Ρωσία – Το παρασκήνιο των σχέσεων με το ΝΑΤΟ και τι συμβαίνει με την Ουκρανία
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς ανατολάς και γιατί οι Ρώσοι θεωρούν πως εξαπατήθηκαν – «Το Βήμα» προσπαθεί σήμερα να ρίξει φως σε μια υπόθεση πουαν οι εμπλεκόμενοι δεν διαχειριστούν σωστά, θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα την ευρωπαϊκή ασφάλεια
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο αχανές και κακόγουστο «Παλάτι του Κοινοβουλίου» – ένα κτίριο-απότοκο της θλιβερής περιόδου Τσαουσέσκου – τον Απρίλιο του 2008 στο Βουκουρέστι έμεινε στην ελληνική διπλωματική ιστορία λόγω του περίφημου βέτο (που στην πραγματικότητα δεν ήταν βέτο) της κυβέρνησης Καραμανλή στην πρόσκληση της τότε «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» για ένταξη στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Ωστόσο, ένα ζήτημα πολύ κρισιμότερο απασχόλησε τους «μεγάλους του ΝΑΤΟ» σε εκείνη τη Σύνοδο. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, σε μια επίδειξη γεωπολιτικής ύβρεως, πίεσε να προσκληθούν άμεσα για ένταξη στο ΝΑΤΟ η Ουκρανία και η Γεωργία. Η πρόταση αυτή τελικώς δεν πέρασε ως είχε, αλλά στο Κοινό Ανακοινωθέν που εκδόθηκε αναφέρεται ρητά (παράγραφος 23) ότι «αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ». Χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία μίλησαν για την ανάγκη να μην αγνοηθούν τα συμφέροντα ασφαλείας της Μόσχας, αλλά εις μάτην. Το ΝΑΤΟ υποσχέθηκε κάτι που δεν μπορούσε – και μάλλον δεν μπορεί – πραγματικά να προσφέρει, ενώ παράλληλα τροφοδότησε το αίσθημα περικύκλωσης της Ρωσίας.
Η ομιλία του Μονάχου και ο πόλεμος στη Γεωργία
Η αμερικανική πρωτοβουλία στο Βουκουρέστι είχε ξεκάθαρα αγνοήσει μια προειδοποίηση που είχε έλθει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα. Τον Φεβρουάριο του 2007, μιλώντας από το βήμα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια στο επιβλητικό ξενοδοχείο «Bayerischer Hof» του Μονάχου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε προβεί στην πρώτη επίσημη και οριζόντια κριτική κατά της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή και το ζήτημα της συνεχούς διεύρυνσης του ΝΑΤΟ εγγύτερα προς τα ρωσικά σύνορα. Λίγους δε μήνες μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι, και πιο συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2008, η Ρωσία έσπευσε να θέσει το δικό της βέτο στα όποια σχέδια περί νέας διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με την επικράτησή της στον πόλεμο με τη Γεωργία. Ηταν το πρώτο σαφές μήνυμα – με το δεύτερο να ακολουθεί έξι χρόνια αργότερα, το 2014, με την παράνομη απόσχιση της Κριμαίας από την Ουκρανία – ότι η Ρωσία δεν επρόκειτο να δεχθεί τετελεσμένα σε ό,τι θεωρεί ως «εγγύς εξωτερικό» της.
Το ουκρανικό ζήτημα εξακολουθεί να είναι μια πληγή που πυορροεί στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η όξυνση που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα με τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ρωσικών στρατευμάτων, την αδυναμία εφαρμογής των προβλέψεων των Συμφωνιών του Μινσκ και το φάσμα μιας σύγκρουσης να είναι υπαρκτό, οδήγησε στην παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, την απευθείας συνομιλία Τζο Μπάιντεν – Βλαντίμιρ Πούτιν και το αίτημα της Μόσχας να δοθούν γραπτές εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα συνεχίσει την επέκτασή του προς ανατολάς. Η κατάσταση δεν είναι απλά σοβαρή, αλλά φέρει μαζί της υψηλό ιστορικό φορτίο το οποίο εντοπίζεται αρχικά στην περίοδο 1989-1991.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η μήτρα του προβλήματος
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, η ενοποίηση της Γερμανίας, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ (η οποία ξεκίνησε επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον) συνθέτουν ένα πολύπλοκο «γεωπολιτικό παζλ», το οποίο αποτελεί τη μήτρα των σημερινών προβλημάτων. Βασιζόμενο σε αποχαρακτηρισμένα ιστορικά αρχεία (πολλά εκ των οποίων είναι πλέον προσβάσιμα χάρη στην αξιοποίηση του Freedom of Information Act – FOIA – στις ΗΠΑ), αλλά και σε εκτενή βιβλιογραφία, «Το Βήμα» προσπαθεί σήμερα να ρίξει λίγο φως σε μια υπόθεση που αν οι εμπλεκόμενοι δρώντες δεν διαχειριστούν σωστά, θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Μετά το 2000, αλλά ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία, κορυφαίοι ρώσοι αξιωματούχοι έχουν δημοσίως δηλώσει ότι η Δύση και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπάτησαν τη Μόσχα, καθώς, παρά τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν προς τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1990, η Βορειοατλαντική Συμμαχία προχώρησε στη διεύρυνσή της όχι μόνο σε χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας (π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία), αλλά και σε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που ανεξαρτητοποιήθηκαν (όπως τα κράτη της Βαλτικής). Η σύγχυση αφορά βασικά τα όσα διαμείφθηκαν σε τέσσερις κομβικές συναντήσεις τον Φεβρουάριο του 1990 (μία στην Ουάσιγκτον, δύο στη Μόσχα και μία στο Καμπ Ντέιβιντ) πριν από την οριστική συμφωνία μεταξύ του Γκορμπατσόφ με τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ τον Ιούλιο του 1990, η οποία επέτρεψε την ενοποίηση της Γερμανίας και την παραμονή της στο ΝΑΤΟ. Δόθηκαν ή όχι (και από ποιον) εγγυήσεις στον σοβιετικό ηγέτη περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς; Μήπως το ζήτημα της διεύρυνσης της Συμμαχίας δεν είχε ακόμη απασχολήσει τις ΗΠΑ, καθώς δεν ήταν λίγοι όσοι υπέθεταν ότι η ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δεν κινδύνευαν με κατάρρευση;
Η «φόρμουλα του Τούτζινγκ» και η γερμανική επανένωση
Στις 28 Νοεμβρίου 1989 ο Κολ κατέθεσε το σχέδιό του για την επανένωση της Γερμανίας. Λίγο αργότερα, στη συνάντησή του με τον Γκορμπατσόφ στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, ο τότε αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος διαβεβαίωνε τον συνομιλητή του ότι δεν θα επεδίωκε να εκμεταλλευθεί την πτώση του Τείχους εις βάρος της ΕΣΣΔ. Ηταν πάντως σαφές ότι για την Ουάσιγκτον η μεταβολή των ψυχροπολεμικών συσχετισμών έθετε σοβαρά διλήμματα, καθώς η παραμονή μιας επανενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ ήταν βασικό κομμάτι της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Η πρώτη ένδειξη ότι η Δύση επιθυμούσε να καθησυχάσει τον Γκορμπατσόφ σχετικά με ενδεχόμενη επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η ομιλία του ιστορικού ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και τότε υπουργού Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ στην Ευαγγελική Ακαδημία του Τούτζινγκ της Βαυαρίας στις 31 Ιανουαρίου 1990. Σύμφωνα με τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας στη Βόννη, ο Γκένσερ τόνισε ότι η επανένωση της Γερμανίας αλλά και οι αλλαγές στην Ευρώπη δεν πρέπει να οδηγήσουν «σε βλάβη των σοβιετικών συμφερόντων ασφαλείας». Η «φόρμουλα του Τούτζινγκ» φαίνεται ότι αποτέλεσε την κατ’ αρχήν βάση των τεσσάρων συναντήσεων του Φεβρουαρίου 1990. Η πρώτη από αυτές πραγματοποιήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου μεταξύ του Γκένσερ και του αμερικανού ομολόγου του Τζέιμς Μπέικερ στην Ουάσιγκτον. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνάντηση, ο Γκένσερ, οι σχέσεις του οποίου με τον Κολ δεν ήταν οι αρμονικότερες, δήλωσε ότι αυτός και ο Μπέικερ «ήταν σε πλήρη συμφωνία ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση επέκτασης της περιοχής άμυνας και ασφαλείας του ΝΑΤΟ προς ανατολάς». Σε έγγραφο μάλιστα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς την πρεσβεία της Βόννης (με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου) αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο Γκένσερ αναφερόταν τόσο στην τότε Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη.
«Επέκταση ούτε μία ίντσα προς ανατολάς»
Στις 5 Φεβρουαρίου ο Μπέικερ αναχώρησε για ένα ταξίδι που θα τον έφερνε στις 7-9 Φεβρουαρίου στη Μόσχα. Ωστόσο, φαίνεται ότι ήδη εντός του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στον Λευκό Οίκο, αλλά και εντός της δυτικογερμανικής κυβέρνησης (ιδιαίτερα στο υπουργείο Αμυνας), ηγέρθησαν άμεσα αμφιβολίες για την άποψη Γκένσερ. Ο προβληματισμός συμπυκνωνόταν στο ερώτημα: πώς θα προστατευόταν το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας αν βρισκόταν de facto εκτός ΝΑΤΟ; Στη Μόσχα, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε πρώτα, στις 7 και 8 Φεβρουαρίου, με τον σοβιετικό ομόλογό του Εντουαρντ Σεβαρντνάτζε και ακολούθως με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στις 9 Φεβρουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε υψηλόβαθμους κύκλους στη Μόσχα είχε αρχίσει τότε να διαμορφώνεται μια, ασαφής, ιδέα περί αναβάθμισης του ρόλου της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) ως οχήματος για την κατάργηση των στρατιωτικών συμμαχιών στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο, τα γεγονότα θα έτρεχαν με τόσο γρήγορους ρυθμούς που αυτές οι ιδεαλιστικές αναζητήσεις δεν θα μπορούσαν να βρουν χώρο να αναπτυχθούν.
Από τις συνομιλίες του Μπέικερ στη Μόσχα προκύπτει ότι ο αμερικανός αξιωματούχος κινήθηκε στη γραμμή της παραμονής μιας ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ με την προσφορά της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Σύμφωνα μάλιστα με τις ιδιόχειρες σημειώσεις του ίδιου του Μπέικερ, τις οποίες έχει αναδείξει η Μέρι Ελίζ Σαρότ, καθηγήτρια στην Johns Hopkins School of Advanced International Studies (SAIS), ο αμερικανός υπουργός κατέγραψε μετά τη συνομιλία του με τον Σεβαρντνάτζε: «Αποτέλεσμα: Ενωμένη Γερμανία, αγκυροβολημένη σε ένα αλλαγμένο (πολιτικό) ΝΑΤΟ – του οποίου η δικαιοδοσία δεν θα προχωρήσει ανατολικά!» (στο πρωτότυπο και με συντομογραφίες: «End result: Unified Ger. anchored in a *changed (polit.) NATO – *whose juris. would not move *eastwards!»). Ο Μπέικερ ακολούθησε την ίδια γραμμή και στις 9 Φεβρουαρίου, κατά τη συνάντησή του με τον Γκορμπατσόφ, με τον στενό συνεργάτη του Ντένις Ρος να σημειώνει στο σχετικό Memorandum of Conversation (MemCon) ότι «δεν θα υπάρξει επέκταση της δικαιοδοσίας ή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ ούτε μία ίντσα προς ανατολάς».
Ασάφειες και έλλειψη γραπτών διαβεβαιώσεων
Ο Γκορμπατσόφ αποφεύγει να ανοίξει οριστικά τα χαρτιά του, αλλά φαίνεται να θεωρεί ρεαλιστική αυτή την προσέγγιση. Ωστόσο, ο πυρήνας της σημερινής αντιπαράθεσης εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή τη συνομιλία, καθώς ο σοβιετικός ηγέτης – για άγνωστους λόγους – αποφεύγει να διευκρινίσει τι σημαίνει η διατύπωση «ούτε μία ίντσα προς ανατολάς».
Για την ακρίβεια, δεν ζητεί γραπτές διαβεβαιώσεις ότι η φράση του Μπέικερ αφορά όλη την Ανατολική Ευρώπη ή, όπως σημειώνει ο Μαρκ Κρέιμερ του Πανεπιστημίου Harvard, μόνο την Ανατολική Γερμανία. Η σύγχυση είναι ευρύτερη. Την ίδια ημέρα με τη συνάντηση Μπέικερ – Γκορμπατσόφ λαμβάνει χώρα στη Μόσχα μια άλλη συνάντηση, αυτή μεταξύ του τότε αναπληρωτή συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Ρόμπερτ Γκέιτς και του επικεφαλής της KGB Βλαντίμιρ Κριούτσκοφ στο αρχηγείο της υπηρεσίας στην Πλατεία Λουμπιάνκα της ρωσικής πρωτεύουσας. Ο Γκέιτς φαίνεται ότι προωθεί και αυτός την ίδια φόρμουλα για μη επέκταση προς ανατολάς, αλλά και πάλι δεν είναι απόλυτα σαφές τι περιέχει ο όρος.
Ο Κολ και οι επιστολές Μπέικερ – Μπους
Πριν φύγει από τη Μόσχα ο Μπέικερ αφήνει μια επιστολή στον πρεσβευτή της Δυτικής Γερμανίας στη ρωσική πρωτεύουσα Κλάους Μπλεχ, ώστε να την παραδώσει αποκλειστικά στον Κολ, πoυ επρόκειτο να συναντηθεί με τον Γκορμπατσόφ το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου. Σε αυτή ο Μπέικερ γράφει στον Κολ για τον μηχανισμό «2+4» ως πλαίσιο συζήτησης της επανένωσης της Γερμανίας (με τη συμμετοχή των δύο Γερμανιών και των τεσσάρων δυνάμεων κατοχής – ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), ενώ αναφορικά με το ΝΑΤΟ σημειώνει ότι έθεσε στον Γκορμπατσόφ το ακόλουθο ερώτημα: «Θα προτιμούσατε να δείτε μια ενωμένη Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς αμερικανικές δυνάμεις, ή μια ενωμένη Γερμανία συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, με διασφαλίσεις ότι η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ούτε μία ίντσα ανατολικότερα από τη σημερινή του θέση;». Πρόσθεσε δε την άποψη του σοβιετικού ηγέτη ότι «οποιαδήποτε επέκταση της ζώνης του ΝΑΤΟ δεν θα ήταν αποδεκτή».
Ωστόσο, πίσω στην Ουάσιγκτον είχαν αρχίσει να εγείρονται αμφιβολίες (τόσο στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας υπό τον Μπρεντ Σκόουκροφτ όσο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) για την πρακτική εφαρμογή της «φόρμουλας του Τούτζινγκ» και πιο συγκεκριμένα για το κατά πόσο η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να ισχύει μόνο για μέρος της επικράτειας ενός κράτους-μέλους. Αυτές οι αμφιβολίες διατυπώθηκαν στον πρόεδρο Μπους, ο οποίος έστειλε προσωπική επιστολή, μία ημέρα πριν από τη συνάντηση Κολ – Γκορμπατσόφ, στον δυτικογερμανό ηγέτη. Σε αυτή του έλεγε ότι θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η αναφορά στον όρο «δικαιοδοσία» (jurisdiction) και να χρησιμοποιηθεί ο όρος «ειδικό στρατιωτικό καθεστώς» (special military status) για την Ανατολική Γερμανία, που θα εξειδικευόταν στις συνομιλίες «2+4». Η εν λόγω ιδέα είχε προέλθει από τον τότε Γενικό Γραμματέα της Συμμαχίας, τον Δυτικογερμανό Μάνφρεντ Βέρνερ.
Το «πράσινο φως» από τον Γκορμπατσόφ
Οταν λοιπόν ο Κολ συνάντησε τον Γκορμπατσόφ, είχε στα χέρια του δύο διαφορετικές εκδοχές της αμερικανικής θέσης! Ο καγκελάριος φαίνεται, από τον συγκερασμό αρχείων και βιβλιογραφίας, να κινήθηκε περισσότερο με βάση τη φόρμουλα Γκένσερ – Μπέικερ και με τον τρόπο αυτόν έλαβε, έστω απρόθυμα, το «πράσινο φως» του Γκορμπατσόφ για την επανένωση. Εσπευσε μάλιστα, πανέξυπνα, να πραγματοποιήσει συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση, λέγοντας ότι ο σοβιετικός ηγέτης του είπε πως είναι «αποκλειστικό δικαίωμα των Γερμανών» να αποφασίσουν για το μέλλον τους. Με τον τρόπο αυτόν δέσμευσε τον, αφελή, Γκορμπατσόφ που δεν είχε στα χέρια τίποτα επίσημο αναφορικά με το ζήτημα του ΝΑΤΟ.
Η συνάντηση του Καμπ Ντέιβιντ
Η ιδέα περί «ειδικού στρατιωτικού καθεστώτος» (υπό την εγγύηση του Αρθρου 5 περί συλλογικής άμυνας) για το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας θα αποσαφηνιζόταν κατά τη διάρκεια του 1990. Ωστόσο, στις 24-25 Φεβρουαρίου ο Μπους υποδέχθηκε τον Κολ στο Καμπ Ντέιβιντ. Ο καγκελάριος δεν πήρε μαζί του τον Γκένσερ – εξέλιξη διόλου τυχαία – αλλά τον στενότερο συνεργάτη του Χορστ Τέλτσικ. Ο Μπους υπήρξε πολύ σαφής προς τον Κολ ότι ο Γκορμπατσόφ δεν μπορούσε να θέτει όρους αναφορικά με τα μέλη του ΝΑΤΟ. Οπως αναφέρεται στο βιβλίο «A World Transformed» που συνυπέγραψαν οι Μπους και Σκόουκροφτ, ο αμερικανός πρόεδρος φέρεται κάποια στιγμή να είπε προς τον Κολ σχετικά με το ζήτημα της παροχής συγκεκριμένων εγγυήσεων προς τη Μόσχα για το μελλοντικό status της Γερμανίας: «Στο διάολο με αυτό! Εμείς επικρατήσαμε, όχι αυτοί. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους Σοβιετικούς να αρπάξουν τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας!». Τελικά, χάρη και στην τεράστια οικονομική βοήθεια που η Δυτική Γερμανία (για την ακρίβεια οι πανίσχυρες γερμανικές τράπεζες) πρόσφεραν στον Γκορμπατσόφ, ο σοβιετικός ηγέτης υπέκυψε στις πιέσεις του Κολ τον Ιούλιο του 1990, σε δύο συναντήσεις που είχαν στη Μόσχα και στο Σταβροπόλ του Βόρειου Καυκάσου.
Σε μια κίνηση που αιφνιδίασε ακόμη και στενούς συνεργάτες, ο Γκορμπατσόφ, ίσως και καθησυχασμένος από τις «Εννέα Διαβεβαιώσεις» (Nine Assurances) που του είχε παρουσιάσει ο Μπέικερ στις 16-19 Μαΐου του 1990 περί του μη αποκλεισμού της ΕΣΣΔ από τη μεταψυχροπολεμική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, συναίνεσε στην επανένωση της Γερμανίας εντός του ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς ξεκάθαρες διαβεβαιώσεις περί μη επέκτασης της Συμμαχίας σε άλλες περιοχές του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στην τελική συμφωνία «2+4» για την επανένωση οι Αμερικανοί κατάφεραν και κέρδισαν να μπορούν και μη γερμανικά νατοϊκά στρατεύματα να εισέλθουν στην πρώην Ανατολική Γερμανία σε επείγουσα περίπτωση μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών.
Η άνοδος Γέλτσιν και η εκλογή Κλίντον
Κάποιες πρώτες διστακτικές φωνές για μια ευρύτερη παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη άρχισαν να ακούγονται στην Ουγγαρία και στην Πολωνία τον Φεβρουάριο του 1990. Αλλη ήταν βέβαια τότε η προτεραιότητα. Με δεδομένο ότι υπήρχε τότε μια συζήτηση για ένα πιο «πολιτικό» παρά «στρατιωτικό» ΝΑΤΟ, ακόμη και ο Μπέικερ σκεφτόταν ότι ιδέες όπως η αναβάθμιση της ΔΑΣΕ έμοιαζαν με ημίμετρα. Σταδιακά και μετά τη γερμανική επανένωση στις 3 Οκτωβρίου 1990, μερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον δεν έπρεπε να κλείσει ερμητικά την πόρτα στα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας με δεδομένη τη ρευστότητα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Μπους το είχε εκμυστηρευθεί αυτό ακόμη και στην αείμνηστη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η δε διάλυση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991 και η άνοδος του Μπόρις Γέλτσιν στην ηγεσία της ανεξάρτητης, πλέον, Ρωσίας λειτούργησε ως επιταχυντής.
Μετά την ήττα του Μπους στις εκλογές του 1992, η σκυτάλη της διαχείρισης των αμερικανορωσικών – πλέον – σχέσεων πέρασε στον Μπιλ Κλίντον. Πέραν της διαχείρισης του ζητήματος των πυρηνικών όπλων που βρίσκονταν στο έδαφος της ανεξάρτητης πλέον Ουκρανίας, στο τραπέζι βρέθηκε και το ζήτημα της προσέγγισης των χωρών του άλλοτε κομμουνιστικού μπλοκ με το ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τον Τζέιμς Γκολντγκέιερ, συγγραφέα του καλύτερου, ίσως, βιβλίου για τη διεύρυνση της Συμμαχίας με τίτλο «Not Whether but When: The US Decision to Enlarge NATO», ο Κλίντον πίστευε ότι μπορούσε να ικανοποιήσει τόσο το αίτημα των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για ένταξη στο ΝΑΤΟ όσο και να μη στενοχωρήσει τον φίλο του Μπόρις Γέλτσιν. Η συνάντηση που ενσωματώνει όλη τη σύγχυση της περιόδου εκείνης ήταν αυτή μεταξύ του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ουόρεν Κρίστοφερ και του Γέλτσιν στις 22 Οκτωβρίου 1993, στην ντάτσα του ρώσου προέδρου στο Ζαβίντοβο της Μόσχας.
Το πρόγραμμα «Συνεργασία για την Ειρήνη»
Ο Κρίστοφερ, συνοδευόμενος από τον στενό σύμβουλο του Κλίντον, τον Στρόουμπ Τάλμποτ, παρουσίασε στον Γέλτσιν (παρουσία του υπουργού Εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ) την ιδέα που επρόκειτο να παρουσιαστεί τον Ιανουάριο του 1994 για το πρόγραμμα «Συνεργασία για την Ειρήνη» (Partnership for Peace – PfP), μια ιδέα που είχε αρχικά ο, πολωνικής καταγωγής, τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Τζον Σαλικασβίλι. Το PfP θα ήταν ανοικτό σε όλα τα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ηταν, ουσιαστικά, ένας προθάλαμος ένταξης στο ΝΑΤΟ με άλλο όνομα και επιπλέον μπορούσε να υποδεχθεί και τη… Ρωσία (που μπήκε σε αυτό τον Ιούνιο του 1994)!
Ο Γέλτσιν βρήκε την ιδέα εξαιρετική. Ωστόσο, ο Κρίστοφερ δεν απέκλεισε ξεκάθαρα, σύμφωνα με το MemCon της συνομιλίας, την πιθανότητα πλήρους ένταξης αυτών των κρατών στο ΝΑΤΟ. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1994, ο Κλίντον «σέρβιρε» την αλήθεια σε έναν εμβρόντητο Γέλτσιν, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να εκφωνήσει την ομιλία του περί «ψυχρής ειρήνης» στη συνάντηση του Δεκεμβρίου 1994 στη Βουδαπέστη που μετέτρεψε τη ΔΑΣΕ σε οργανισμό (ΟΑΣΕ). Υπό την πίεση μάλιστα στο εσωτερικό των ΗΠΑ μετά την ολοκληρωτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές για το Κογκρέσο τον Νοέμβριο του 1994, η γραμμή Κλίντον σκλήρυνε περισσότερο. Η «βήμα προς βήμα» προσέγγιση εγκαταλείφθηκε και πλέον άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τη διεύρυνση προς ανατολάς για όλα τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, με πρώτες την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία το 1999.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις