Νικόλαος Πλαστήρας – Οι αετοί πάντα χτίζουν ψηλά τη φωλιά τους
Ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1883
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Απίστευτο περιστατικό σε κηδεία: 20χρονος χόρευε δίπλα στο φέρετρο και τράβαγε τα γένια των ιερέων
Ο στρατιώτης – Ο άνθρωπος
Γύρω από τον στρατιώτη Πλαστήρα μιλούν και κράζουν οι θρύλοι, μ’ όλες τις δυνατές φωνές τους. Η πολεμική ζωή του γίνεται σήμερα τραγούδι στα χείλη ενός λαού και θα μείνη αιώνια παράδοσι στην καρδιά του.
Η φήμη άρπαξε στα χρυσά και δυνατά φτερά της τον στρατιώτη Πλαστήρα.
Θα σύρω λίγες γραμμές για τον άνθρωπο Πλαστήρα, τον ειρηνικόν άνθρωπο.
— Δεν καπνίζεις, δεν πίνεις, δεν παίζεις χαρτιά, ποτέ δεν φεύγεις από το Μέτωπο, έμεινες ο παρθενικός άνθρωπος που δε γνώρισε καμμιάν —απολύτως καμμιάν— εγκόσμια απόλαυσι, ζης λιτά, λιτά σαν τον τελευταίο σου τσολιά, τότε ασφαλώς θα έχης περιουσία, συνταγματάρχα μου, του έλεγα μια μέρα στο Κόλδερε, στην σκηνή του.
Ο Πλαστήρας χαμογέλασε και μου έδειξε μια φωτογραφία κοριτσιού μικρού.
— Ποιο είναι αυτό; τον ρωτώ.
— Το παιδί μου, η Κυριακούλα μου.
— Το παιδί σου; Πώς;
— Ορφανό που υιοθέτησα στην Ανατολική Μακεδονία. Του έδωκα τ’ όνομά μου, και τόστειλα στο χωριό μου, στο σπίτι μου. Μου φαίνεται πως αν σπαταλήσω και μια δραχμή, την κλέβω από το παιδί μου.
Δε βρήκα λόγια να του απαντήσω. Τούσφιξα μονάχα μ’ ευλάβεια το χέρι.
Πέρασαν από την σκηνήν αυτή δυο τρεις μήνες. Τον Φεβρουάριο του 1920 βρέθηκα στην Μαγνησιά. Πρωί πρωί μια σπαρακτική ιστορία κυκλοφορούσε σ’ όλα τα κέντρα και τις συνοικίες.
Πριν κάμποσα χρόνια ο Γεώργης Γιαρμάκογλους ο Βουρλιώτης ξεκίνησεν από την πατρίδα του και πήγε στο Αξάρι, αγόρασεν ένα αμπελάκι, πανθρεύθηκε κι’ ένα φτωχοκόριτσο Αξαριανό και ζούσε την περήφανη και τίμια ζωή του αγρότη. Μέσα στον Ευρωπαϊκό πόλεμο πέθανεν η γυναίκα του και του άφησε τρία ορφανά. Ο κόσμος του τώρα όλος ήταν τα παιδιά του. Τα πήρε και τράβηξε κατά τον κάμπο, στ’ αμπέλι του κ’ έζησεν εκεί μακρυά απ’ όλο τον άλλο κόσμο.
Μα ήρθαν οι διωγμοί του Αξαριού και τον έσπρωξαν με τα παιδιά του πρόσφυγα στη Μαγνησιά.
Κι’ ένα βράδυ ο Χάρος ήρθε και τον άρπαξε από τα παιδιά του. Όταν το πρωί ξύπνησαν τα πανόρφανα κι’ είδαν πως ο αγαπημένος τους πατέρας δεν ξυπνούσε τον φώναξαν, κι’ όταν είδαν πως δεν ακούει, έβαλαν τις φωνές.
Κι’ έμειναν τα τρία μικρά παιδιά του μονάχα, τραγικά ορφανά στον τραγικό δρόμο της εξορίας.
Όταν τη στερνή του στιγμή ο πατέρας σήκωνε τα μάτια προς τον ουρανό κι’ άπλωνε το χέρι πάνω από τα κεφαλάκια των κοιμωμένων παιδιών του, ποιο χέρι προστατευτικό για τα ορφανά να ζήτησεν η στοργή του από τον Θεό;
Αυτή η ιστορία κυκλοφορούσε το πρωί στην Μαγνησιά.
Τ’ απόγευμα, πηγαίνοντας προς την Μητρόπολι, συναντώ στο δρόμο τον Πλαστήρα.
— Για πού; τον ρωτώ.
— Έρχομαι από την Μητρόπολι. Ο Θεός μού έστειλε τρία παιδιά ακόμη. Πήγα και τα υιοθέτησα κι’ αυτά επισήμως. Πέθανε ψες ο πατέρας τους και τάφησε πανόρφανα.
Γύρισα πάλι και τον είδα. Μου φάνηκε πως μεγάλωνε κι’ αψήλωνε μπρος μου κι’ έφτανε το κεφάλι του ως τον ουρανό, όπου κάποιος άγγελος σκορπούσε γύρω του τη λάμψι κάποιου φωτοστέφανου.
31 Μαρτίου 1920. Πέρνουμε πρωί πρωί το δρόμο από τον Κασαμπά προς το Σινιρλή, καβάλλα, ο Πλαστήρας κι’ εγώ.
Είνε πλατύς ο κάμπος, είνε όμορφος. Ένα ελαφρό αγεράκι κυματίζει τα σπαρτά που δέονται για λίγες στάλες βροχής. Είνε ένα τραγούδι ο κάμπος. Κάποτε πιάνουμε ομιλία με τον Πλαστήρα.
— Ξανάρθες στο Σινιρλή; μ’ ερωτά.
— Όχι. Μένεις μέσα στο χωριό;
— Ναι. Σ’ ένα πύργο. Θα σε φιλοξενήσω εκεί, μα θα σ’ ανεβάσω στα Μετέωρα μ’ ένα καλάθι.
— Οι αετοί έτσι πάντα χτίζουν ψηλά τη φωληά τους, του απαντώ.
Φτάνουμε στον Έρμο ποταμό. Αντίκρυ μας πέρα υψώνεται το Μπέλλεν Νταγ. Ο Πλαστήρας μού δείχνει το πεδίον των μαχών του συντάγματός του. Πίσω απ’ εκεί στο βάθος απλώνεται η λίμνη των Μαρμάρων.
Στρίβουμε αριστερά και προχωρούμε. Φτάνουμε στο γεφύρι που στηρίζεται πάνω σε καΐκια που έφεραν από την Σμύρνην. Προχωρούμε λίγο ακόμα στον κάμπο κι’ ύστερα πέρνουμε την ανηφόρα που φέρνει στο Σινιρλή.
Εδώ λοιπόν είνε η φωληά του αετού; Μόλις μπήκαμε μέσα στην αυλή, έτρεξαν και πήδηξαν μ’ ενθουσιασμό πάνω στον Πλαστήρα ο Μαξ, ο Τρότσκυ, η Λίζα και ο Μπογιαλίκ! Μη τρομάζετε. Δεν πρόκειται περί επιδρομής των Μπολσεβίκων στο στρατόπεδο του Σινιρλή! Στα ονόματα αυτά ακούουν τέσσερα… σκυλιά. Ο Μαξ είνε από οκταετίας πιστός και αφοσιωμένος ακόλουθος του κυρίου του. Ο Τρότσκυ, η Λίζα κι’ ο Μπογιαλίκ έμειναν κληρονομιά από την Ρωσσικήν εκστρατείαν. Η Λίζα πενθούσε στην χηρεία της. Έχασε τον άνδρα της τον Λενίν ή τον ελεεινίν όπως τον έλεγεν ο Γεννάδης. Ο Μπογιαλίκ έχει την ιστορία του. Βρέθηκε στο χωριό Μπογιαλίκ, ύστερα από μια πεισματάρα μάχη της 13ης μεραρχίας μας. Και ο Πλαστήρας τού έδωσε τ’ όνομα του πεδίου της μάχης!
Μα τι φάνηκε, για να παραμερίσουν στη στιγμή όλα που τριγύριζαν τον ευγενικό συνταγματάρχη;
Ώρμησεν ένα ομορφώτατο κοριτσάκι, ως επτά χρονών, με τον Ήλιο στα μαλλιά, τα τριαντάφυλλα στα μάγουλα και τη γαλανή θάλασσα στα μάτια. Άρπαξε το χέρι του Πλαστήρα και το φίλησε, κι’ ύστερα κρεμάστηκε στον λαιμό του, κ’ έβγαλεν όλη τη φωνίτσα της καρδιάς του.
— Μπαμπά μου.
Ο Πλαστήρας τ’ αγκάλιασε σφικτά και το φιλούσε.
— Λυδία, πού είνε ο Γιάννης, η Μαρία;
— Άρρωστοι είνε μέσα.
Σαν αστραπή χύθηκεν ο Συνταγματάρχης-πατέρας μέσα. Έτρεξα κι’ εγώ ξωπίσω του.
Σ’ ένα κρεββάτι πάνω, το ένα δίπλα στο άλλο, κάθουνται τα δυο αδελφάκια αρρωστημένα ελαφρά από την πολυφαγία του Πάσχα. Τα καημένα, ήταν υποχρεωμένα να δεχτούν το «μεζέ» των αρνιών όλων των λόχων των τσολιάδων!
Ο Πλαστήρας έπεσε κυριολεκτικώς απάνω τους. Τα χάιδευε, τ’ αγκάλιαζε, τα φιλούσε.
— Τι έχετε, παιδιά μου, γιατί μ’ αρρωστήσατε;
Τα παιδιά σκίρτησαν το πιο γλυκό σκίρτημα, κάτω από τα χάδια του πατέρα τους. Άνοιξαν τα γλυκά ματάκια τους, χαμογελούσαν και του φιλούσαν τα χέρια και τον χάιδευαν. Και σηκώθηκαν. Η αγάπη τα έγειανε.
Τραβήχτηκα στη γωνιά κι’ έφερα το μαντήλι στα μάτια. Μ’ έπνιγεν η συγκίνησι.
Το Πανελλήνιον σήμερα παρακολουθεί με συγκίνησι τον στρατιώτη, τον επαναστάτη Πλαστήρα. Μα σε κάποια πόλι της Θεσσαλίας βρίσκονται και τέσσερα παιδάκια που σκιρτούν βαθύτατα από στοργή και θαυμασμό για τον πατέρα τους, τον στρατιώτη μαζύ κι’ άνθρωπο Πλαστήρα.
*Το ανωτέρω κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του πολεμικού ανταποκριτή Κώστα Μισαηλίδη «Πολεμικά φύλλα από την Μικρασιατικήν Εκστρατεία», τυπ. Απ. Ι. Μουστόπουλου, Αθήναι, Μάιος 1923.
Ο στρατιωτικός και πολιτικός Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Βουνέσι (νυν Μορφοβούνι) Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου 1883 και απεβίωσε από έμφραγμα στις 26 Ιουλίου 1953.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις