Πατρίσια Χάισμιθ – «Αγαπητό μου ημερολόγιο, γιατί πίνω τόσο πολύ;»
Στο φως αδημοσίευτες σημειώσεις και ημερολογιακές καταγραφές της διάσημης συγγραφέως, αποκρυπτογραφημένες μέσα από 8.000 δυσανάγνωστες σελίδες γραμμένες σε... πέντε γλώσσες «Αγαπητό μου ημερολόγιο, γιατί πίνω τόσο πολύ;» | tanea.gr
- Μεθοδεύσεις και προσπάθειες επηρεασμού των ιατροδικαστών στο συγκλονιστικό θρίλερ της Αμαλιάδας
- Πόσο θα κοστίσει στην τσέπη των Ελλήνων αν ενεργοποιηθεί η «βόμβα» Τραμπ για 5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες
- ΕΛ.ΑΣ: Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου εν όψει επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών
- Νέο αντιμονοπωλιακό πλήγμα για τη Google – Στο στόχαστρο των ιαπωνικών αρχών
Η Πατρίσια Χάισμιθ κατέγραψε τις ενδόμυχες σκέψεις της ζωής της σε ημερολόγια. Στις σελίδες τους έγραφε για τη λογοτεχνική της επιτυχία, τα ταξίδια της σε όλον τον κόσμο και τις πολυάριθμες ερωτικές της σχέσεις με (συνήθως μη διαθέσιμες) γυναίκες. Τμήματα από αυτά τα κρυφά γραπτά της δημοσιεύονται στο τόμο που κυκλοφορεί με τίτλο «Patricia Highsmith: Her Diaries and Notebooks 1941-1995», σε επιμέλεια της Ανα φον Πλάντα.
Η δουλειά της αποκωδικοποίησης των ιδιωτικών εγγράφων της Χάισμιθ ήταν σχεδόν κωμικά διαβολική, θα σημειώσει στην εισαγωγή της η επιμελήτρια της έκδοσης. Εκτός από τη συγγραφή 22 μυθιστορημάτων και κάποιων διηγημάτων, η Χάισμιθ παρήγαγε, με τρομερά δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα, 8.000 σελίδες ιδιωτικής γραφής σε 18 ημερολόγια, 38 σημειωματάρια γραμμένα σε πέντε γλώσσες, εκ των οποίων τα αγγλικά ήταν τα μόνα που μιλούσε με επάρκεια.
Τα σημειωματάρια είναι η τόπος όπου η Χάισμιθ εξασκήθηκε στο γράψιμο των ιστοριών και των ιδεών της. Τα ημερολόγια, πυκνογραμμένα, σε γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά ή ιταλικά, μοιάζουν με κρυπτογράφημα. Αλλά εκεί μέσα βρίσκεται το ζουμί που προκαλεί την ανάγνωσή τους. Στον τόμο των 1.024 σελίδων της Φον Πλάντα, οι δύο γραπτές πηγές συνδυάζονται για να προσφέρουν ένα πορτρέτο της Χάισμιθ από τον χαρούμενο μονόπλευρο εαυτό της της δεκαετίας του ’20 στη Νέα Υόρκη έως τα θλιμμένα χρόνια της στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Τότε που όλο και περισσότερο εξέφραζε πικρία για τον κόσμο και τη ζωή της.
Αν οι νύχτες της Χάισμιθ τροφοδοτούνται από μαρτίνι και κύματα απέχθειας για τον εαυτό της («Γαμώτο, γιατί πίνω τόσο πολύ;»), τις ώρες της ημέρας η σκέψη της είναι διαυγής. «Τι κάνουμε με την ομοφυλοφιλία;» γράφει σε μια καταχώρισή της τον Δεκέμβριο του 1942. Η ερώτηση θα την απασχολήσει για τα επόμενα 50 χρόνια και θα την αντιμετωπίσει με υπαινιγμό ή ειλικρίνεια σε πολλά από τα μυθιστορήματά της.
Αυτό είναι και το πάθος που χαρακτηρίζει τα ημερολόγιά της: το ταξίδι που έκανε η Χάισμιθ από αυτές τις ξέγνοιαστες μέρες των 20 χρόνων της, όταν μετά το δείπνο ένα βράδυ γράφει «μια γυναίκα στο εστιατόριο διάβασε τις παλάμες μας και μου έδωσε την καλύτερη ανάγνωση: ότι δεν θα παντρευτώ», σε ένα μέρος πολύ πιο ένοχο και με περισσότερα διφορούμενα συναισθήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η επιπολαιότητά της αρχίζει να διαβρώνεται, καθώς η ανεκτικότητα των χρόνων του πολέμου δίνει τη θέση της στην πιο κοινωνικά συντηρητική μεταπολεμική Αμερική. Ανήσυχη, παρακολουθεί τις φίλες της – με πολλές από τις οποίες έχει κοιμηθεί – να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά. Παρά το γεγονός ότι θεωρεί τους άνδρες, στην καλύτερη περίπτωση, «νεκρό βάρος» στο κρεβάτι, αναρωτιέται αν θα έπρεπε να κάνει το ίδιο. «Κάνω τη μεγαλύτερη προσπάθεια με τον Μαρκ» γράφει το 1948. Αργότερα θα ξεφωνίσει: «Ηταν μεθυσμένος, άσχημος, καθόλου ελκυστικός. Ξάπλωνα εκεί σκεπτόμενη πόσο όμορφα και αγνά είναι τα κορίτσια! Και ήμουν τρομερά λυπημένη». Μέχρι το 1955, πέφτει και η πρώτη νότα πικρίας όταν, με το μάτι στις βιαστικά παντρεμένες συνομήλικές της, γράφει: «Η ωριμότητα κατρακυλά σαν μια τούρτα που καταρρέει αργά… Η ωριμότητα καταστρέφει τον εαυτό και σε κάνει ίδιο με όλους τους άλλους».
Η Χάισμιθ δεν παντρεύεται τον Μαρκ. Αντίθετα, γίνεται διάσημη μυθιστοριογράφος. Με την επιτυχία της εξαγοράζει όχι μόνο χρόνο και χρήμα, αλλά και ένα μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου που ως ανύπαντρη γυναίκα – πόσω μάλλον και λεσβία – θα της το είχαν αρνηθεί. Αυτή η τέχνη της διαφυγής εμφανίζεται στα μυθιστορήματά της, τα οποία στη βάση τους αναφέρονται σε ανθρώπους που ξεφεύγουν από τις καταστάσεις. Κυρίως από τους φόνους που διαπράττουν, αλλά και από τη ρομαντική αγάπη. Οπως το 1952 στην «Τιμή του αλατιού» με ψευδώνυμο αφηγήθηκε την ιστορία μιας σχέσης μεταξύ δύο γυναικών.
Στο υστερόγραφό της το 1989, όταν τελικά φανερώθηκε ως η συγγραφέας του και άλλαξε τον τίτλο σε «Κάρολ», σημειώνει: «Πριν από αυτό το βιβλίο, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες στα αμερικανικά μυθιστορήματα έπρεπε να πληρώσουν για την απόκλισή τους κόβοντας τους καρπούς τους, πνίγοντας τον εαυτό τους, μεταβαίνοντας στην ετεροφυλοφιλία, ή καταρρέοντας – μόνοι, δυστυχισμένοι και αποδιωγμένοι – σε μια κατάθλιψη ίση με την κόλαση».
Ο «Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» και ο θρίαμβος του Κακού
«Αυτό που προέβλεψα κάποτε ότι θα έκανα, το κάνω ήδη σε αυτό ακριβώς το βιβλίο με τον Τομ Ρίπλεϊ. Δηλαδή, δείχνοντας τον κατηγορηματικό θρίαμβο του Κακού έναντι του Καλού χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Θα κάνω και τους αναγνώστες μου να το απολαύσουν. Ετσι, το υποσυνείδητο προηγείται πάντα του συνειδητού, ή της πραγματικότητας, όπως στα όνειρα».
Πέμπτη, 1 Οκτωβρίου 1964
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις