Παύλος Σιδηρόπουλος – Ο «Ασυμβίβαστος» που δεν άντεξε τη σκληρότητα του κόσμου
Σαν σήμερα, 6 Δεκεμβρίου 1990 «έφυγε» από τη ζωή ο ευαίσθητος ροκάς έδωσε το στίγμα του στην ελληνική ροκ
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Τριάντα ένα χρόνια έχουν περάσει από τις 6 Δεκεμβρίου 1990, την ημέρα που ο Παύλος Σιδηρόπουλος σταμάτησε να γράφει, να τραγουδά και να περιδιαβαίνει στις γειτονιές της Αθήνας αναζητώντας το… νόημα της ζωής κι εμπνεύσεις για το σπουδαίο μουσικό έργο του.
Ο ίδιος αποτελεί μύθο και ταυτόχρονα πυλώνα για την ελληνική ροκ μουσική που στην εποχή που ζούσε ο ίδιος ήταν σε πρώιμο στάδιο.
Τον είπαν «πρίγκιπα της ροκ». Ένας πρίγκιπας που δεν ήθελε βασίλεια και υπηκόους, τίτλους και ταμπέλες. Ένας ροκ σταρ, ο οποίος πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη μουσική και το γράψιμο, που όμως δεν στάθηκαν ικανά να του δώσουν τις απαντήσεις που αναζητούσε.
Ήταν ένας νέος με ταλέντο και πάθος ακόμη και αν ο ίδιος δεν το αντιλήφθηκε ποτέ…
«Το ανατολίτικο ροκ είναι το ρεμπέτικο», έλεγε ο ίδιος.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα σε ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του Κώστας καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια καπνεμπόρων του Πόντου και είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ, όμως πολιτικά ανήκε στην Αριστερά.
Από την πλευρά της μητέρας του, Τζένης, ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδάς και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Μέχρι τα έξι του χρόνια η οικογένειά του έμεινε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του παππού του, ενώ μετά τη γέννηση της αδερφής του Μελίνας η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αρχικά στα Πατήσια και από το 1970 μέχρι το 1984 στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου της Κυψέλης.
Ο πυρήνας της οικογένειας ήταν η μητέρα του Τζένη με τα δύο παιδιά να είναι πολύ δεμένα μαζί της.
Σαν μαθητής ο Σιδηρόπουλος έπαιρνε καλούς βαθμούς χωρίς να είναι ιδιαίτερα μελετηρός.
Ο Σιδηρόπουλος ήρθε σε επαφή πρώτη φορά με τη ροκ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέσα από τις επιτυχίες των Animals και έγινε φανατικός ακροατής της νέας μουσικής, πηγαίνοντας σε συναυλίες ελληνικών συγκροτημάτων της εποχής όπως οι Charms.
Τελειώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1967, πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το ξεκίνημα
Η μουσική του πορεία ξεκίνησε όταν στη Θεσσαλονίκη γνώρισε τον μετέπειτα τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό με τον οποίο ήταν συμφοιτητές και συγκάτοικοι. Την περίοδο εκείνη ο Σιδηρόπουλος έπαιζε κρουστά και μαζί με τον Γερμανό έπαιζαν συχνά μουσική.
Παράλληλα, κυκλοφορούσε στη ροκ σκηνή της πόλης, παρακολουθώντας συχνά το συγκρότημα Μακεδονομάχοι, αλλά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως θα ασχολούταν ενεργά με τη μουσική δημιουργία.
Σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο, λόγω της χούντας, ο Σιδηρόπουλος ένιωθε απογοητευμένος από τις φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, ενώ σταδιακά εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς ο ίδιος ήταν σκεπτικιστής και πνεύμα ανήσυχο.
Το 1969, ο Σιδηρόπουλος γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τότε κιθαρίστα των Olympians, σε μια συναυλία τους και αμέσως δέθηκαν, συνειδητοποιώντας πως ταιριάζουν τα μουσικά τους γούστα. Κατέβηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας».
Μαζί κυκλοφορήσαν τον δίσκο 45 στροφών «Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους» και συμμετείχαν στη συλλογή «Ζωντανοί στο κύτταρο».
Από το 1972 έως το 1974 ενσωματώθηκαν στα «Μπουρμπούλια» και καρπός αυτής της συνεργασίας είναι το 7ινστο «Ο Ντάμης ο σκληρός».
Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύθηκε και τα «Μπουρμπούλια» ακολούθησαν τον Διονύση Σαββόπουλο.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος επέλεξε να συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και συμμετέχει ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του: «Θεσσαλικός Κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».
Ο Μπάμπης ο «Φλου»
Το 1976 δημιούργησε μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφόρησαν ίσως τον κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ροκ δισκογραφίας και σύμβολο για την καριέρα του, τον «Φλου».
Δεν άργησαν να ξεκινήσουν τα σενάρια περί του ποιός είναι ο Μπάμπης ο «Φλού»… Ήταν υπαρκτό πρόσωπο των Εξαρχείων ή ήταν μέρος της φαντασίας του Παύλου; Στην ερώτηση δεν δόθηκε ποτέ απάντηση όμως ένα είναι σίγουρο: Όποιος κι αν ήταν ο Μπάμπης ήταν και ωραίος και φλου…!
Το σχήμα αυτό διαλύθηκε λίγο αργότερα, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και μια σειρά συναυλιών.
Το 1979 ο Παύλος Σιδηρόπουλος δημιούργησε το σχήμα «Εταιρία Καλλιτεχνών», με αγγλικό στίχο, χωρίς όμως καμία δισκογραφική δουλειά.
Η υποκριτική στη ζωή του Παύλου
Την ίδια περίοδο έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ως πρωταγωνιστής στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», ενώ ο ίδιος ερμήνευσε και το soundtrack της ταινίας, τραγούδια του οποίου αποτελούν κάποια από τα πλέον γνωστά του, όπως το «Να μ’ αγαπάς».
Μάλιστα συμμετείχε και στην ταινία «Αλδεβαράν» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πουλικάκο, η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος καταλήγει σ’ ένα μουσικό σχήμα, τους «Απροσάρμοστους», που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί τους μέχρι το τέλος.
Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Εν Λευκώ», ο οποίος αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας για 3 κομμάτια, για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Το 1985 κυκλοφόρησε σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου το δίσκο «Zorba the freak» και το 1989 το «Χωρίς Μακιγιάζ» που είναι ζωντανά ηχογραφημένος στο «Μετρό».
Η σχέση σταθμός στη ζωή του
Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου ήταν το θλιμμένο κορίτσι με τα σκούρα ρούχα και τα μαύρα μαλλιά που έγραφε ποιήματα και «μάγεψε» τον «πρίγκιπα της ροκ».
Η σχέση τους διήρκησε από το 1977 έως το 1980, παρόλο που η Γιόλα έλειπε για μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι, αλλά ήταν τόσο έντονη που σημάδεψε και τους δύο εξίσου, ενώ επηρεάστηκαν αμφότεροι από την ιδιοσυγκρασία του καθενός, με θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες.
Οι φήμες θέλουν την Γιόλα να είναι ο άνθρωπος που «γνώρισε» στον Παύλο την ηρωίνη. Ο ίδιος έκανε μέχρι τότε χρήση άλλων ναρκωτικών ουσιών.
Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου είχε ερωτηθεί στο παρελθόν αν η ίδια του έμαθε την «πρέζα», ωστόσο εκείνη, δεν απάντησε ποτέ ξεκάθαρα.
Το 1990 ο Παύλος Σιδηρόπουλος άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με το δεξί του χέρι, πιθανώς από κάποιο πρόβλημα στα αγγεία και παραλύει. Αν και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι έφταιγε, η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος».
Εκείνη την περίοδο, κατά τις εμφανίσεις του στο μουσικό στέκι ΑΝ, ο Παύλος ανέβαινε στη σκηνή με δεμένο χέρι.
Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου, αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του.
Στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, βρέθηκε στο σπίτι μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο, σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής χρήση ηρωίνης και αφήνει την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός.
Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια και άφησε πίσω του μια πολύτιμη παρακαταθήκη και έναν μύθο γύρω από το όνομα του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις