Κάνοντας τις προάλλες την καθημερινή μου βόλτα στο Κουκάκι, περιοχή όπου εδώ και χρόνια κατοικώ, το μάτι μου έπεσε πάνω σε κάτι που στιγμιαία μου προκάλεσε «σοκ». Αν ήμουν νεότερος το σοκ θα ήταν μάλλον μικρότερο – αν θα υπήρχε κιόλας. Ομως κάποιοι, όσο μεγαλώνουμε, βλέπουμε ότι ακόμα και  «μικρά» περιστατικά, ασήμαντα ίσως για τους περισσότερους άλλους ανθρώπους, μπορούν να αποκτήσουν μεγάλη σημασία για εμάς.

«Ενα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους πελάτες μας που μας τίμησαν με την προτίμησή τους στα 52 χρόνια λειτουργίας του καταστήματος». Η ταμπέλα βρισκόταν έξω από το βιβλιοπωλείο «Πυρσός», στη γωνία της Βεΐκου και του πεζόδρομου της Δράκου, ένα σημείο αναφοράς στο Κουκάκι πολλά χρόνια πριν η Δράκου γίνει καν πεζόδρομος

Καθότι βέρα Κουκακιώτισσα, η σύζυγός μου βούρκωσε στο θέαμα του κλειστού καταστήματος και της άδειας βιτρίνας. Διαβάζοντας την ταμπέλα θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που είχε μπει σε αυτό το κατάστημα νιώθοντας τη γλύκα της «βιβλιοφαγίας», την αγωνία μήπως δεν βρει αυτό που έψαχνε, αλλά και τη σιγουριά ότι και ακόμα να μην το έβρισκε, ο «Πυρσός» στις τότε «πρωτόγονες», άνευ Διαδικτύου εκείνες εποχές, θα το έβρισκε για εκείνην. Ηταν κάτι σαν το δικό της στέκι.

Παλαιομοδίτικο ίσως, όμως τα βιώματα και οι αναμνήσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στην πορεία μας σε όποια ηλικία και αν βρισκόμαστε. Το αν ο ρόλος αυτός είναι καλός ή κακός οφείλεται στο πώς ο καθένας μας βλέπει τα πράγματα, όμως για μένα είναι καλός και για πρακτικούς λόγους: θεωρώ ότι αν σταθώ τυχερός, όσο θα μεγαλώνω οι αναμνήσεις μου θα γίνονται όλο και πιο έντονες, οπότε αυτό θα σημαίνει ότι η πιθανότητα της απώλειας μνήμης καθυστερεί ακόμα. Η ενασχόληση με το παρελθόν βοηθά στην ίδια την εξάσκηση της μνήμης σου, στη διαρκή λειτουργία της.

Επανερχόμενος στο θέμα του «Πυρσού» αποτολμώ μια παρένθεση με ένα «fast forward» στη δεκαετία του 2000 και τη συζήτηση που είχα κάποια στιγμή κάνει με έναν καλό, έμπειρο, καλλιεργημένο συνάδελφο, τον Γιώργο Καραγιάννη, υπεύθυνο τότε του Ελεύθερου Ρεπορτάζ στο «Βήμα» όπου εργαζόμουν και εξακολουθώ να εργάζομαι. Θα πρέπει να ήταν πριν από 15 περίπου χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ο Γιώργος μου είχε πει κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ.

Η συζήτηση αφορούσε κάποιο κτίριο στην περιοχή της Ακρόπολης όπου ο Γιώργος, αν δεν απατώμαι, είχε περάσει κάποια χρόνια από τη ζωή του νεότερος. Δεν έχουν σημασία οι ακριβείς λεπτομέρειες του πότε έζησε εκεί ή του ποιο ακριβώς κτίριο ήταν αλλά η αντίδρασή του όταν κάποια στιγμή είδε ότι το κτίριο αυτό είχε γκρεμιστεί. Αφαντο. Σαν να μην υπήρξε.

«Ενιωσα σαν να μου ξεχαρβάλωσαν κάτι που με έναν τρόπο ανήκε σε μένα και το παρελθόν μου» μου είχε πει, αν όχι ακριβώς με αυτά τα λόγια, κάπως έτσι. «Ενιωσα άδειος χωρίς το παρελθόν μου».

Ναι, κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ με τον «Πυρσό». Σαν να μου σκίστηκε μια σελίδα της ζωής μου.

Διαβάζοντας προσφάτως το μυθιστόρημα του Χάραλντ Γκίλμπερς «Το εξπρές των αρουραίων» (Μεταίχμιο), που τοποθετείται στο μεταπολεμικό Βερολίνο, έπεσα κατά σύμπτωση στην εξής φράση: «Ο άνθρωπος πρέπει να προοδεύει, ειδάλλως τον ξεπερνά η εποχή του».

Σωστό.

Ομως κάποιοι μπορούν και συμβαδίζουν με τις νέες εποχές επιβάλλοντας τη δική τους παράδοση. Την ίδια μέρα εκείνου του μελαγχολικού περιπάτου, δύο βήματα από τον «Πυρσό», προς τη Δημητρακοπούλου, παράλληλη της Βεΐκου, στο ύψος της Δράκου, είδα να υπάρχει το παραδοσιακό κουκακιώτικο μαγαζί καλλυντικών «Ι. ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ» που μεταφέρθηκε λίγο παραδίπλα από όπου ήταν, αλλά έχει διατηρήσει αυτούσιο το στυλ του.

Και στη δική του ταμπέλα το νούμερο των χρόνων λειτουργίας του καταστήματος κάθε χρόνο αλλάζει.

Σήμερα λέει:

ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΔΙΠΛΑ

(πριν από 39 χρόνια).