[…] Μιλώντας για την Αριστερά στον 21ο αιώνα, ο Δ.Δ. στηρίζει τους συλλογισμούς του στην εξόφθαλμα στρεψόδικη ρητορική ταύτιση ανάμεσα στην «Αριστερά», την «προοδευτική σκέψη και ιδεολογία», τον «κομμουνισμό», τον «σοσιαλισμό» και την «επανάσταση». Πέρα από την ιστορική ανεπάρκεια μιας τέτοιας ευρείας αναγωγιστικής ερμηνείας του παρελθόντος, η επιλογή των λέξεων είναι χαρακτηριστική μιας πολιτικής βούλησης που αναφέρεται στο παρόν και στο μέλλον. Η πτώχευση του σοβιετικού μοντέλου ερμηνεύεται ως εμπεριέχουσα την οριστική καταβαράθρωση και αποτελμάτωση οποιασδήποτε σοσιαλιστικής βούλησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, μιλώντας για το μέλλον της Αριστεράς, δεν αφιερώνει ούτε μία λέξη για τα κακώς κείμενα των καπιταλιστικών αγοραίων κοινωνιών, ούτε μία λέξη για τις αξίες της αλληλεγγύης, της επιείκειας και της ισότητας, ούτε μία λέξη για τις δυνατότητες και τα όρια της δημοκρατικής παρέμβασης στις ασύδοτες αγοραίες κοινωνίες μας. Η «θεαματική πρόοδος της δημοκρατίας» εμφανίζεται λοιπόν ως επαρκής για να στοιχειοθετήσει το τέλος και τον «περιττό» ή και «αναχρονιστικό» χαρακτήρα της οποιασδήποτε Αριστεράς. Και η άρνηση της βίαιης επανάστασης αρκεί για να αντληθεί το συμπέρασμα ότι η ιστορία των κοινωνικών αντιθέσεων και αγώνων τελείωσε. Το δημοκρατικό consensus ερμηνεύεται ως διαρκές και διιστορικό κοινωνικό  consensus.

Μια τέτοια αντίληψη όμως αλλοιώνει και μετασχηματίζει την αξιακή συγκρότηση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν υπάρχει μόνο για να διασφαλίζει τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών ενάντια στην οποιαδήποτε αυθαιρεσία των κρατούντων. Αντίθετα με τα αστικά δικαιώματα, τα πολιτικά δικαιώματα εγκαλούν τους πολίτες να συμμετέχουν στη συνεχή επιλογή των αξιακών προσανατολισμών της Πολιτείας. Και εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα της «Αριστεράς», δηλαδή μιας αξιακής αφετηρίας που επιδιώκει την πολιτική πραγμάτωση της οπωσδήποτε νοουμένης κοινωνικοοικονομικής αλληλεγγύης, ισότητας και δικαιοσύνης. Και αυτό δεν προϋποθέτει φυσικά τη μεθόδευση βίαιων ή επαναστατικών διαδικασιών. Το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε από κοινού είναι ακριβώς το πρόβλημα της ριζικής ειρηνικής και δημοκρατικής βελτίωσης των κοινωνιών μας. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη πίεση της παγκοσμιοποιημένης «πραγματικότητας» πάνω στις δημοκρατικές πολιτικές ηγεσίες, η λύση του προβλήματος είναι προφανώς δύσκολη και αβέβαιη. Αλλά όσο δύσκολη και αν εμφανίζεται, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να μετατεθεί στις ελληνικές καλένδες. Η πίστη στη δημοκρατική ουτοπία είναι με αυτή την έννοια ακόμα μαζί μας. Και ευτυχώς. Μια δημοκρατία που δεν θα γεννούσε συνεχώς σπέρματα υπέρβασης του παρόντος θα βούλιαζε στα τενάγη της αποπολιτικοποίησης, της αδιαφορίας και της παραίτησης. Και αυτός είναι και ένας από τους μείζονες κινδύνους.


Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από άρθρο του ομότιμου καθηγητή της Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28 Νοεμβρίου 1999.

Το εν λόγω άρθρο του διακεκριμένου κοινωνιολόγου έφερε τον τίτλο «Η Αριστερά δεν νοσταλγεί το Τείχος», είχε δε συνταχθεί σε απάντηση άρθρου του Δημήτρη Δημητράκου, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιευτεί στην ίδια εφημερίδα μόλις πριν από μία εβδομάδα, στις 21 Νοεμβρίου, υπό τον τίτλο «Οι νοσταλγοί του Τείχους».

Ο Τσουκαλάς, το φωτεινό αυτό μυαλό της Αριστεράς, επιχειρώντας να ανατρέψει την επιχειρηματολογία του Δημητράκου, αναδεικνύει στο κείμενό του τις θεμελιώδεις αξίες της Αριστεράς του 21ου αιώνα: αλληλεγγύη, επιείκεια, ισότητα και δικαιοσύνη.

Μολονότι εκκινεί από την παραδοχή ότι οι πολίτες, στο πλαίσιο της άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων που τους παρέχει η δημοκρατία, καλούνται να συμμετέχουν συνεχώς στην επιλογή των αξιακών προσανατολισμών της Πολιτείας, προκειμένου να αντιμετωπίζονται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τα κακώς κείμενα των ασύδοτων καπιταλιστικών αγοραίων κοινωνιών, ο Τσουκαλάς απορρίπτει ξεκάθαρα οποιαδήποτε βίαιη ή επαναστατική διαδικασία, αρνείται τη βίαιη επανάσταση.

Αν και απορρίπτει τη θεωρία του τέλους των κοινωνικών αντιθέσεων και αγώνων, αυτό το διαρκές και διιστορικό κοινωνικό consensus, όπως το αποκαλεί, κάνει λόγο για τις δυνατότητες αλλά και συνάμα για τα όρια της δημοκρατικής παρέμβασης, τασσόμενος εμμέσως πλην σαφώς υπέρ ενός δημοκρατικού consensus.

Ο Τσουκαλάς, κοντολογίς, παραμένει πιστός σε αυτό που ονομάζει δημοκρατική ουτοπία, στο όραμα της ριζικής ειρηνικής και δημοκρατικής βελτίωσης των κοινωνιών μας.

Η προσεκτική ανάγνωση των θέσεων του Τσουκαλά, ενός εξέχοντος διανοουμένου της Αριστεράς, δείχνει κατά την άποψή μου το δρόμο που οφείλουν σήμερα να ακολουθήσουν οι φορείς της «προοδευτικής σκέψης και ιδεολογίας» στη χώρα μας, πολιτικοί και απλοί πολίτες, μακριά από ιδεολογικούς δογματισμούς και φανατισμούς, φαντάσματα του παρελθόντος και ρεβανσιστικές διαθέσεις.