Ηανακήρυξη από το έγκυρο περιοδικό «Time» του επιχειρηματία Ελον Μασκ ως «προσώπου της χρονιάς» είναι ενδεικτική και συγχρόνως θλιβερή. Ενδεικτική, γιατί σε γκρίζους καιρούς αρμόζουν αμφιλεγόμενοι, για να το πούμε κομψά, άνθρωποι. Και θλιβερή, γιατί ο συγκεκριμένος άνθρωπος, τον οποίο το ίδιο το περιοδικό χαρακτηρίζει «κλόουν, ευφυή, οραματιστή, σόουμαν» (σάλα-τραπεζαρία ένα, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου) και του οποίου η επιλογή χαρακτηρίστηκε από άλλα Μέσα ως η «χειρότερη στην Ιστορία», εικονογραφεί μια εκδοχή της επιχειρηματικότητας, αλλά και της δημόσιας παρουσίας, που δεν περιποιεί ακριβώς τιμή στην οικονομία και στη δημοκρατία.

Ο Μασκ είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών Tesla (ηλεκτρικά αυτοκίνητα) και, πιο πρόσφατα, SolarCity (εναλλακτική ενέργεια) και SpaceX (ταξίδια στο Διάστημα). Είναι μέσα στους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, ίσως ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, για όποιους η κατάταξη αυτή έχει την παραμικρή εγκυρότητα ή σημασία. Τα λεφτά του – και τη φήμη του – δεν τα βγάζει πουλώντας προϊόντα ή ιδέες, αλλά πουλώντας τον εαυτό του και σερφάροντας πάνω στο τεχνολογικό κύμα της εποχής. Η Tesla, κορόνα της αυτοκρατορίας του, δεν πουλάει πολλά αυτοκίνητα, αλλά είναι η υψηλότερη σε (χρηματιστηριακή) αξία αυτοκινητιστική εταιρεία του κόσμου, καθώς οι αγορές, ή μάλλον εκείνοι που τις καθορίζουν, ξερογλείφονται για ηλεκτρικά αυτο-οδηγούμενα αυτοκίνητα και αναμένουν (δηλαδή, κάνουν τα πάντα ώστε) σε λίγα χρόνια να ξερογλείφεται και ο κόσμος όλος. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο αυτοκράτορας αυτοδιαφημίζεται καθημερινά, κατά προτεραιότητα μέσω Τwitter («Τα φασόλια σιγοβράζουν. Τι βιάζεσαι να μαγειρέψεις στη φωτιά;») ή με τζετ-σετ στο Διάστημα και δευτερευόντως με χρηματιστηριακές κινήσεις στο όριο της χειραγώγησης.

Ολα αυτά ίσως να ήταν απλώς γραφικά – «στο κάτω κάτω τα λεφτά του δεν τα έκλεψε», ακούω ήδη τους ιερεμιάδες της αγγλοσαξονικού τύπου αγοράς -, αν δεν συνδέονταν, υπογείως αλλά συνειδητά, με ένα υπόδειγμα, και ένα μάθημα, δημοκρατίας. Ο Μασκ είναι ένας τρισεκατομμυριούχος που, αντίθετα από «ομολόγους» του όπως ο Γκέιτς και ο Μπάφετ, κάνει ό,τι μπορεί για να πληρώνει τους λιγότερους δυνατούς φόρους, καθώς δεν δέχεται, σαν τη Θάτσερ παλιότερα και τον Τραμπ πιο πρόσφατα, ότι υπάρχει κάτι που λέγεται «συλλογικό συμφέρον» ή «κοινό καλό», στο οποίο να άξιζε, με τα δικά του μέτρα, να συμβάλει. Προς αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιεί τα κύρια όπλα των απανταχού λαϊκιστών ηγετών ή διαμορφωτών γνώμης.

Την «τόλμη» να λέει τα πράγματα έξω από τα δόντια και αντίθετα από ό,τι τα λένε «οι πολλοί»: ο Μασκ «αμφιβάλλει» αν έχουν βάση οι επιστημονικές θεωρίες περί πανδημίας (αυτά είναι φαίνεται τα φασόλια που βράζουν) και στέλνει τους ακολούθους του να αγοράσουν προϊόντα, κατά σύμπτωση τα δικά του, που άλλοι τους λένε ότι δεν αξίζουν (ιδού η «οραματικότητα» αλλά και η χειραγώγηση).

Την «αμεσοδημοκρατική» μέσω Τwitter μέθοδο για (ήδη ειλημμένες από τον ίδιο) αποφάσεις επί ζητημάτων που καμία σχέση δεν έχουν με το νόμο της πλειοψηφίας: από το αν θα πρέπει να πωλήσει μετοχές για να γλιτώσει φόρους (92% «ναι») έως το αν οι ειδήσεις είναι αξιόπιστες όπως παρουσιάζονται και γι’ αυτό πρέπει να δημιουργήσει δική του ιστοσελίδα (88% «όχι» στο πρώτο και «ναι» στο δεύτερο). Την ένδυση μιας προσωπικής ατζέντας – όχι στους φόρους, άρα όχι στη δημοκρατική πλειοψηφία στο Κογκρέσο, ναι στα δικά του προϊόντα και απόψεις, ανεξαρτήτως του τρόπου προώθησής τους – με χαρακτηριστικά δήθεν «αμεσότητας» και «λαϊκότητας» που εξουδετερώνουν τη σκέψη και την αισθητική. Με τρόπο που θυμίζει, αν δεν μιμείται, τον Τραμπ, ο Μασκ ενημέρωσε προσφάτως την ανθρωπότητα ότι στέλνει «τουλάχιστον τα μισά από τα tweets του από τον πορσελάνινο θρόνο του» (για όποιον δεν κατάλαβε, από εκεί που και ο αυτοκράτορας ανακουφίζεται μόνος του).

Ο αρχι-λαϊκιστής του επιχειρηματικού κόσμου «πρόσωπο» μιας χρονιάς πανδημίας και ανάγκης συλλογικότητας. Φαντάζομαι ότι θα πάλεψε ως το νήμα με τον Μπόρις Τζόνσον για τον επίζηλο τίτλο. E la nave (democratica) va.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος