Ο θάνατος του κιμπάρη
Εάν υφίσταται μια «σταθερά» στα μυθιστορήματα του Χωμενίδη, είναι αυτή ακριβώς η οξύμωρη στάση του: η συμπονετική «ασπλαγχνία» του για τους ήρωές του. Ούτε «καλοί» ούτε «κακοί», έτοιμοι να αναδείξουν τον καλύτερο ή τον χειρότερο εαυτό τους, τα αντανακλαστικά του πληγωμένου θηρίου ή τη μεγαλοψυχία που ούτε οι ίδιοι γνώριζαν ότι διέθεταν
Κατέχετε από φέισμπουκ, τουίτερ και τα ρέστα;» «Παιχνιδάκια μού φαίνονται για χασομέρηδες. Του κάκου προσπαθεί η κόρη μου να μου αλλάξει γνώμη…» «Απ’ τη μεριά σας δεν έχετε άδικο. Πρόκειται – αλίμονο – για δισεκατομμύρια χασομέρηδες. Ξέρετε πόσο χρόνο περνάνε καθημερινά στα σόσιαλ μίντια; Δύο ώρες και είκοσι δύο λεπτά κατά μέσο όρο. Εξόν από το να καυλαντίζουν και να ναρκισσεύονται, εκφράζουν νύχτα μέρα γνώμη για τα πάντα. Διαμορφώνουν τάσεις, μόδες, μέχρι κυβερνήσεις ανεβοκατεβάζουν. Εχετε ακούσει τη λέξη «ινφλουένσερ»;» «Οχι». «Εκείνο που απολαμβάνουν περισσότερο τα διαδικτυωμένα πλήθη είναι να βάζουν κάποιο στόχο και να τον λιντσάρουν. Επειδή κάτι είπε, κάτι έκανε, που πρόσβαλε τα ήθη τους». «Εγώ τι είπα; Τι έκανα;»
Χ.Α. Χωμενίδης Ο ΤΖΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ (Πατάκης, 2021)
Πάνε πολλά χρόνια – ίσως και πάνω από σαράντα – από τότε που έπεσαν στα χέρια μου «Oι περιπέτειες του Ντέιβιντ Μπάλφουρ», ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, δημοφιλούς ανά την υφήλιο κυρίως από τη «Νήσο των Θησαυρών» και την «Παράξενη υπόθεση του δόκτορος Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ». «Οι περιπέτειες» απαρτίζονται από δύο αυτοτελή έργα, την «Απαγωγή» (1886) και την «Κατριόνα» (1893), έχουν ως κεντρικό ήρωα έναν νεαρό τυχοδιώκτη και διαβάζονται ακόμη και σήμερα με την ίδια απόλαυση που προσφέρουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού τα αντίστοιχα κατορθώματα του Τομ Σόγερ και του Χακ Φιν από τη γραφίδα του Μαρκ Τουέιν. Πρώτη φορά συναπάντησα εκεί, στις σελίδες του Στίβενσον, έναν ανθρωπότυπο για τον οποίο διατηρούσα έως τότε πλήρη άγνοια: τον απένταρο αριστοκράτη. Η πλοκή των «Περιπετειών» εξυφαίνεται σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, τον δέκατο όγδοο, και στρέφεται γύρω από τον ένοπλο αγώνα των σκωτσέζων ορεσίβιων (highlanders) εναντίον του άγγλου δυνάστη. Κατά τη διάρκεια αυτού του σκληρού και μακρόχρονου αγώνα πολλοί τοπικοί άρχοντες έχαναν όλη τους την κινητή και ακίνητη περιουσία, λιμοκτονούσαν κυριολεκτικά σε σπηλιές κυνηγημένοι από τα αγγλικά αποσπάσματα, δίχως εντούτοις να εγκαταλείπουν τους αριστοκρατικούς τους τρόπους και τις αριστοκρατικές τους συνήθειες. Η αρχοντιά τους, εν ολίγοις, δεν είχε να κάνει με το επισφαλές οικονομικό τους status, αλλά με κάτι βαθύτερο που συγγένευε με την άνευ όρων αποδοχή εκ μέρους τους ενός άγραφου μεν, άτεγκτου δε – ψυχαναγκαστικού, θα λέγαμε – κώδικα αξιοπρέπειας.
Στα καθ’ ημάς, πιο κοντά σε αυτόν τον ανθρωπότυπο στεκόταν ο κιμπάρης. Διόλου τυχαία η συγκεκριμένη λέξη σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα: όταν αποσύρονται κάποιοι ανθρωπότυποι από το προσκήνιο, αποσύρονται μοιραία και οι λέξεις που τους περιγράφουν. Ο κιμπάρης ήταν εκείνος ο αρχοντάνθρωπος – τόσο στο παρουσιαστικό, όσο και (κυρίως) στην ιδιοσυγκρασία – που συμπεριφερόταν ως πλούσιος, ακόμη και όταν ο τραπεζικός του λογαριασμός ήταν τρύπιος. Ηταν large με τους φίλους του (πάντοτε αυτός πλήρωνε στις κοινές τους εξόδους) και μεγάθυμος με τους εχθρούς του: δεν κρατούσε κακίες. Ηταν φιλήδονος χωρίς ενοχές κι εξίσου ακομπλεξάριστος καλοπερασάκιας στην καθημερινότητά του όποτε είχε λεφτά, αλλά και δεν μιζέριαζε όποτε δεν είχε. Από ηθικής μα και, γενικότερα, από διανοητικής πλευράς ήταν μάλλον επιδερμικός. Τον αποτυπώνει περίφημα ο Χωμενίδης στη μυθιστορηματική persona του Δημήτρη (Τζίμη) Παπιδάκη: «Εσύ, Τζίμη, το διαβάζω στα μάτια σου, δεν είσαι ούτε θύτης ούτε θύμα. Δεν έβλαψες ποτέ συνειδητά κανέναν. Και όσους σε έβλαψαν δεν καταδέχτηκες να τους μισήσεις. Στέκεις υπεράνω. Αποτελείς χτυπητή παραφωνία. Ασυγχώρητη». Ειδικά στον χώρο του θεάματος, την περίοδο των παχιών αγελάδων (ας πούμε χονδρικά κατά τη δεκαετία του 1990 και κατά το πρώτο ήμισυ της επόμενης), ανθρωπότυπους σαν του Τζίμη συναπαντούσαμε πολύ συχνά, ιδίως κάτω από την επαγγελματική λεοντή του κινηματογραφικού ή του θεατρικού μπίζνεσμαν. Πατώντας ταυτόχρονα σε δύο βάρκες – από τη μια στον καλλιτεχνικό κόσμο, από την άλλη στον επιχειρηματικό -, δεν ένιωθαν ευστάθεια σε καμία από τις δύο· με το πρώτο φύσημα του ανέμου μπορούσαν να αναποδογυρίσουν. Ετσι κι έγινε. Μαζί με τις παχιές αγελάδες χάθηκαν κι αυτοί.
Ηδη από την αρχή της συγγραφικής του σταδιοδρομίας – το όχι και τόσο μακρινό 1993 με το «Σοφό παιδί» – ο 55χρονος σήμερα Χρήστος Χωμενίδης απέδειξε την ικανότητά του να διεισδύει και να ανασύρει ψυχισμούς ηρώων που κινούνται στις παρυφές της σύγχρονης ελληνικής παράνοιας (ακόμη και όταν μεταθέτει την πλοκή των βιβλίων του σε παλαιότερες εποχές, όπως στα «Λόγια φτερά» ή στον «Φοίνικα», πάλι τη δική μας εποχή προοιωνίζεται και αφουγκράζεται). «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», το δωδέκατο μυθιστόρημα μιας ιδιαίτερα καρπερής παραγωγής, κυκλοφόρησε πριν από έναν μήνα στην αγορά και πλασαρίστηκε ως καταγραφή των παθών και των παθημάτων «ενός αναλογικού ανθρώπου σε ένα ψηφιακό σύμπαν». Η αντίστιξη αναλογικού με ψηφιακό προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι οι διαθέσεις του δεύτερου έναντι του πρώτου είναι μάλλον κανιβαλιστικές – και, για την ακρίβεια, προκρούστειες: ο ψηφιακός κόσμος φέρνει στα μέτρα του ό,τι περισσεύει ή υπολείπεται από τον αναλογικό. «Δεν σας απασχολούν εσάς οι αληθινοί άνθρωποι», κατακεραυνώνει η Κερασίνα, η κόρη του Τζίμη, τους δημοσιογράφους, ευκαιριακούς εκπροσώπους του ψηφιακού κόσμου που έχουν στοχοποιήσει τον πατέρα της ως «δολοφόνο ονείρων» και ως «ηθικό αυτουργό» στην αυτοκτονία ενός διαταραγμένου περιθωριακού· «καρικατούρες φτιάχνετε, καραγκιοζάκια. Με φτηνά μελοδράματα ταΐζετε τον κόσμο, μπας και ξεχάσει τα προβλήματά του». Στο σύμπαν των social media δεν υπάρχουν γκρίζες περιοχές, πολυτελή θέρετρα για να παραθερίζει ένας παλαιάς κοπής bon viveur σαν τον Τζίμη: εάν δεν είσαι ένα από τα θύματα, είσαι ένας από τους θύτες – πόσω μάλλον όταν το ίδιο το θύμα, από τον τάφο του πια, σε δαχτυλοδείχνει.
Εάν υφίσταται μια «σταθερά» στα μυθιστορήματα του Χωμενίδη, είναι αυτή ακριβώς η οξύμωρη στάση του: η συμπονετική «ασπλαγχνία» του για τους ήρωές του. Ούτε «καλοί» ούτε «κακοί», έτοιμοι να αναδείξουν τον καλύτερο ή τον χειρότερο εαυτό τους, τα αντανακλαστικά του πληγωμένου θηρίου ή τη μεγαλοψυχία που ούτε οι ίδιοι γνώριζαν ότι διέθεταν. Στο κάτω κάτω δεν είμαστε όλοι παρά εγκλωβισμένοι στην «ανθρώπινη κατάσταση». Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, ξαναπέφτουμε – έως την ημέρα που δεν θα καταφέρουμε να ξανασηκωθούμε… «Ξυρίζομαι κόντρα», μονολογεί ο Τζίμης, ο τελευταίος κιμπάρης της Κυψέλης, ενόσω οι ψηφιακοί δικαστές του έχουν ήδη εκδώσει την καταδικαστική τους απόφαση και η καταστροφή του έχει κιόλας δρομολογηθεί· «»κι αν φυσάει και αν βρέχει, το αγριολούλουδο αντέχει…» σιγοτραγουδάω. Κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέφτη. «Το αγριογούρουνο αντέχει» διορθώνω. Χαμογελάω». Αυτό το μελαγχολικό μειδίαμα μας κληροδοτεί ο Χωμενίδης· το κύκνειο άσμα εκείνου που σαλπάρει προς τα εξήντα και βλέπει τον γνώριμο κόσμο του να απομακρύνεται.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις