Πριν από 25 χρόνια, στις 3 Δεκεμβρίου 1996, απεβίωσε ο Λάμπρος Ευταξίας, ο οποίος, με την πλούσια πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητά του, κατάφερε να αφήσει ένα ευκρινές αποτύπωμα στο δημόσιο βίο της χώρας μας, κατά κύριο λόγο ως μαικήνας, ως ευεργέτης πολιτιστικών ιδρυμάτων και μουσειακών οργανισμών.

Γεννημένος στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 1905, ο Ευταξίας είχε από τη μεν πλευρά του πατέρα του, του νομομαθούς και πανεπιστημιακού Ιωάννη Ευταξία, ρουμελιώτικη καταγωγή (από το Δαδί – Αμφίκλεια Φθιώτιδας), από τη δε πλευρά της μητέρας του, της Ζηνοβίας Βούρου, χιακή και κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή.


Προικισμένος με ένα στέρεο μορφωτικό υπόβαθρο, χάρη στις άριστες σπουδές του (στην Αθήνα και το εξωτερικό) και τη βαθιά γνώση της ιστορίας, ο Ευταξίας υπήρξε ένας ευπατρίδης, ένας κοσμοπολίτης με αστική παιδεία και καλλιεργημένη αισθητική, μια πολυσχιδής προσωπικότητα με όραμα και ξεκάθαρους στόχους, ένας πραγματικός ρέκτης, όπως φανερώνει μεταξύ άλλων και η ιδιαίτερη σχέση του με τη φύση (υπήρξε δεινός ορειβάτης).

Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά την ανάμειξή του στην πολιτική, ο Ευταξίας, που ανήκε στο λεγόμενο συντηρητικό στρατόπεδο και συνδέθηκε στενά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εξελέγη κατ’ επανάληψιν βουλευτής, πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ είχε την τιμή να διατελέσει πολλάκις υπουργός και υφυπουργός.


Όμως, το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωής του υπήρξε χωρίς αμφιβολία η δημιουργική και πολυεπίπεδη δράση του στο πεδίο του πολιτισμού.

Αδιαφορώντας για τα αξιώματα, τη δόξα και την κοινωνική προβολή, λειτουργώντας αθόρυβα και δαπανώντας κεφάλαια από την προσωπική περιουσία του, ο Ευταξίας συνέβαλε τα μέγιστα στην προαγωγή του ελληνικού πολιτισμού.


Εν πρώτοις, ο Ευταξίας, λάτρης της μουσικής, και δη της κλασικής, έθεσε ως ύψιστο σκοπό της ζωής του τη δημιουργία ενός μεγάρου μουσικής στην Αθήνα, κατά τα πρότυπα των άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών.

Σε αυτό το πλαίσιο, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανέγερση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, με τη συνδρομή και τη συμπαράσταση, μεταξύ άλλων, της αοιδού Αλεξάνδρας Τριάντη και του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη. Καθοριστική υπήρξε τη δεκαετία του 1970 η οικονομική συμβολή του στην ολοκλήρωση των πολύπλοκων μελετών του έργου, καθώς και στην κατασκευή του σκελετού του κτιρίου.


Επίσης, ο Ευταξίας διετέλεσε επί μακρόν πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη (δική του δωρεά υπήρξε το νεοκλασικό κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, στον Κεραμεικό) και συντέλεσε ουσιωδώς στον εμπλουτισμό των συλλογών του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Εξάλλου, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευταξία, αυτού του επιφανούς συλλέκτη με το ευρύτατο δίκτυο διεθνών επαφών, ιδρύθηκε το 1973 και εγκαινιάστηκε το 1980 το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, που είναι αφιερωμένο στην εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας κατά τους Νεότερους Χρόνους.


Το εν λόγω μουσείο στεγάστηκε αρχικά σε ένα από τα παλαιότερα κτίρια της Αθήνας των Νεότερων Χρόνων, επί της οδού Ι. Παπαρρηγοπούλου 7 (πλατεία Κλαυθμώνος). Πρόκειται για το λεγόμενο «Παλαιό Παλάτι», το αρχοντικό του χιώτη τραπεζίτη Σταμάτη Δεκόζη – Βούρου (1834), που συνιστά ένα έξοχο δείγμα πρώιμου νεοκλασικού ρυθμού.


Στο κτίριο αυτό διέμειναν από το 1836 έως το 1843 ο Όθων και η Αμαλία, πριν ολοκληρωθεί η ανέγερση των Ανακτόρων στην Πλατεία Συντάγματος.


Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών περιέλαβε αργότερα και το επί της οδού Ι. Παπαρρηγοπούλου 5 κτίριο, έργο του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά (1859). Το κτίριο αυτό υπέστη ριζική αναμόρφωση το 1916 βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστασίου Χέλμη και σύμφωνα με τις τάσεις του αθηναϊκού εκλεκτικισμού.