Η πορεία στο Μέτωπο σε ένα graphic novel
Το κόμικ «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» των Τάσου Ζαφειριάδη - Θανάση Πέτρου, με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, βασίζεται στην ηχογραφημένη αφήγηση του παππού Ζαφειριάδη για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, όπως καταγράφηκε σε κασέτα 60 λεπτών το 1985
- Πατέρας βίαζε και εξέδιδε την ανήλικη κόρη του σε άγνωστους άνδρες - Σοκάρει υπόθεση στη Γαλλία
- Πολάκης: Τη Δευτέρα θα είμαι μπροστάρης σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ
- Φάμελλος: Τυχοδιώκτης ο Κασσελάκης – Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σταματήσει το πάρτι δισεκατομμυρίων του Μητσοτάκη
- Το «εστιατόριο των λανθασμένων παραγγελιών» στην Ιαπωνία έχει να μας διδάξει πολλά
«Κατεβαίνουμε κει στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχαν τα μέσα ενημερώσεως ακόμη όπως σήμερα, και εκεί ακούμε «γενική επιστράτευσις», μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί. Αμέσως επιστρέφουμε πίσω (σ.σ.: στον Αγιο Αθανάσιο), ερχόμαστε στο χωριό κι εκεί όλος ο κόσμος ανάστατος. Διαβάσαμε τις διαταγές, πού θα παρουσιαστεί ο καθένας, κι εγώ ήτανε να παρουσιαστώ στο Κιλκίς».
Η αφήγηση του Τάσου Ζαφειριάδη στο graphic novel «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» (εκδ. Πατάκη, σε εικονογράφηση Θανάση Πέτρου) προέρχεται από έναν κόσμο λίγο – πολύ οικείο. Είναι εκεί όπου οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων για τον πόλεμο διακόπτουν την καθημερινότητα και μεταμορφώνονται σε οικογενειακή σάγκα για τους νεότερους της οικογένειας. Εκεί όπου χρονολογίες, ημερομηνίες και τοποθεσίες χάνονται μέσα στις διαστρωματώσεις της αφήγησης, αλλάζουν ονόματα – πολλές φορές ακούγονται μόνο σε ξένη γλώσσα. Και εκεί όπου η μικροϊστορία του παππού πασχίζει να «γράψει ιστορία», έστω και με τους περιορισμούς των αναμνήσεων, έστω και με τη συνεχή επιμέλεια της μνήμης.
Ο Τάσος Ζαφειριάδης, αφηγητής στο graphic novel που μόνταρε ο 40χρονος συνονόματος εγγονός του, είναι αυτός ο οικείος παππούς. Το 1985 η ξαδέρφη του συγγραφέα, Καντιφένια, ζήτησε από τον ηλικιωμένο άνδρα να ηχογραφήσουν σε μια κασέτα 60 λεπτών την αφήγησή του για τη συμμετοχή στο αλβανικό Μέτωπο. Αποτέλεσμα ήταν το κόμικ 109 σελίδων, το οποίο λειτουργεί πλέον και ως υπενθύμιση για τις δυνατότητες της σύγχρονης οπτικής γλώσσας όσον αφορά την αναπαράσταση της ιστορίας ή τις αναφορές που αυτή έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ενα επίσης πρόσφατο παράδειγμα είναι το animation βίντεο που υποδεχόταν τους επισκέπτες στην έκθεση «1821, Πριν και Μετά» του Μουσείου Μπενάκη, όπου οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης αποκτούσαν κίνηση και τα αντικείμενα επιχρωματίζονταν καταλλήλως. Οι δυνατότητες, προφανώς, ενός graphic novel θέτουν και τους περιορισμούς του.
«Το θετικό είναι ότι έχουμε μία ροή αφήγησης ζωντανή και «αυτόματη», η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις από αυτά» σημειώνει σήμερα ο Τ. Ζαφειριάδης. «Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις».
Ο Τάσος Σ. Ζαφειριάδης (1916 – 1990) γεννήθηκε στον Σκόπελο, χωριό της Ανατολικής Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία. Ως παιδί προσφύγων ήρθε με την ανταλλαγή πληθυσμών στον Αγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης (που τότε λεγόταν Καβακλί, ονομασία που επιβίωνε στο ιδίωμα των ντόπιων τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 2000, αν μου επιτρέπεται μια προσωπική μαρτυρία). Στην κωμόπολη εκείνη παντρεύτηκε και έζησε με την Κατηφένια Ζαφειριάδου (1922 – 1994), το γένος Καψημάνη, επίσης πρόσφυγα από τη Μεσσήνη της Ανατολικής Θράκης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δύο αυτές ψηφίδες είναι η ιστορία μιας επανεκκίνησης σε μικρογραφία: μετά το 1930 σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας οι Πόντιοι, Μικρασιάτες και «Θρακιώτες» – όπως αυτοαποκαλούνταν – διεκδίκησαν μια θέση στον ήλιο. Στην αρχή σαν ξένοι στον τόπο, αργότερα συμμετέχοντας στην οικονομική ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η ΠΟΡΕΙΑ. Αλλά και πίσω από κάθε καρέ με την αφήγηση του παππού Ζαφειράδη κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία, την οποία μάλιστα έμελλε να συμπληρώσει ο εγγονός του. «Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, ξαναβραδιάζει πάλι, ξεκινούμε και φτάνουμε… από κει και πέρα πια άρχισα λίγο να τα ξεχνώ τα χωριά, αλλά φτάσαμε στο χωριό που καθόταν οι Προκοπαίοι. Στο Καλονέρι» διαβάζουμε στη σελίδα 25 για την αρχή της πορείας του Ι/67 Τάγματος, στο οποίο ανήκει ο αφηγητής. Ογδόντα χρόνια αργότερα ο εγγονός του αναζητά το ημερολόγιο του Τάγματος και συμπληρώνει στις σημειώσεις: «Η πορεία ξεκίνησε από το Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου και είχε μέχρι και το Πόγραδετς τους εξής σταθμούς: Αγιονέρι, Νέα Χαλκηδόνα, Βρυσάκι, Κάτω Τριπόταμος, Κοιλάδα (η Καστανιά δεν αναφέρεται, αλλά η οδός του Βερμίου περνούσε σίγουρα από εκεί), Ξηρολίμνη, Καλονέρι, Κρυονέρι, Σκαλοχώρι, Πετροπουλάκι, Μελάνθιο, Κρανοχώρι, Ανω Φτεριά (σήμερα Πτεριά), Πολόσκα, πέρασμα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα: 29 Νοεμβρίου 1940, στενωπός Τσαγκόνι, Ζβέζντα, Γκολομπέρδα, Τσεράβα, Βέρντοβα και Ρεμένγι, 5 Δεκεμβρίου 1940)».
Στη σελ. 46, από την άλλη, ο στρατιώτης του Μετώπου ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα του σκοτωμένου Παναγιώτη Ρουσίδη – «του Αλέκου εδώ απέναντι από εμάς, ο μπαμπάς» -, τον οποίο βλέπει «απάνω στα σύρματα τεντωμένος με το γυλιό του, με το όπλο του». Ο γιος του Αλέξανδρος Ρουσίδης παραχωρεί επιστολικό και φωτογραφικό υλικό για τις ανάγκες της έκδοσης, όπως κάνουν δεκάδες ιδιώτες συμβάλλοντας στο τμήμα 30 σελίδων που συμπληρώνει το graphic novel. Από εκεί και το επίσημο επιστολικό δελτίο με το οποίο ενημερώθηκε η οικογένεια του Ρουσίδη για τον θάνατό του κοντά στο Πόγραδετς.
Οπου «Τ.Τ» υπονοείται η Τελική Τοποθεσία, ο «ταχυδρομικός κώδικας» της συγκεκριμένης περιοχής του Μετώπου:
«Εν Τ.Τ 251 τη 8-1-41
Κύριε Ρουσίδη,
Να είσαι περήφανος διότι ο υιός σας εξεπλήρωσε το προς την πατρίδα καθήκον του, ηγωνίσθη ως παλληκάρι κατά του απαισίου εχθρού πεσών ηρωικώς επί του πεδίου της μάχης.
Εγώ ως λοχαγός του, όστις τον παρηκολούθησα διέγνωσα τα αγνά προς την πατρίδα αισθήματά του και δι’ αυτό είμαι υπερήφανος. Σας συγχαίρω διότι είχατε τοιούτον υιόν, αναγνωρίζω ότι η λύπη σας θα είναι μεγάλη πλην όμως ο υιός σας έχει καταταχθεί μεταξύ των Αθανάτων ηρώων της πατρίδας μας.
Φιλικώτατα,
Ζήκος Κωνσταντίνος»
Αλλού πάλι η αναζήτηση πραγματολογικών στοιχείων δεν αποδίδει. Οπως στην περίπτωση του εβραίου συλλοχίτη, τον οποίο οι στρατιώτες βρίσκουν το πρωί παγωμένο. «Και τον αφήσαμε, σαν να μην ήταν άνθρωπος πια. Αλλά ήταν η ζωή του πολέμου της Αλβανίας. Τέτοια ήτανε» ακούγεται η φωνή του παππού Ζαφειριάδη. «Δεν στάθηκε δυνατό να ταυτοποιήσω με βεβαιότητα τον νεκρό» εξηγεί ο συγγραφέας. «Το 67ο Σύνταγμα Πεζικού φαίνεται πως ήταν μαζί με το 50ό, τα λεγόμενα και «Συντάγματα Κοέν», επειδή, καθώς η επιστράτευσή τους έγινε κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, στελεχώθηκαν με μεγάλο αριθμό Ελλήνων Εβραίων… Δεν ήταν λίγοι και οι αξιωματικοί, με επιφανέστερο τον Μαρδοχαίο Φριζή…».
Αγώνας για επιβίωση
Η αφήγηση για το Μέτωπο είναι μια αφήγηση για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Για νέους ανθρώπους που τη μία ημέρα κοιμούνται στο σπίτι του χωριού και την επομένη γίνονται πολυβολητές ή γεμιστές πολυβόλων ελέω επιστράτευσης. Που κουβαλούν μαζί τους τις μπριζόλες από το γουρούνι της οικογένειας που σφάζεται στην πρώτη άδειά τους.
Που τους παίρνει ο ύπνος πάνω σε καστανόφυλλα και το πρωί ξεπαγιάζουν, καθώς δεν επιτρέπεται να ανάψουν φωτιά. Που βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο για χιλιόμετρα στο χιόνι – «νύχτα πάνω στη νύχτα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί» θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Πορεία προς το Μέτωπο». Στην αφήγηση αυτή, ωστόσο, χωράνε και οι «άλλες» στιγμές ενός αγώνα για επιβίωση που δεν διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Οταν οι στρατιώτες φτάνουν στη Βόρεια Ηπειρο, ο αφηγητής περιγράφει το πλιάτσικο στα σπίτια των Ελλήνων με την αυστηρότητα ενός νοικοκυραίου. «Ορισμένοι στρατιώτες δεν έδειξαν καλήν διαγωγήν. Διότι επειδής δήθεν εμείς πήγαμε και τους ελευθερώσαμε, σαν Ελληνες που ήταν, θέλαμε να τους φάμε και την περιουσία. Και πήγαμε τους ζητούσαμε αυγά, κότες, ό,τι… Θέλαμε να φάμε. Θέλαμε να φάμε. Και αυτό δεν ήτανε σωστό».
Η τελευταία πράξη στο graphic novel έχει όντως τα χαρακτηριστικά του δράματος, όπως θέλει η στερεοτυπική έκφραση, επειδή ακολουθεί τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς. Το τάγμα του Τάσου Ζαφειριάδη καταθέτει τον οπλισμό στα Ιωάννινα και ο ίδιος φτάνει στην Αθήνα μέσω Αγρινίου και Μεγάρων. Ο οδηγός ταξί, που μόλις έχει πάρει δύο μπιτόνια βενζίνη από τα παρατημένα των Αγγλων στην Ελευσίνα, ζητάει από τον Ζαφειριάδη και τον συνεπιβάτη του 300 δραχμές. Και τότε ακούγεται μία φράση που θα στοιχειώνει για χρόνια τη συλλογική μνήμη – και πάλι στις αφηγήσεις από το Μέτωπο: «Εγώ βγάζω για να τον δώσω τις 300 δραχμές γιατί είχα, είχα λεφτά.
Ο άλλος λέει: «Τι λες ρε, που θα σε δώσω» λέει «δραχμές; Εγώ» λέει «δεν πολέμησα για να μου πάρεις εσύ λεφτά, δεν σου δίνω τίποτες. Εκλεψες τη βενζίνα και δεν ξόδεψες τίποτες»». Για την ιστορία, ο Τάσος Ζαφειριάδης παρέμεινε στο 8ο Νοσοκομείο στην οδό Πειραιώς ως τραυματίας πολέμου, πέρασε στη Χαλκίδα και από εκεί με βαπόρι έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1941. «Ο Ελληνικός Στρατός… αυτά που υπέφερε στην Αλβανία δε θα μπορούσε να τα αντέξει κανένας. Να πολεμούν νηστικοί. Να πολεμούν γυμνοί. Να πολεμούν χωρίς μέσα, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς πυροβόλα, χωρίς άρματα μάχης. Μόνο με ένα όπλο… Αλλά μην υπονοούμε όμως ότι οι Ιταλοί δεν πολέμησαν. Οτι οι Ιταλοί ήταν πεθαμένοι και πήγαν οι Ελληνες και τους έσφαξαν… Ηταν πολεμισταί πιο εκπαιδευμένοι, δεν ήταν έφεδροι σαν εμάς… Και γι’ αυτό να μη σας λεν ότι οι Ιταλοί δεν πολεμούσαν. Πολεμούσαν, αλλά και οι Ελληνες πολέμησαν πιο γενναία. Λοιπόν, αυτά, και άλλα δεν έχω να σας πω. Βέβαια, δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα».
Η εικονογράφηση
Λέξεις και συναισθήματα
Η εικονογράφηση του Θανάση Πέτρου υπηρετεί τη ρεαλιστική αποτύπωση των ημερών στο Μέτωπο αφήνοντας παράλληλα στις «ρωγμές» των προσώπων να αφηγηθούν τα συναισθήματα, που βρίσκονται σε διάλογο με τις λέξεις. Οι στρατιώτες άλλοτε είναι συνοφρυωμένοι και άλλοτε επιτρέπουν ένα χαμόγελο στον συνομιλητή τους. Ο νέος λοχαγός Σακαλής πρέπει και να είναι και να φαίνεται αποφασισμένος. Στο τέλος ένα γκρο πλαν του παππού Ζαφειριάδη γίνεται η τέλεια αντίθεση με την άδεια καρέκλα στο δωμάτιο του σπιτιού. Ο Θ. Πέτρου συνεχίζει έτσι την αισθητική που έχει κατοχυρώσει με τα δικά του «Γκαίρλιτς» και το πρόσφατο «1922» (από τις εκδόσεις Ικαρος και τα δύο), αλλά και με τον «Γιαννούλη Χαλεπά» (Πατάκης, 2019). Με τον Τάσο Ζαφειριάδη συναντιούνται εκ νέου μετά το «Πτώμα» (το σενάριο από κοινού με τον Γιάννη Παλαβό, στις εκδόσεις Jemma, 2011) και το «Γρα γρου» (επίσης σε συνεργασία με τον Γ. Παλαβό, στις εκδόσεις Ικαρος, 2017).
Η σημασία της επεξεργασίας από την οποία πέρασε η έκδοση είναι ξεχωριστή: κόπηκαν οι περισσότερες επαναλήψεις (αναπόφευκτες στην προφορικότητα), ορισμένα τμήματα έπρεπε να μεταφερθούν χρονικά σε άλλο σημείο, ελέγχθηκαν τα τοπωνύμια, οι αριθμοί ταγμάτων, οι ημερομηνίες. Στο τελευταίο μάλιστα τμήμα του κόμικ ο αναγνώστης θα βρει τις σημειώσεις για τα πραγματολογικά στοιχεία που αντιστοιχούν στις λεπτομέρειες της εξιστόρησης. «Ξεκίνησα να δουλεύω στο κείμενο αρχές του 2019 και το ολοκλήρωσα με πολλές καθυστερήσεις τέλη του 2020, ώστε να αναλάβει τον σχεδιασμό του ο Θανάσης και να το ολοκληρώσει τέλη Μαΐου του 2021, δηλαδή 80 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου» σημειώνει ο Τ. Ζαφειριάδης.
«Σαφώς το υλικό θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε λογοτεχνική μυθοπλασία, επέλεξα όμως την οδό του “τεκμηρίου”. Προσπάθησα, στον βαθμό που το επιτρέπει η συγγενική μου σχέση με τον αφηγητή, να προσεγγίσω το εγχείρημα ως μαρτυρία ενός άγνωστου σ’ εμένα στρατιώτη, με ορατό τον κίνδυνο το βιβλίο να θυμίζει άλμπουμ οικογενειακών φωτογραφιών».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις