Καλάβρυτα, η ταινία
Την επόμενη λοιπόν της δημοσιογραφικής προβολής, βρέθηκα με αυτοκίνητο σε κεντρική αθηναϊκή οδό, πίσω από ένα λεωφορείο με τη διαφημιστική αφίσα της ταινίας
Πριν από λίγες μέρες είχα αναφερθεί, από αυτήν τη στήλη, στην αντίδραση κάποιων ντόπιων για μία σκηνή από την ταινία «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου σύμφωνα με την οποία κάποιος αυστριακός στρατιώτης άνοιξε την πόρτα του σχολείου, όπου κρατούνταν οι γυναίκες και τα παιδιά του χωριού, ώστε να γλιτώσουν από έναν φρικτό θάνατο μέσα στις φλόγες. Τότε δεν είχα δει ακόμη την ταινία. Επανέρχομαι σήμερα αφού την έχω δει και μάλιστα δύο φορές. Νομίζω ότι αυτή η δουλειά έχει κάποια χαρακτηριστικά που αξίζει να αναδειχθούν (χωρίς, βέβαια, να φιλοδοξώ να μπω στα χωράφια του πολύτιμου φίλου και συνάδελφου Γιάννη Ζουμπουλάκη).
Την επόμενη λοιπόν της δημοσιογραφικής προβολής, βρέθηκα με αυτοκίνητο σε κεντρική αθηναϊκή οδό, πίσω από ένα λεωφορείο με τη διαφημιστική αφίσα της ταινίας. Στην οποία βλέπουμε την πλάτη ενός παιδιού που κοιτά προς μια μεγάλη φωτιά, αυτήν που έκαψε τα Καλάβρυτα. Σκεφτόμουν πόσο ανταποκρίνεται αυτή η φωτογραφία στο «βλέμμα» του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου Δημήτρη Κατσαντώνη. Γιατί και ο θεατής βλέπει τα όσα έγιναν μέσα από τα μάτια του μικρού πρωταγωνιστή (ο οποίος, στον παρόντα χρόνο, είναι ο συγγραφέας που υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ).
Χωρίς ιδεολογικές παρεμβολές, χωρίς προεκτάσεις, χωρίς παράλληλες ερμηνείες. Και θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο (δεν θυμάμαι να το έχω δει σε κάποια άλλη ταινία χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες) να καταπιαστείς με ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός και μάλιστα εκείνη την εποχή, χωρίς να «φορέσεις» στους ήρωές της «ιδεολογικά κοστούμια», χωρίς να αναφερθείς στους μικρούς εμφύλιους που, στα τέλη του 1943, είχαν αρχίσει ήδη να κουφοβράζουν.
Για να το πω χύμα, οι ιδεοληψίες, τα κλισέ και τα κομματικά γραμμάτια δεν επιτρέπουν σε πολλούς έλληνες σκηνοθέτες να «κοιτάξουν» εκείνη την εποχή αποφεύγοντας το δίπολο αριστεροί – δεξιοί. Εδώ, δεν είναι «καλοί» οι αντάρτες που σκότωσαν τους 70 Γερμανούς, δεν είναι «κακή» η γυναίκα που λέει «Μα τι κάνατε; Τώρα θα το πληρώσουμε όλοι». Ούτε βέβαια και το αντίθετο.
Αυτό ακριβώς της δίνει ένα διεθνές διαβατήριο. Χωρίς να αποποιείται τα εθνικά χαρακτηριστικά των γεγονότων, την κάνει «ευανάγνωστη» και από αλλοδαπό κοινό. Διότι αυτό που έγινε τότε στα Καλάβρυτα, έτσι όπως το βλέπουμε, μπορεί να συμβεί οπουδήποτε – και το πιθανότερο είναι να έχει συμβεί. Οπουδήποτε, δηλαδή, ο άνθρωπος ξεπερνάει σε αγριότητα ακόμη και τα ένστικτα του θηρίου. Οπουδήποτε οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων συνθέτουν τη μεγάλη Ιστορία του Ανθρώπου.
Το παιδί και η άβυσσος
Υπάρχει όμως κάτι εξίσου πιο δύσκολο, αν όχι δυσκολότερο, το οποίο κατόρθωσε να υπερβεί ο Δημητρόπουλος. Δεν σου εκβιάζει το συναίσθημα, σου το υποβάλλει. Οπως θα συνέβαινε αν σου διηγούταν τα γεγονότα ένα μικρό παιδί που δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει συναισθηματικές αναγωγές.
Για παράδειγμα, στη σκηνή της εκτέλεσης των ανδρών και των παιδιών άνω των 13 ετών στον λόφο Καπή, ο φακός δεν εστιάζει στα βλέμματα αυτών που πρόκειται να εκτελεστούν ούτε και των εκτελεστών τους. Δεν βλέπουμε καν το πρόσωπο του 13χρονου γιου του πρωταγωνιστή που ήταν ανάμεσα στους εκτελεσμένους. Η μουσική του Alex Sid δεν γίνεται πιο υποβλητική. Και έτσι, η πιο δραματική σκηνή της ταινίας δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτή της εκτέλεσης αλλά όταν οι γυναίκες προσπαθούν να μεταφέρουν τα πτώματα μέσα σε κουβέρτες.
Κράτησα και δύο φράσεις. Τη μία τη λέει ο Μαξ φον Σιντοφ, ως «παιδί των Καλαβρύτων». «Πώς ν’ αγαπήσεις τη ζωή όταν δεν έχεις παιδική ηλικία;». Την άλλη η ηθοποιός που, στο σύγχρονο κομμάτι της ταινίας υποδύεται τη δικηγόρο που εργάζεται για τη γερμανική κυβέρνηση. «Αν κοιτάζεις για πολύ μέσα στην άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει μέσα σου».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις