Υπάρχει μια ιστορία η οποία είναι ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα σας και μπορείτε να μου την αφηγηθείτε;

Οταν πέθανε ο Κάρολος Κουν και τον συνοδεύαμε στην τελευταία του κατοικία, μας ρωτούσαν στον δρόμο οι περαστικοί ποιον κηδεύουμε. Τους απαντούσαμε τον Κάρολο Κουν και απορούσαν «ποιος είναι αυτός;». Ενώ όταν πήγαν στη Ρωσία μια ομάδα διανοουμένων και έψαχναν να βρουν τον τάφο του Τσέχοφ μια γιαγιούλα τούς λέει «εγώ θα σας πάω». Δεν είπε «ποιος είναι αυτός;».

Τι μαρτυρά αυτό για μια κοινωνία;

Δεν γνωρίζουμε τους πνευματικούς ηγέτες μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να πάμε μπροστά. Είναι επικίνδυνο. Σημαίνει ότι είμαστε αδιάβαστοι, δεν γνωρίζουμε την ιστορία μας. Από την άλλη υπάρχουν και πλευρές πολύ φωτεινές. Ξέρεις όταν ήμουν νέα στο ξεκίνημά μου έβρισκα δουλειά από τους συναδέλφους μου. Το καλοκαίρι του 1970 ήμουν 30 ετών, ο Μάνος Κατράκης με το θέατρό του – Ελληνικό λαϊκό θέατρο – πήγε στη Θεσσαλονίκη με ένα έργο ελληνικό του Β. Νυδριώτη. Ηταν ένα πολυπρόσωπο έργο, πολυδάπανο δηλαδή και επίσης ο καιρός ήταν πολύ κακός, διότι εκείνη τη χρονιά έβρεχε πολύ συχνά. Αποφασίζει να αλλάξει έργο και ανεβάζει μια γαλλική κομεντί «Ξενοδοχείον η ευτυχία». Απαιτούσε μόνο τη συμμετοχή πέντε ηθοποιών. Ηταν η Ηλέκτρα Παπαθανασίου, ο Γιώργος Χριστόπουλος, ο Μάνος Κατράκης και ένα μικρός ρόλος – αυτός του δημοσιογράφου. Εψαχνε να βρει ποια θα υποδυθεί την ξενοδόχο και δεν μπορούσε. Να σου πω εδώ ότι ο Γιώργος Χριστόπουλος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι, πήγαινε συχνά πυκνά και του έλεγε «την Πρωτοψάλτη». Ξαφνικά χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο και ακούω από την άλλη άκρη της γραμμής «εδώ Μάνος Κατράκης».

Εκπλαγήκατε;

Κόντεψε να μου πέσει το ακουστικό από τα χέρια. Τώρα δεν τηλεφωνούν οι σκηνοθέτες, βάζουν τους βοηθούς τους. Με ρώτησε «θέλετε να συνεργαστούμε; Ποιες είναι οι απαιτήσεις σας;». Συμφωνήσαμε και πήγα και τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Ηρθε και με πήρε από το αεροδρόμιο. Πήγα στην πρόβα και μου είπε «πού ήσουνα εσύ ρε παιδί μου»!. Αλλά είχε μεγαλείο και ως άνθρωπος.

Πώς το αντιληφθήκατε αυτό;

Κατ’ αρχάς όταν έφτασε η μέρα της πρεμιέρας και πήγα στο θέατρο για να παίξω είδα το όνομά μου σε πλαίσιο! Οταν τέλειωσε η παράσταση βρήκα στο καμαρίνι μου μια ανθοδέσμη με μια κάρτα: «Εύχομαι η συνεργασία σας μαζί μου να σταθεί ένα καινούργιο ξεκίνημα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας. Μάνος Κατράκης». Και αυτό που είπε αυτό έγινε. Επίσης ένα πρωί εκεί που έπινα τον καφέ μου όταν τελείωσαν οι παραστάσεις, έρχεται και με παίρνει με το αυτοκίνητο. Σταματάει κάποια στιγμή μπροστά στα γραφεία του ιπποδρόμου, παίζει τα άλογά – στον τζόγο και στις γυναίκες σπατάλησε τα χρήματά του – μετά με πηγαίνει έξω από τα γραφεία της Ολυμπιακής και έρχεται με ένα εισιτήριο. «Πάρ’ το, να δεις μια ώρα πιο νωρίς το παιδί σου».

Συνεχίστηκε η συνεργασία σας;

Στην Αθήνα θα ανέβαζε τον «Βασιλιά Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Οι ρόλοι όμως ήταν όλοι κλεισμένοι. Με καλεί στο γραφείο του, στη Χαριλάου Τρικούπη, και μου εξηγεί ότι δεν είχε κάτι να μου δώσει από τους γυναικείους ρόλους. Και μου είπε: «Θα παίξεις τον τρελό». Ενας ανδρικός ρόλος από μια γυναίκα. Το εκμεταλλεύτηκα και το γύρισα υπέρ μου. Αυτό που μου ευχήθηκε στην κάρτα άρχισε να συμβαίνει. Η αρχή μιας λαμπρής σταδιοδρομίας. Μετά ήρθαν τα χρόνια της «Στοάς». Σαράντα πέντε στο σύνολο.

Κοινή πορεία με τον πρώην σύζυγό σας Θανάση Παπαγεωργίου. Πώς γνωριστήκατε;

Ηρθε ο Θανάσης να κάνει μια αντικατάσταση σε ένα έργο ελληνικό που παίζαμε με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον δάσκαλό μου, στο Νέο Θέατρο, το 1962. Ημουν 22 ετών και ήταν 24 ετών. Τότε τα φτιάξαμε. Μας έδεσε το θέατρο. Εχουμε το ίδιο ψώνιο και βλέπουμε από την ίδια σκοπιά την τέχνη.

Ποια είναι αυτή;

Το να δίνεις την ψυχή σου. Το πάθος που έλεγε ο Κουν. Δύο λέξεις μάς έλεγε: «πάθος» και «διαβάστε». Με τον Θανάση δεν ήμασταν πολλά χρόνια ζευγάρι, αλλά εξαιτίας της συνεργασίας μας μάς αντιμετώπιζαν σαν να είμαστε μαζί. Υπάρχει και άλλη μια ιστορία από εκείνα τα χρόνια που δείχνει την τέχνη της επικοινωνίας. Θα ανεβάζαμε το έργο «Χάσαμε τη θεία στοπ». Ο Γιώργος Διαλεγμένος, ο συγγραφέας του έργου, είχε γεμίσει την Αθήνα γράφοντας τους τοίχους με μαύρη μπογιά: «Χάσαμε τη θεία στοπ». Ηταν εποχή της Μεταπολίτευσης και όλοι συνέδεαν τη Θεία με τη «Σία». Εκαναν πολιτικούς συνειρμούς. Αποθεώθηκε η παράσταση.

Η αγάπη σας για το θέατρο πότε ξεκινά;

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά πότε ακριβώς αισθάνθηκα την επιθυμία να γίνω ηθοποιός. Σαν να υπήρχε από πάντα. Είμαστε καλλιτεχνική οικογένεια. Το πιάνο που βλέπεις αριστερά σου, το έφερε η γιαγιά μου από τη Ρωσία όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Είχε διαλυθεί και το έφτιαξε η αδελφή μου η Ελσα, η οποία έκανε σπουδαία πορεία ως σοπράνο (σ.σ.: Ελσα Καστέλα-Κράισλ-Πρωτοψάλτη). Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια Μουσικής.

Δεν σας κέρδισε όμως η μουσική.

Εμαθα πιάνο,αλλά το σταμάτησα. Πήγαινα με τη μητέρα μου και την αδελφή μου στη Χορωδία Αθηνών. Το 1949, εν μέσω Εμφυλίου, ο σπουδαίος μαέστρος Φιλοκτήτης Οικονομίδης και δάσκαλος του Μίκη Θεοδωράκη αποφάσισε να παίξει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Χορωδία. Στη Χορωδία ήταν και ο Μίκης. Θυμάμαι σε μια πρόβα και ενώ έξω γίνονταν διαδηλώσεις έρχεται ο Μίκης και όταν τον βλέπει ο Οικονομίδης τον ρωτάει: «Ησουν με αυτούς;». Ο Μίκης απαντάει «ναι» και του λέει: «Είσαι ένας από αυτούς, βγες έξω». Και να τώρα που αύριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η παράσταση «Ομορφη πόλη» – στην οποία συμμετέχω – του Γιώργου Βάλαρη μάς θυμίζει ότι ο Μίκης έγινε αυτό για το οποίο αγωνίστηκε. Δίδαξε με την τέχνη του ελευθερία και επανάσταση.

Εσείς πότε συνειδητοποιείτε τι θέλετε να γίνετε;

Οταν είδα την «Αγριόπαπια» του Ιψεν στο Υπόγειο κατάλαβα ότι ήθελα να διδαχθώ θέατρο μόνο από τον Κουν. Θυμάμαι στο πρώτο έτος της σχολής ύστερα από κάποια πρόβα ο Κουν με σήκωσε ψηλά, με φίλησε και μου είπε «Μπράβο, Λήδα». Δεν κοιμόμουν για μέρες. Εγραψα στο ημερολόγιό μου «ο Κουν με φίλησε».

Τι άλλο είχατε γράψει στο ημερολόγιό σας;

Κάτι που με δίδαξε ο άλλος σπουδαίος δάσκαλός μου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Μου φώτισε αυτό που έπρεπε να είμαι. Επέδρασε καθοριστικά σε αυτό που έγινα. Δούλεψα μαζί του πέντε χρόνια. Επέμενε και αυτός κατάφερε να βγάλει από μέσα την αλήθεια μου – με σκληρό τρόπο. Να καταλάβω πώς μπαίνει ο ηθοποιός μέσα στην «κατάσταση». Πώς μπαίνει μέσα στο αίσθημα. Κάτι ζητάει πάντα ο ρόλος. Κάπου τον πάει ο συγγραφέας τον χαρακτήρα που υποδύεσαι. Και τα κατάφερε.

Πότε μπορέσατε να δώσετε αυτό που ζητούσε από εσάς;

Κάναμε πρόβες για το «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του Εντουάρντο ντε Φίλιππο, στην οποία παράσταση υποδυόμουν την οικιακή βοηθό και μου φώναζε, με έβριζε «ψεύτραααααα». Οτι δηλαδή έπαιζα ψεύτικα, δήθεν. Πήγαινα στο σπίτι μου και έκλαιγα. Δεν ήθελα να συνεχίσω. Μέχρι που πήγε ο πατέρας μου και τον βρήκε και του είπε «κύριε Διαμαντόπουλε, θα χάσω το παιδί μου». Εκείνος του απάντησε: «Δεν το χάνετε, ξέρω εγώ τι κάνω». Το έργο ξεκινούσε με τη σκηνή όπου εγώ καθάριζα κρεμμύδια και δίπλα μου ήταν η κυρά μου – Μαρία Αλκαίου – η οποία μου έλεγε «τώρα κλαις από τα κρεμμύδια ή κλαις πραγματικά;». Εκεί άρχισε να διηγείται η μικρή τα δεινά της ζωή της. Επαιζα κάθε μέρα στις πρόβες, οι συμμαθητές μου δεν καταλάβαιναν γιατί ούρλιαζε ο Διαμαντόπουλος με το παίξιμό μου, γιατί θεωρούσαν ότι ήμουν καλή. Εγώ μέσα μου γνώριζα ότι ο δάσκαλος είχε δίκιο. Δεν έδινα την απελπισία που απαιτούσε ο ρόλος.

Πώς ανταποκριθήκατε;

Μετά βασάνων. Φτάνει η μέρα της τζενεράλε όπου καλούσαμε μερικούς φίλους για να μας πουν και την άποψή τους. Είχα τον φόβο ότι θα αρχίσει πάλι να φωνάζει οπότε αποφασίζω να τον βγάλω από το μυαλό μου. Είχα μόνο μέσα μου τις οδηγίες του. Και σαν από θαύμα όταν βγαίνω στη σκηνή να παίξω η Αλκαίου αρχίζει – ως κυρά μου – να αποκτάει σάρκα και οστά. Μέχρι εκεί τη στιγμή δεν την έβλεπα. Την κοίταζα και δεν την έβλεπα. Ξαφνικά την είδα. Ηξερα να σου πω ακριβώς πώς είναι. Οπότε μπόρεσα να της μεταφέρω και την απελπισία που απαιτούσε ο ρόλος. Μετέδωσα το αίσθημα που χρειαζόταν. Αυτό δεν κάνουμε και στη ζωή μας; Τότε ακούστηκε η φωνή του Διαμαμαντόπουλου να μου λέει «Ναιιι. Επίθεση, απάνω της!». Γιατί είναι επιθετικό άθλημα το θέατρο. Ηταν μια καθοριστική στιγμή για μένα. Μου δίδαξε την απελπισία και με λύτρωσε.