Σιγκαπούρη – Πώς λένε στην Ασία «Μεγάλος Αδελφός»;
Η μικρότερη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας ενσωματώνει στις δομές της όλο και περισσότερο την προηγμένη τεχνολογία. Με αφορμή την πανδημία, οι αρχές προχώρησαν πολλά βήματα παραπέρα στην επόπτευση των πολιτών και στην περιστολή ατομικών ελευθεριών
Λεωφορεία χωρίς οδηγούς, διανομή εμπορευμάτων με drones, ρομπότ που φροντίζουν τους ηλικιωμένους, αυτοματοποιημένη παραγωγή και ψηφιακές κρατικές υπηρεσίες.
Η Σιγκαπούρη των μόλις 728 τ. χλμ και των 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων έχει να υπερηφανεύεται τα τελευταία χρόνια ότι είναι ένα «έξυπνο έθνος», με ευρυζωνικότητα 4G από το 2013, αναλογία 1,5 smartphone ανά κάτοικο και, πλέον, σημείο αναφοράς της τεχνολογικής καινοτομίας.
Ωστόσο, η ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση αυτής στην καθημερινότητα, στο όνομα του «νόμου και της τάξης», τείνουν να καταστήσουν τη μικρή πόλη-κράτος στη νοτιοανατολική Ασία συνώνυμη μιας σύγχρονης δυστοπίας.
Δεν είναι μόνο οι πάνω από 90.000 χιλιάδες αστυνομικές κάμερες παρακολούθησης στους δρόμους, που μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα φτάσουν τις 200.000, με χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου ακόμη και στα φανάρια.
Η δυστοπία γίνεται ακόμη πιο ορατή στους χαλεπούς καιρούς της πανδημίας του κοροναϊού, μέσα από μια όλο και πιο στρεβλή «εξίσωση» δημόσιας ασφάλειας και ατομικών ελευθεριών.
Πανδημία… εποπτείας
Για την ακρίβεια, η COVID-19 δείχνει να λειτουργεί ως πρόσφορο έδαφος για μεγαλύτερη κρατική εποπτεία σε μία χώρα που -από την ανεξαρτητοποίησή της, το 1965- αποτελεί μονοκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Έχει καταργήσει τις δίκες με ενόρκους από το 1970. Εφαρμόζει τη θανατική ποινή δια απαγχονισμού για σοβαρά αδικήματα. Ως απομεινάρι της βρετανικής αποικιοκρατίας, διατηρεί την ποινή του ξυλοδαρμού για ορισμένα αδικήματα.
Και επιβάλλει ποινές φυλάκισης και πρόστιμα για οτιδήποτε απίθανο μπορεί, κατά την κρίση των αρχών, να διασαλεύσει τη δημόσια τάξη.
Aπό την πώληση και κατοχή τσίχλας ή το να διασχίσει κανείς έναν δρόμο εκτός της διάβασης πεζών, έως το σεξ μεταξύ ανδρών ακόμη και σε ιδιωτικό χώρο ή το να κυκλοφορεί κανείς γυμνός μέσα στο σπίτι του με ανοιχτές κουρτίνες.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόσφατη πολιτική δοκιμή των ρομποτικών… αστυνόμων, ονόματι «Xavier», με περιπολίες στους δρόμους, δημιούργησε νέα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα.
Εφοδιασμένος με κάμερες, μικρόφωνα και αισθητήρες, με δυνατότητα καταγραφής ήχου και εικόνας και απευθείας αναφοράς στα κεντρικά της αστυνομίας, ο μικρός στόλος των «Xavier» ανέλαβε μια… ειδική αποστολή.
Επιστρατεύτηκε στο πλαίσιο όχι απλά μιας επιτήρησης της τήρησης κοινωνικής αποστασιοποίησης λόγω της COVID-19, αλλά της καταγραφής και αποτροπής κάθε «αντικοινωνικής συμπεριφοράς».
Αυτό, δε, σε μία χώρα που θεωρούνται επίσης αξιόποινες πράξεις ακόμη και το σιγοψιθύρισμα «άσμενων τραγουδιών» σε δημόσιο χώρο, το τάισμα των περιστεριών ή το να μην χρησιμοποιήσει κάποιος στην τουαλέτα καζανάκι.
New #robots patrolling for ‘anti-social behaviour’ causing unease in Singapore streets#Xavier #Robotics #Innovation #Tech #Technology #ScienceAndTechnology #engineering #futureofwork pic.twitter.com/k5VGrnRBgk
— Andres Vilariño (@andresvilarino) November 9, 2021
Μια πρόγευση του «Xavier» είχαν πάρει οι κάτοικοι της Σιγκαπούρης στις αρχές της πανδημίας, με τις περιπολίες του διάσημου πια σκύλου-ρομπότ για την τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας σε δημόσιους χώρους.
A robot dog named SPOT is asking joggers and cyclists to stay at least one meter apart in Singapore pic.twitter.com/Pht5m55hjH
— Reuters (@Reuters) June 3, 2020
Ανάλογες μέθοδοι είχαν ήδη εφαρμοστεί σε μικρότερη κλίμακα, ακόμη και προ της πανδημίας.
Όπως για παράδειγμα το σύστημα Avatar για τη συνεχή τεχνολογική επιτήρηση κρατουμένων σε φυλακές, επισήμως, για την αποτροπή «επιθετικών συμπεριφορών».
Ή τα ρομπότ MATAR και drones που αναπτύχθηκαν από πέρυσι τον Αύγουστο στα γκέτο των μεταναστών εργατών, με επίσημη αποστολή «να επιβάλλουν την κοινωνική αποστασιοποίηση» στους κατά τα λοιπά κατάμεστους κοιτώνες.
Πηγή: police.gov.sg
Ένα υγειονομικό πάσο όχι και τόσο «ελευθερίας»
Δεν έχει περάσει εν τω μεταξύ ούτε ένας χρόνος από τον σάλο που προκλήθηκε στη χώρα με την αποκάλυψη ότι -παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις περί διασφάλισης του ιδιωτικού απορρήτου- η αστυνομία της Σιγκαπούρης είχε πλήρη πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών της κρατικής εφαρμογής TraceTogether για την ιχνηλάτηση επαφών κρουσμάτων του κοροναϊού.
Μετά τη δημόσια καταραυγή, εισήχθη νομοθεσία για τον περιορισμό της πρόσβασης των αστυνομικών αρχών σε αυτά τα δεδομένα για έρευνες που αφορούν κακουργήματα (φόνος, βιασμός, απαγωγή, διακίνηση ναρκωτικών), για τα οποία στην ασιατική χώρα εφαρμόζεται με ελάχιστες εξαιρέσεις η θανατική ποινή.
Ουσιαστικά, ωστόσο, η νέα αυτή ρύθμιση νομιμοποίησε και επισημοποίησε τη χρήση των προσωπικών δεδομένων για κάτι πολύ περισσότερο από την ιχνηλάτηση επαφών.
Στο μεσοδιάστημα, ο αρχικά εθελοντικός χαρακτήρας της χρήσης του TraceTogether έγινε ουσιαστικά υποχρεωτικός, μετά τη σύνδεσή του με το SafeEntry.
Ένα σύστημα που βασίζεται σε κώδικα QR, συγκεράζει τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών στα Singpass και HealthHub -τις ψηφιακές πύλες για κρατικές υπηρεσίες- και λειτουργεί στη χώρα ως ψηφιακό υγειονομικό πάσο ένεκα της COVID-19.
Για τους μετανάστες εργάτες, δε -για τους οποίους η χρήση του TraceTogether ήταν εξ αρχής υποχρεωτική- το πρακτικό αποτέλεσμα είναι να βρίσκονται υπό ακόμη πιο αυστηρή επιτήρηση και περιορισμό.
Μια νέα… «κανονικότητα»
Καθώς η Σιγκαπούρη έχει πλέον αποφασίσει να μάθει να ζει με την COVID-19, ανακοινώνοντας μάλιστα σε μία παγκόσμια πρώτη ότι τα ταμεία της δεν θα καλύπτουν εφεξής τα νοσήλια των ανεμβολίαστων για κοροναϊό, ο προβληματισμός περισσεύει για τη νέα μετα-πανδημική «κανονικότητα» στη χώρα.
Κατά πολλούς ειδικούς, τα πρόσθετα μέτρα επιτήρησης που εφαρμόστηκαν λόγω της πανδημίας ήρθαν για να μείνουν.
Πρόσφατα, άλλωστε, η κυβέρνηση -αντανακλώντας και την αβεβαιότητα στη διαδοχή στην ηγεσία του κυβερνώντος δεξιού Κόμματος Λαϊκής Δράσης – ψήφισε δύο νόμους, που της δίνουν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο.
Ο ένας είναι επισήμως κατά της παραπληροφόρησης (POFMA), αλλά καταγγέλλεται ευρέως ως συγκεκαλυμμένο εργαλείο φίμωσης των επικριτικών φωνών εναντίον της: από την αντιπολίτευσης, έως ακτιβιστές και την κοινωνία των πολιτών.
Ο δεύτερος στρέφεται γενικόλογα κατά κάθε ξένης παρέμβασης (FICA) δίνοντας στο υπουργείο Εσωτερικών την ευχέρεια να χαρακτηρίζει «πολιτικά εκτεθειμένους» άτομα και οργανισμούς.
Ειδικά για τον δεύτερο νόμο, που δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ, η αντίδραση έντεκα διεθνών και περιφερειακών οργανώσεων, μεταξύ αυτών της Διεθνούς Αμνηστίας, του Διεθνούς Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Διεθνούς Επιτροπής Νομικών.
Μεταξύ άλλων, καταγγέλλουν ότι οι διατάξεις του παραβιάζουν βασικές αρχές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι, της συμμετοχής σε δημόσιες υποθέσεις και της ιδιωτικής ζωής.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις