι η Αθήνα εγέννησε και εξέθρεψε την δραματική ποίηση, σε ανέφικτο μάλιστα βαθμό, οφείλεται εις το ότι η ίδια η πόλις ήταν δράμα και γι’ αυτό γεννούσε δραματικούς ποιητές. Με αυτούς η πόλις εβίωνε το δράμα της και συγχρόνως το περιέγραφε. Και το κυριώτερο χαρακτηριστικό του δράματος είναι να επιδιώκεις κάτι και να σου έρχεται το αντίθετο, να βιώνεις «την εναντίον των πραττομένων μεταβολήν». Αυτό συνέβη συχνά στην Αθήνα, στην Πνύκα και στο Διονυσιακό θέατρο.

Οι ποικίλες φάσεις της Δημοκρατίας παρουσίασαν όλη την προβληματική της, την οποία αντιμετωπίζουν και σήμερα 200 περίπου κράτη της Γης. Το πρόβλημα εντοπίζεται και συμπυκνώνεται στο ποία εκ των δύο είναι σωτήρια,η αμιγής ή η (ευ) «κεκραμένη» Δημοκρατία.

Για το πολίτευμα αυτό έχουν λεχθεί και γραφεί πάμπολλα. Είναι δυσκαθόριστη πάντοτε η έννοια του δήμου ως και το πόσον «κρατεί», πόσο με την παρουσία του επηρεάζει την ζωή του κράτους.

[…]

Ποία δημοκρατία «σώζει», ενίοτε και «επανθεί», που σημαίνει ανθοφορεί και μάλιστα επανειλημμένως στο χώρο και τον χρόνο (όχι «μια κι έξω»); Αυτή που αντέχει στις δοκιμασίες στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο.

Αξίζει να δούμε το πολίτευμα αυτό στο αθλητικό πεδίο, να το εξετάσομε στο καθαρό φως της Ολυμπίας. Η Ολυμπία δεν προκρίνεται για την δοκιμασία μόνον ως έννοια θεσμική. Προκρίνεται διότι αποτελεί με την Αθήνα ένα εξαίσιο δίπολο, μία εντυπωσιακή αντίθεση που το ένα του σκέλος φωτίζει το άλλο. Κατά τι διαφέρει το Ολυμπιακό ιδεώδες από το δημοκρατικό, όπως κυρίως εκφράζεται στην Αθήνα;

Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ισότης. Είναι το ίσον (ισάζειν, ισηγορία, ισονομία, Ισαίος, Ισοκράτης, ίσως). Εντύπωση προκαλεί ιδιαίτερα ότι το ίσος έχει και παραθετικά, άφθονα μάλιστα: «ισαίτερος, ισαίτατος» και «ισώτερος, ισώτατος». Η αθηναϊκή σκέψη επρόλαβε τον Όργουελ. Όλοι οι πολίτες θεωρούνται ίσοι και ο κλήρος που έχει εξισωτική δύναμη είναι σε συχνή χρήση.

Στην Ολυμπία ισχύει το αντίθετο. Όλοι είναι άνισοι, ζητείται ιεράρχηση και κυρίως ο άριστος, ο πρώτος. Ο Όμηρος θα έλεγε ο «υπείροχος» (ο εξοχώτατος). Στο περιώνυμο χωρίο (Ομ. Ιλ. 6.208) «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμεν»η παρακέλευση προς τον πολεμιστή (τον Γλαύκο) δεν αφήνει περιθώρια. Ο πολεμιστής να είναι άριστος πάντοτε. Δεν αρκεί όμως αυτό. Η υποχρέωση επεκτείνεται εις το ότι πρέπει να υπερέχει των άλλων αρίστων. Θα πρέπει να είναι ο αριστότατος. Και ως να ηπλώνετο το αγωνιστικό πεδίο στο παρελθόν, έρχεται τρίτη προτροπή, να μην αμαυρώνει την γενιά του. Η ίδια προτροπή (χωρίς το τρίτο μέρος) δίδεται από τον Νέστορα στον υιό του Πάτροκλο (Ομ. Ιλ. 11.783 κ.ε.).

Για τον φιλόσοφο Ηράκλειτο αυτός ο «ένας», αν είναι άριστος, ισοδυναμεί με «μυρίους». Η Ηρακλείτεια αντίληψη ισοδυναμεί με την Ομηρική και την Ολυμπιακή.

Σε γενική απόφανση σημειώνομε ότι οι Έλληνες είναι αριστομανείς μάλλον παρά ισομανείς. Και ό,τι πάρουν από τους βαρβάρους «κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται» (Πλάτ. Επιν. 987d).

Κινούμεθα μεταξύ Ολυμπίας και Αθηνών. Θα αποκλίνουν τα δύο ιδεώδη ή μπορεί και να συγκλίνουν; Αρχίζομε από την Ολυμπία. Και τι παρατηρούμε; Ότι για να επιτύχομε το ζητούμενο, δηλ. το πρωτείο, πρέπει να περάσομε πρώτα από το στοιχείο της ισότητος. Άρα η ζήτηση δεν είναι αμιγής, προς την μία πλευρά μόνον. Χρειάζεται η αρωγή και της ετέρας, έστω επ’ ολίγον μόνον.

Στην Ολυμπία είναι όλοι κλητοί. Προσέρχονται οι «βουλόμενοι» και κατά τον αγώνα, π.χ. την σταδιοδρομία, εξισώνονται οι δρομείς. Στην γραμμή της αφετηρίας περιέρχονται σε ισότητα. Είναι αναγκαίο να την υπομείνουν την ισότητα εκείνοι που πιστεύουν στην υπεροχή τους. Στην γραμμή της αφετηρίας κορυφώνεται η άμιλλα. Η λέξη είναι σύνθετη από το άμα και άλλομαι. Αλλόμενοι είναι οι ομού εκκινούντες σε αγώνα και υπό τους ιδίους (αποδεκτούς από όλους) όρους. Το σύνθημα που εκστομίζει ο αφέτης, ο Ελλανοδίκης, είναι «άπιτε» (από το απέρχομαι). Σημαίνει όχι απλώς «ξεκινήσετε», «εμπρός», αλλά φύγετε από εκεί που είσθε, δηλ. εγκαταλείψετε την ισότητα. Αποδεσμευθείτε. Πόσο στην Ολυμπία και σε κάθε ανάλογο χώρο υπήρχε αποστροφή προς την ισότητα; Κλάσμα πράγματι του δευτερολέπτου μετά την εκκίνηση η ισότητα εξαφανίζεται, αλλά η διαφορά θα φανεί και θα καταγραφεί στην παράλληλη γραμμή, αυτή του τέρματος. Εδώ θα εκλάμψει ο πρώτος και θα ιεραρχηθούν όλοι οι σταδιοδρόμοι.

Για την διάκριση αυτή εθυσιάσθη η ισότητα. Έπρεπε να διατηρηθεί; Να είναι «διαρκής»; Και πώς; Θα απαιτούσε τεράστια προσπάθεια και θα ήσαν απαραίτητοι ειδικοί επιταχυντές για κάποιους σταδιοδρόμους και επιβραδυντές για άλλους. Και όλος αυτός ο πολυδάπανος μηχανισμός προς τι; Για να φθάσουν όλοι μαζί στο τέρμα; Και ο αγώνας τότε δεν θα είχε κανένα νόημα. Για να έχει νόημα χρειάζεται ελευθερία, όχι καταναγκασμός οποιοσδήποτε. Έξωθεν επέμβαση στον αγώνα δεν είναι νοητή και επιτρέπεται μόνον ως παρότρυνση, όχι στους «απολελειμμένους», αλλά στους «περί της νίκης αμιλλωμένους» κατά τον Ισοκράτη (Ευαγ. 79). Ενθαρρύνονται οι προτρέχοντες διά το πρωτείον. Γενικό μήνυμα της Ολυμπίας: ελευθερία και ισότητα δεν συμβιβάζονται, δεν συμβαδίζουν.

Εδοκίμασα μια σπάνια εμπειρία στην Ολυμπία. Στην Ολυμπιακή Ακαδημία φοιτητές από όλη την Γη, από 200 τόσα κράτη, συμμετείχαν κάθε χρόνο σε κοινοβιακή ζωή για ένα μήνα (όπως στην Μίεζα της Μακεδονίας, όπου επαιδεύθη ο Μ. Αλέξανδρος). Γινότανε θεωρητική διδασκαλία για ελληνογνωσία και μαζί πρακτική εξάσκηση. Δίδοντας το παράγγελμα «άπιτε» μού ήλθε στην σκέψη (και έφερε «ενθουσίασιν») ότι ο Επιτάφιος του Περικλέους τελειώνει με την λέξη «άπιτε». Πήγα στο Σπουδαστήριο με έντονο ενδιαφέρον, ως εικός, για να δω ποια ερμηνεία δίδουν οι μελετητές. Και τι προέκυψε; Όλοι χωρίς εξαίρεση το ερμηνεύουν πεζά, έτσι: Πηγαίνετε. Ακούσατε τον λόγο, τώρα διαλυθείτε ήσυχα (Καλόν ύπνο!).

Με την ερμηνεία αυτή όμως όλος ο λόγος φέρεται να επενήργησε ως υπνωτικό. Στο τέλος του λόγου ο αγορητής προέτρεψε τους εν υπνηλία ακροατές να αποχωρήσουν. Με αυτή την ερμηνεία τι θέλγητρο μπορεί να έχει ο Επιτάφιος, το κορυφαίο λογοτεχνικό και πολιτειακό κείμενο; Βαρετό για όλους, διδάσκοντες και διδασκομένους. (Ίσως γι’ αυτόν το λόγο η ελληνική κυβέρνηση τον έβγαλε από το σχολικό πρόγραμμα. Θα εισαχθεί και πάλιν).

Τι πράγματι περιέχει ο Επιτάφιος; Σε 12 κεφάλαια, που απαγγέλλονται σε μισή κάπου ώρα (όση και των σημερινών αγορητών), ο Περικλής δίδει όλο το μεγαλείο της πόλεως που έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο, προοπτική προς το μέλλον, παγχρονικότητα και παγκοσμιότητα. Έχει εσωτερική αυτάρκεια. Συνηγορεί για αρτία παιδεία, υψηλό ήθος όλων των πολιτών της, ιδίως των ζώντων, αυτών που τώρα την συναποτελούν. Προσκολλώμενοι οι πολίτες στο ιδεώδες αυτής της πόλεως πληρούνται από το «εύψυχον». Διαπιστώνουν ότι το μεγαλείον της πόλεως και των ιδίων εξαρτάται από τον βαθμό συμμετοχής των στη ζωή της πόλεως. Δεν πρέπει να είναι «αχρείοι» (άχρηστοι). Θα διαλέξει καθένας τον χώρο όπου μπορεί να επιτύχει το μέγιστον. Σε κάθε τομέα θα αναδειχθεί δι’ αγώνος ο αρείων, ο αμείνων, ο βελτίων, ο κρείττων και με το προτέρημά του θα λάβει θέση στην πολιτειακή δομή, «ως έκαστος εν τω ευδοκιμεί».

Η πόλις έχει μέγεθος και ισχύν και επενεργεί ως μαγνήτης σε όλους. «Επεσέρχεται εκ πάσης γης τα πάντα», υποθέτομε όχι μόνον υλικά αλλά και πνευματικά αγαθά. Πώς; Μόνα τους. Τα ελκύει το «μέγεθος» της πόλεως, η ισχύς και το μεγαλείον της. Είναι ανοικτή κοινωνία και αποθησαυρίζει κάθε άξιο. Είναι πόλις «αυταρκεστάτη» με ηθικό υπόβαθρο σταθερό. Οι Αθηναίοι αποκτούν φίλους ευεργετούντες και όχι ευεργετούμενοι. Η Αθήνα είναι «Ελλάδος παίδευσις». Ο Περικλής, αφού ανάψει τις ψυχές των ευφλέκτων ακροατών του, καταλήγει σε ένα ρητό που συμπυκνώνει το περιεχόμενο όλου του λόγου: «Άθλα γαρ οις κείται αρετής μέγιστα, τοις δε και άνδρες άριστοι πολιτεύουσιν».

Το ρητό αυτό τα λέει όλα. Θέλομε να υπάρχουν και να άρχουν άρχοντες άριστοι, δηλαδή από πάσης απόψεως οι αρμόζοντες; Αυτοί οι κατάλληλοι προς το άρχειν δεν μας προκύπτουν αυτομάτως. Χρειάζονται αγώνες με κανόνες και ηθική βάση που ισχύουν πάντοτε και είναι κοινώς αποδεκτοί. Το ρητό αυτό που αναλύσαμε μπορεί να εκφρασθεί με δελφική πυκνότητα ως εξής: τοις αρίστοις πολιτευτέον.

Τι προκύπτει από τα ανωτέρω; Το πολίτευμα των Αθηνών, όπως το οραματίζεται ο Περικλής, «κέκληται δημοκρατία», αλλά στην πραγματικότητα τείνει σε αριστοκρατία. Όπως στην Ολυμπία κατέφευγαν στην ισότητα για να αποκαλυφθεί το «άριστον», έτσι και στην Αθήνα προεβλήθη το «άριστον» ως ιδεώδης στόχος. Το «άπιτε» της Ολυμπίας δεν διαφέρει ουσιαστικά από το «άπιτε» της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως την σμιλεύει ο Περικλής. Ο κορυφαίος πολιτικός και παιδευτής βλέπει την πολιτεία ως στίβο αθλήσεως και ψυχικής εξάρσεως. Τα βασιλικά προσόντα που διαθέτει ο Περικλής κατά τον Πλούταρχο (Περ. 7 και 13) διαχέονται σε ολόκληρη την πόλη σε σημείο που να δικαιολογείται η απόφανση του Ευριπίδου (Ικέτ. 406) ότι «δήμος ανάσσει». Είναι ο υψηλότερος χαρακτηρισμός που έχει δοθεί στον δήμο. Και από ποιον; Από τον βασιλέα Θησέα. Όλος ο δήμος βασιλεύει ως να ήταν ένας, ο Θησέας.

Καλό πολίτευμα, καλή δημοκρατία είναι το πολίτευμα που εδράζεται στους πολλούς αλλά τείνει, κατευθύνεται στους αρίστους. Δημοκρατία και Αριστοκρατία δεν είναι δύο χωριστά πολιτεύματα. Είναι ένα και μόνο με δύο όψεις, όπως το νόμισμα. Είναι μία πολιτεία «ευ», «άριστα κεκραμένη». Είναι πολίτευμα με ευρεία βάση και καλή αρμογή. Πολίτευμα που επιδιώκει την παιδεία του δήμου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρέχεται η εντύπωση ότι «ο δήμος ανάσσει» κατά τον Ευριπίδη (Ικέτ. 406). Το να περιβληθεί ο δήμος στο σύνολό του με όλα τα στοιχεία της βασιλικότητος αποτελεί την υψίστη βαθμίδα αυτοδιαμορφώσεώς του. Στην περίπτωση αυτή το «δήμος ανάσσει» θα μπορούσε και να εκφρασθεί με μία λέξη πυκνή σε νόημα, ως «Δημώναξ». Ένας τέτοιος δήμος ανάσσων«βασιλικώς» άρχων και αρχόμενος) κρατείται σε εγρήγορση και είναι έτοιμος να ακούσει το Ολυμπιακό σύνθημα: άπιτε!

*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο αείμνηστος Εμμανουήλ Μικρογιαννάκης (1935-2020), εξέχων ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, στη μεγάλη αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, κατά την εσπερίδα της 3ης Νοεμβρίου 2015, που ήταν ενταγμένη στην επετειακή σειρά εκδηλώσεων για την 150ετηρίδα του Συλλόγου (πηγή: Φιλολογικό περιοδικό «Παρνασσός», τόμος ΝΣΤ’, Αθήνα 2020).