Σε φύλλο της εφημερίδας «Το Βήμα» που είχε κυκλοφορήσει το μακρινό πια 1979, και πιο συγκεκριμένα την Παρασκευή 13 Απριλίου του εν λόγω έτους, υπήρχε άρθρο που αφορούσε ομιλία την οποία είχε εκφωνήσει την προτεραία ο αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ακαδημία Αθηνών αναφορικά με τα Δεκεμβριανά.

Ο εξέχων πολιτικός ανήρ, ακαδημαϊκός και διανοούμενος είχε εκφωνήσει την ομιλία του αυτήν παρουσιάζοντας το βιβλίο του Πέτρου Χάρη (Ιωάννη Μαρμαριάδη) «Ημέρες οργής – Δεκέμβρης 1944».

Μεταξύ πολλών άλλων αναφορών του, έτσι όπως διασώζονται στο πολύτιμο αρχείο του «Βήματος», ο Κανελλόπουλος είχε επισημάνει τα εξής:


Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τα Δεκεμβριανά σε βιβλία ή δοκίμια ή άρθρα εφημερίδων μεροληπτούν. Εξακολουθούν να περιφρονούν την μνήμη των νεκρών της άλλης μερίδας. Προεκτείνουν τα τυφλά πάθη του Δεκεμβρίου 1944 μέχρι των ημερών μας, παρασύροντας έτσι την ελληνική νεολαία, που δεν έζησε τα γεγονότα εκείνα, στο δρόμο της μισαλλοδοξίας. Λόγοι εκφωνούνται στην επέτειο της θυσίας των ανδρών του Μακρυγιάννη, ή και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις, εμπρηστικοί. Και ακόμα πιο εμπρηστικοί είναι οι αντίλογοι. Δεν τιμάς πράγματι τους δικούς σου νεκρούς, αν δεν τιμήσεις και τους νεκρούς του αντιπάλου, όταν μάλιστα αντίπαλες είναι δυο μερίδες του αυτού έθνους, που μια τραγική ώρα το εδίχασε. Προσπάθησα –αλλά μάταια– να αντιδράσω στη μισαλλοδοξία στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου μου «Ιστορικά δοκίμια», που εκδόθηκε στο 1975 και βγήκε πρόσφατα σε δεύτερη έκδοση. Ήρθε, όμως, το έργο του κ. Πέτρου Χάρη «Ημέρες Οργής» και  επρόβαλε μέσα από τα μαύρα σύννεφα των παθών σαν ουράνιο τόξο.

Το τόλμημα του συναδέλφου μας ήταν μέγα. Ανησύχησα και απόρησα όταν πήρα το βιβλίο του στα χέρια μου. Αλλά, όταν άρχισα να το διαβάζω, είδα ότι ήταν αδικαιολόγητη και η ανησυχία και η απορία. Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, που συνδυάζει μεγάλα ηθικά νοήματα με πολύ ωραίο λογοτεχνικό ύφος:

«Τι έπαθαν οι άνθρωποι της Αθήνας; Γιατί χτυπιούνται, γιατί σκοτώνονται μέσα στην ευλογία που αυτός τους ρίχνει, μέσα στη ζεστασιά που τους χαρίζει; Έχει δει πολλά ο ήλιος της Αθήνας, ξέρει τους ανθρώπους της από τα πανάρχαια χρόνια και μπορεί να διηγηθεί ωραίες μα και απίστευτες ιστορίες, αγώνες και συμφορές που, σε πολλά, έγιναν η αρχή του κόσμου τούτου, του κόσμου μας. Έχει την πείρα των ουρανών. Μα τώρα βλέπει και σαστίζει. Ποιος έχει το δίκιο; Εκείνοι που θέλουν να προχωρήσουν ή οι άλλοι που τους εμποδίζουν να περάσουν;

»Δεν κουράζεται να κοιτάζει ο ήλιος. Δεν κλείνει τα μάτια του ούτε κι όταν βλέπει αίμα στην πλατεία. Τ’ ανοίγει μάλιστα πιο πολύ, ρίχνει περισσότερο φως, για να δουν κι οι άνθρωποι της πλατείας τι κάνουν, σε τι όλεθρο οδηγούν την αγαπημένη τους πολιτεία. Μα το μίσος δεν καταφέρνει να το διαλύσει ούτε το πιο δυνατό φως. Μένει το μίσος σαν μικρό πυκνό σύγνεφο γύρω από κάθε οργισμένον άνθρωπο, γύρω από κάθε απειλητικό πρόσωπο σαν πύρινο στεφάνι, και δεν τον αφήνει να δει το άλλο πρόσωπο, το αντικρινό οργισμένο πρόσωπο, που είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο άνθρωπος της ίδιας πολιτείας, της ίδιας γης, με το ίδιο αίμα, με την ίδια ρίζα».

[…] Ο κ. Πέτρος Χάρης περιγράφει τα τραγικά γεγονότα του Δεκεμβρίου από τη σκοπιά ενός απλού ιδιώτη, ενός υπαλλήλου μικρής ασφαλιστικής εταιρίας. […] Όταν σταμάτησε το κακό, βγαίνει από το σπίτι ο υπάλληλος που είναι ο αφηγητής στο βιβλίο του κ. Χάρη. Και λέει: «Βλέπω και δεν πιστεύω τα μάτια μου. Κάνω όλο και πιο αργό το βήμα μου, για να καταλάβω καλά τι μου λένε τα ρημαγμένα σπίτια, για ν’ ακούσω πιο καθαρές τις φωνές τους, τον πόνο τους, το θρήνο τους. Από δρόμο σε δρόμο συνηθίζω τη συμφορά και δεν ψάχνω πια για υπεύθυνους και για ένοχους». Το ίδιο ακριβώς νόημα είχαν οι λέξεις που έγραψα στις 5 Δεκεμβρίου 1944 στο «Ημερολόγιό» μου: «Όταν η μοίρα φτάνει σε τέτοια τραγικότητα, δεν ρωτάς πια για ευθύνες».

Έχει, βέβαια, ο κ. Πέτρος Χάρης –όπως έχει και πρέπει να έχει ο καθένας μας– τις ιδιαίτερες πολιτικές πεποιθήσεις του. Αλλά παραμέρισε την προσωπική ιδεολογία του και στάθηκε, όταν έγραφε το βιβλίο του, πέρα από τα πολιτικά πάθη. Στάθηκε ως Έλλην, που αγκάλιασε με το βλέμμα του, ακόμα και με την καρδιά του, όλους τους Έλληνες, της μιας και της άλλης μερίδας. Ως γνήσιος ποιητής, είδε τα γεγονότα εκείνα σαν κακή μοίρα, σαν τραγωδία, και όχι σαν αφορμή για ένα μονόπλευρο ιδεολογικό κήρυγμα, για προπαγάνδα. Υπάρχουν και σήμερα οι δυο κόσμοι που συγκρούστηκαν τον Δεκέμβριο του 1944. Δεν υπάρχουν μόνο οι δυο. Υπάρχουν περισσότεροι. Ανεξιχνίαστο είναι το πνεύμα που διέπει τη νομοτέλεια της ιστορίας. Αλλά ας απλουστεύσω εδώ το πρόβλημα. Υπάρχουν προπάντων οι δυο κόσμοι και στους κόλπους μας, στην εθνική μας οικογένεια, και στους κόλπους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έχουμε χρέος να κάνουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε για να γεφυρώσουμε το χάσμα, όχι να το ευρύνουμε και να το βαθύνουμε. Οι αντίθετες κοινωνικές και πολιτικές ιδεολογίες δεν ήρθε ακόμα η ιστορική ώρα για να συζευχθούν, συνδυάζοντας τα θετικά τους στοιχεία και αποβάλλοντας τα αρνητικά. Τα πνεύματα, όμως, των ανθρώπων μπορεί και πρέπει να γίνουν ανεκτικά και να διώξουν από μέσα τους τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.


Στο έμπα του Δεκέμβρη του 2021, τέσσερις και πλέον δεκαετίες μετά την ομιλία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά τα διαβόητα Δεκεμβριανά, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία εξακολουθούν δυστυχώς να αποτελούν χαίνουσες πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.

Και σήμερα κυριαρχούν οι εμπρηστικοί λόγοι και οι ακόμα πιο εμπρηστικοί αντίλογοι.

Και σήμερα πρωταγωνιστούν οι οργισμένοι και οι προκατειλημμένοι.

Και σήμερα αναζητούνται μανιωδώς υπεύθυνοι και ένοχοι για κάθε κακοτυχία, για κάθε συμφορά.

Και σήμερα, αντί να στήνονται γέφυρες, υποδαυλίζονται τα πάθη και αναμοχλεύονται οι έριδες.

Και σήμερα ορίζουν τη μοίρα μας αυτά που μας χωρίζουν και όχι αυτά που μας ενώνουν.

Και σήμερα το πιο δυνατό φως του κόσμου, ο ήλιος της Αθήνας, δεν καταφέρνει να διαλύσει το μίσος.