Τα σύνορα της Ευρώπης κάποτε παρουσιάζονταν ως τα σύνορα μιας γεωγραφικής, πολιτικής και πολιτιστικής έκτασης όπου κυριαρχούσαν ο Διαφωτισμός, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Βεβαίως, δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η αποικιοκρατία και το Ολοκαύτωμα έδειξαν ότι η ταύτιση της Ευρώπης με την πρόοδο και τη δημοκρατία προϋπέθετε να τεθούν εντός παρένθεσης εκτεταμένα κεφάλαια της Ιστορίας της. Ωστόσο, ιδίως στη ρητορική που συνοδεύει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ιδέα της Ευρώπης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων επιστρέφει, ενίοτε και σε αντιπαραβολή προς άλλους πόλους του διεθνούς συστήματος.

Μόνο που όχι μόνο η ουσιαστική πλευρά των δικαιωμάτων αλλά ακόμη και η ρητορική επίκλησή τους έχει ως όριο τα σύνορα της Ευρώπης. Πιο σωστά αναιρείται στα σύνορα της Ευρώπης. Γιατί έχει περάσει προ πολλού η εποχή όπου η άφιξη στα σύνορα μιας ευρωπαϊκής χώρας ισοδυναμούσε με τη δυνατότητα ανθρωπιστικής προστασίας, το άσυλο, στοιχειώδεις μορφές αλληλεγγύης. Πλέον σε μια οργουελική σχεδόν αντιστροφή του νοήματος των λέξεων η άφιξη μεταναστών και προσφύγων, δηλαδή ανθρώπων που προσπαθούν να αποφύγουν την εξαθλίωση και τον κίνδυνο, περιγράφεται ως «υβριδική απειλή» από τους ίδιους τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών.

Σε αυτό το φόντο μπορούμε να δούμε την ακύρωση ουσιαστικά του δικαιώματος στο άσυλο και την ανθρωπιστική προστασία μέσα από μια γενικευμένη λογική «κλειστών συνόρων» και «φραχτών», που συνοδεύεται όλο και περισσότερο από στρατιωτικοποιημένες πρακτικές φύλαξης, «απώθησης» και αποτροπής της άφιξης μεταναστών και προσφύγων ακόμη και εάν αυτό σημαίνει την καταφυγή σε πρακτικές που η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση επισήμως θεωρεί παράνομες, αλλά στη συνέχεια, όταν αυτές καταλήγουν να γίνουν πάγια πρακτική στα σύνορα της Ευρώπης, απλώς γυρίζει το βλέμμα από την άλλη πλευρά, ιδίως όταν οι κυβερνήσεις των χωρών τελικού προορισμού των προσφύγων και των μεταναστών θεωρούν ότι η εκλογική τους επιβίωση περνά μέσα από την υιοθέτηση αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών πολιτικών.