Με το σταγονόμετρο τα φάρμακα – Το clawback στο 1,5 δις. φέτος
Νέα στρατηγική στη φαρμακευτική πολιτική επιζητούν οι φαρμακευτικές, οι οποίες βλέπουν το clawback και το rebate να ανεβαίνει πάνω από τα 2 δις. ευρώ, δημιουργώντας πρόβλημα στη δραστηριοποίησή τους στη χώρα μας, διακινδυνεύοντας την επάρκεια των φαρμάκων
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Στο στόχαστρο της αστυνομίας τρία άτομα που χειροκροτούσαν τον μακελάρη στο Μαγδεμβούργο
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Σήμα κινδύνου για τη δυνατότητα των ασθενών να συνεχίσουν να παίρνουν τα φάρμακά τους, όχι μόνο για καινοτόμες θεραπείες, αλλά και για παλαιά και καταξιωμένα σκευάσματα, δίνει η φαρμακοβιομηχανία της χώρας, εξαιτίας του δυσθεώρητου clawback που φέτος αναμένεται να κλείσει στο 1,5 δις. ευρώ, ενώ οι συνολικές υποχρεωτικές επιστροφές θα υπερβούν τα 2 δις. ευρώ.
Οι τρείς φορείς που εκπροσωπούν το σύνολο των φαρμακευτικών που λειτουργούν στη χώρα μας, προειδοποιούν ότι δεν μπορούν να αναλάβουν το ρόλο της κοινωνικής ασφάλισης και τονίζουν πως η άσκηση της δραστηριότητάς τους δυσχεραίνεται ολοένα και περισσότερο με το clawback, το οποίο μάλιστα, επιχειρείται να «κρυφτεί» μέσω των διαπραγματεύσεων για τους επιμέρους κλειστούς προϋπολογισμούς ανά θεραπευτική κατηγορία ή φάρμακα, που πρόσφατα θεσμοθετήθηκαν, και οι οποίες ουσιαστικά απαιτούν την προπληρωμή του.
Δεν παραλείπουν ακόμη να αναφέρουν ότι η μειωμένη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης υπέστη άλλη μια καθίζηση της τάξης του 40%, η οποία καλύφθηκε από πρόσθετη επιβάρυνση των ασθενών κατά 33% και της βιομηχανίας κατά 400%, με αποτέλεσμα τα μισά μόνο φάρμακα να καλύπτονται από το δημόσιο και τα άλλα μισά να καλύπτονται από τους ασθενείς και τη φαρμακοβιομηχανία.
Με αφορμή την ενίσχυση από το Ταμείο Ανάκαμψης, η προσδοκία στρέφεται στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μέτρων που αναμένονται από την εποχή της οικονομικής κρίσης, με αλγορίθμους στη συνταγογράφηση για την επιλογή των πιο αποτελεσματικών και αποδοτικών θεραπειών, με μητρώα ασθενών και μέτρα για τον έλεγχο της ζήτησης.
Από την πλευρά τους οι ελληνικές φαρμακευτικές εστιάζουν σε επενδύσεις ύψους 1,2 δις. ευρώ για τα επόμενα χρόνια, αναδεικνύοντας την αναπτυξιακή τους δυναμική για την οικονομία της χώρας.
ΣΦΕΕ
Ειδικότερα, από την πλευρά του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) ο πρόεδρος κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, μιλώντας στο in.gr, παρέθεσε τη θέση του Συνδέσμου, λέγοντας: «Άλλη μια χρονιά κλείνει με σοβαρούς προβληματισμούς για την φαρμακοβιομηχανία, αλλά και καταστροφικά αριθμητικά δεδομένα. Παρά την θετική διάθεση του νέου υπουργού υγείας ο οποίος δεν φέρει ευθύνη για την εικόνα της φαρμακευτικής δαπάνης για το 2021, είναι αναμφισβήτητο ότι επωμίζεται μέρος της συνολικής ευθύνης που έχει η κυβέρνηση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έχει αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν. Στις παλιές στρεβλώσεις του συστήματος υγείας προστίθενται πλέον και νέες προκλήσεις από την πανδημία της COVID-19 αλλά και η περαιτέρω επιδείνωση της ήδη κακής προβλεψιμότητας που υπάρχει για τον κλάδο του φαρμάκου, αφού η πρόσφατη τροπολογία που ψηφίστηκε στη Βουλή παρά τα θετικά σημεία που περιέχει, ενισχύει με κάποια άλλα, την αβεβαιότητα και δημιουργεί πλαίσιο για τη δημιουργία νέων στρεβλώσεων. Πιο συγκεκριμένα, η τροπολογία για τα φάρμακα που εντάχθηκε στο Νομοσχέδιο για την ΕΚΑΠΥ καταστρατηγεί τις έννοιες της προβλεψιμότητας και της διαφάνειας και έχει δημιουργήσει έντονη αβεβαιότητα και ανασφάλεια στην αγορά. Ο ΣΦΕΕ μετέφερε τις ανησυχίες και τι προτάσεις του κλάδου στον Υπουργό Υγείας και αναμένουμε, βεβαίως, τις υπουργικές αποφάσεις που θα εξειδικεύουν το νέο νόμο, ευελπιστώντας ότι θα εισακουστούμε.
Η Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα υποχρηματοδοτείται καθώς βρίσκεται στο 60% του μέσου όρου της Ευρώπης κατά κεφαλήν και η Πολιτεία θα πρέπει να επανεξετάσει τη χρηματοδότηση του συστήματος. Άλλωστε, με την πανδημία της COVID-19 όλες οι Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναθεωρούν τα κονδύλια για τη Δημόσια Υγεία. Επιπρόσθετα, η Πολιτεία θα πρέπει να εξετάσει και την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης και όχι να συνεχίζει να «βολεύεται» μετακυλύοντας το βάρος στις φαρμακευτικές εταιρίες. Από το 2019 και μετά, παρά τις εξαγγελίες για το αντίθετο, το Υπουργείο Υγείας δεν εφάρμοσε καμία αποτελεσματική στρατηγική ελέγχου της δαπάνης -και, τελικά φτάνουμε στο τελείωμα του 2021 να είμαστε αντιμέτωποι με συνολικές υποχρεωτικές επιστροφές ύψους 2 δισ. ευρώ, τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ πιο υψηλά από πέρυσι κυρίως λόγω του clawback. Είναι πρωτοφανή αυτά τα επίπεδα επιστροφών και σε πλήρη αντίθεση με τις υποσχέσεις για διατήρησή τους στο επίπεδο του 2020, ώστε να ξεκινήσει η καθοδική πορεία από το 2022 και μετά, βάσει του σχεδίου που εντάχθηκε στο RRF. Και έρχεται το πρόσφατο νομοθέτημα να θέσει τα επίπεδα αυτά σαν βάση για την διαδικασία διαπραγμάτευσης! Με αυτή τη μεθοδολογία, υπονομεύεται η ουσία της διαπραγμάτευσης (και η ουσιαστική αξιολόγηση των φαρμάκων), τιμωρώντας έτσι την καινοτομία, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στους ασθενείς. Ταυτόχρονα αποκαλύπτεται και η «ρηχή» στρατηγική της κυβέρνησης να πετύχει τους στόχους του RRF για το clawback, όχι περιορίζοντας στην πραγματικότητα το μέγεθός του, αλλά κουκουλώνοντάς το, μέσω της διαδικασίας διαπραγμάτευσης αφού πλέον οι εταιρείες θα καλούνται να το προπληρώσουν.
Η νέα τροπολογία ενισχύει και τη δυνατότητα θέσπισης κλειστών προϋπολογισμών. Έχουμε επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή μας στη θέσπιση κλειστών προϋπολογισμών εντός ενός ήδη υπάρχοντος κλειστού προϋπολογισμού που εξ’ ορισμού δεν επαρκεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων ασθενών. Οι τρεις μεγάλοι κλειστοί προϋπολογισμοί που έχουμε σήμερα (ΕΟΠΥΥ-Νοσοκομεία-φάρμακα 1Α) παράγουν διαχρονικά τεράστιες υπερβάσεις, γεγονός που καταδεικνύει αφενός την έλλειψη ελέγχου αφετέρου την ελλιπή χρηματοδότηση.
Η παρούσα συγκυρία αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να προχωρήσουμε γρήγορα με μια ασθενοκεντρική βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική, που αφενός θα θωρακίσει το σύστημα υγείας και αφετέρου θα απελευθερώσει τις μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες του φαρμακευτικού κλάδου. Η πολιτεία θα πρέπει να δεχτεί πως όσο χρονοτριβεί με την εισαγωγή αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών και πλήρους ψηφιοποίησης όλου του περιβάλλοντος στο σύστημα υγείας, τόσο θα δημιουργούνται μαύρες τρύπες που θα απαιτούν πρόσθετη, ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Επίσης η εισαγωγή της αναλογικής συνυπευθυνότητας για όλους τους εταίρους στη διαμόρφωση του μεγέθους της φαρμακευτικής δαπάνης είναι η σωστή κατεύθυνση για το μέλλον. Ήμασταν και συνεχίζουμε να είμαστε στη διάθεση της Πολιτείας, για συνεργασία σε κάθε επίπεδο, έχουμε άλλωστε υποβάλλει προ καιρού τις προτάσεις μας. Θα πρέπει, όμως, τώρα η Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της και να προχωρήσει άμεσα σε μέτρα ελέγχου της υπέρβασης και ενίσχυσης της φαρμακευτικής δαπάνης, αλλά και σε μέτρα που θα εξασφαλίσουν ένα θετικό και βιώσιμο επιχειρηματικό περιβάλλον».
PhRMA Innovation Forum
Τη θέση του PhRMA Innovation Forum παρέθεσε η πρόεδρος Agata Jakoncic, επισημαίνοντας πως η οικονομική κρίση της προηγουμένης δεκαετίας επηρέασε σημαντικά όλους του τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Η υγεία ήταν ένας από τους τομείς οι οποίοι αποτέλεσαν πεδίο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες κυρίως επικεντρώθηκαν στην εισαγωγή μέτρων λιτότητας και οριζόντιας μείωσης των προϋπολογισμών και των δημόσιων διαθέσιμων πόρων. Η Ελλάδα διέθεσε μόλις 4,7% του ΑΕΠ στο δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο αντιστοιχεί στο 60% περίπου του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (8%).
«Η φαρμακευτική περίθαλψη βρέθηκε στο επίκεντρο των περιοριστικών πολιτικών, οι οποίες εστιάστηκαν σε οριζόντιες μειώσεις χωρίς να αποκτήσουν διαθρωτικό χαρακτήρα ώστε αρθούν χρόνιες στρεβλώσεις. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε μια μετάβαση του χρηματοδοτικού βάρους της υγείας και της φαρμακευτικής περίθαλψης από τον δημόσιο τομέα στην βιομηχανία και τους ασθενείς», επεσήμανε η κ. Jakoncic και πρόσθεσε: «Παρά τη μετάβαση της χώρας στη νέα περίοδο η οποία συνοδεύεται με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θετικό πρόσημο στην πλειοψηφία των μακροοικονομικών δεικτών, η πολιτική φαρμάκου εξακολουθεί να ασκείται στη βάση των περιοριστικών μέτρων τα οποία εισήχθησαν ως επείγοντα και έκτακτα την προηγούμενη περίοδο. Χαρακτηριστικότερο αυτών ο μηχανισμός αυτόματης επιστροφής της υπερβάλλουσας δαπάνης από τις φαρμακευτικές εταιρίες ο οποίος πλέον αποτελεί βασικό χρηματοδοτικό μηχανισμό της φαρμακευτικής περίθαλψης των πολιτών καθώς καλύπτει περίπου τα δύο τρίτα των νοσοκομειακών φαρμάκων και περίπου το μισό των εξωνοσοκομειακών, επί σειρά ετών. Η πραγματικότητα είναι ότι η συνεισφορά του δημοσίου μειώθηκε κατά 40%, η συνεισφορά των ασθενών αυξήθηκε κατά 33% ενώ η συνεισφορά της βιομηχανίας αυξήθηκε κατά 400% μεταξύ 2012 και 2020. Πλέον το δημόσιο καλύπτει περίπου 50% της συνολικής φαρμακευτικής περίθαλψης της χώρας ενώ το υπόλοιπο 50% καλύπτεται από τη βιομηχανία και τους ασθενείς, διακινδυνεύοντας την βιωσιμότητα της φαρμακευτικής περίθαλψης».
«Είναι σαφές πως οι φαρμακευτικές εταιρείες επιχειρούν και οι ασθενείς λαμβάνουν την αναγκαία θεραπεία τους σε ασφυκτικό περιβάλλον, που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την βιωσιμότητα και την διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε νέες αλλά σε ήδη εδραιωμένες θεραπείες. Η βιομηχανία αδυνατεί πλέον να υποκαθιστά το ρόλο της κοινωνικής ασφάλισης», προειδοποίησε η κ. Jakoncic ενώ υπογράμμισε: «Οι στρεβλώσεις αυτές έχουν καταδειχθεί πολλάκις σε εγχώρια και διεθνή φόρα και πρόσφατα σε συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους εισήχθησαν συγκεκριμένοι ποσοτικοί στόχοι μείωσης της υπέρβασης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο συνδυασμός της χρηματοδότησης που παρέχεται μέσω του ΤΑΑ, οι συμφωνημένοι άξονες πολιτικών παρεμβάσεων αλλά και οι κατάλληλες και στοχευμένες διαθρωτικές αλλαγές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα στο πεδίο της ψηφιακής υγείας, της πρόληψης και της δημόσιας υγείας δύνανται να προάγουν τον εξορθολογισμό των δαπανών και την άντληση πόρων στην οικονομία μέσω επενδύσεων στην υγεία και στην αγορά υπηρεσιών υγείας. Οι μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του Ταμείου Ανθεκτικότητας είναι η καταλληλότερη ευκαιρία για την άρση των στρεβλώσεων στον τομέα της υγείας στη χώρα μας.
Το πρόβλημα της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης είναι τόσο σημαντικό που απαιτείται συνεκτική και ολοκληρωμένη στρατηγική που αγγίζει αποκατάσταση των στρεβλώσεων στο πεδίο της τιμολόγησης, της ρύθμισης των ασφαλιστικών τιμών αποζημίωσης, της εισαγωγής συνταγογραφικών αλγορίθμων με έμφαση στις αποτελεσματικές και αποδοτικές θεραπείες, την εισαγωγή μητρώων ασθενών, την ανάπτυξη του ατομικού ιατρικού φακέλου και τον έλεγχο της ζήτησης υπηρεσιών φαρμακευτικής περίθαλψης.
Η μεγάλη ευκαιρία έρχεται με την ψηφιοποίηση της υγείας, την ανάλυση των δεδομένων της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων κατανομής των πόρων. Εάν χαθεί η ευκαιρία αυτή και συνεχίσουν λογικές αναδιανομής του χρηματοδοτικού βάρους της υπέρβασης μέσω κλειστών προϋπολογισμών ή μηχανισμών κατανομής της υπέρβασης, η χώρα θα κληθεί να αντιμετωπίσει αύξηση του ελλείματος της γενικής κυβέρνησης, αύξηση της συμμετοχής των ασθενών και πρόβλημα βιωσιμότητας της βιομηχανίας. Ο σύνδεσμος καινοτόμων φαρμακευτικών εταιρειών έχει συνεισφέρει εξειδικευμένες προτάσεις και ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση θα ξεκινήσει ένα διάλογο με τη συμμετοχή όλων των αρμοδίων υπουργείων, όλων των παραγόντων του συστήματος και των ασθενών με στόχο την αναζήτηση της κατάλληλης στρατηγικής για την μείωση της δαπάνης, βελτίωση της υγείας και την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα».
ΠΕΦ
Από την πλευρά της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), ο πρόεδρος Θεόδωρος Τρύφων, αναφερόμενος στους βασικούς παράγοντες που θα διαμορφώσουν τη φαρμακευτική πολιτική της επόμενης πενταετίας, έκανε λόγο για «διασφάλιση της επάρκειας και της πρόσβασης των ασθενών στις θεραπείες με προσιτό κόστος, περιοριστικούς φαρμακευτικούς προϋπολογισμούς, στοχοθεσία του προγράμματος Ελλάδα 2.0 με την εισαγωγή του στοιχείου της συνυπευθυνότητας της Πολιτείας ως προς το ύψος του clawback και βέλτιστη αξιοποίηση της αναπτυξιακής δυναμικής του κλάδου της φαρμακοβιομηχανίας κυρίως μέσω του εργαλείου των συμψηφισμών clawback-επενδύσεων.
Τονίζοντας ότι η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε τόσο διαφορετικούς επιμέρους στόχους αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα, προέβλεψε ότι το 2021 το clawback στον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία αναμένεται να υπερβεί συνολικά τα 1,5 δις ευρώ.
Εξήγησε, ότι «η τάση αυτή τροφοδοτείται από την είσοδο νέων ακριβών θεραπειών σε συνδυασμό με την υστέρηση στον έλεγχο της -συχνά αδόκιμης- υποκατάστασης των παλαιότερων οικονομικών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα».
«Το τεράστιο clawback, στρεβλώνει τη λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς, περιορίζει την εμβέλεια των διαρθρωτικών παρεμβάσεων της Πολιτείας για τη βιώσιμη συγκράτηση της δαπάνης και υπονομεύει την αναπτυξιακή προοπτική της φαρμακοβιομηχανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άθροισμα του rebate, του clawback και της φορολογίας, αντιστοιχεί σήμερα σχεδόν στο 70% του κύκλου εργασιών της φαρμακοβιομηχανίας», σημείωσε ο κ. Τρύφων και πρόσθεσε: «Στο πλαίσιο αυτό, ταυτόχρονα με την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης των φαρμακευτικών προϋπολογισμών π.χ. μέσω της εξεύρεσης βιώσιμης λύσης για την φαρμακευτική κάλυψη των ανασφαλίστων πολιτών, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μέτρων για τον εξορθολογισμό της δαπάνης και τον περιορισμό του clawback αποτελεί βασική προτεραιότητα της φαρμακευτικής πολιτικής».
Χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες για το κόστος, ειδικά των νέων ακριβών φαρμάκων, ως το πλέον σημαντικό εργαλείο της Πολιτείας για τον περιορισμό του clawback. Πρόσθεσε όμως ότι παράλληλα θα πρέπει να επιταχυνθεί η υλοποίηση διαρθρωτικών μέτρων όπως π.χ. το κλείδωμα των θεραπευτικών πρωτοκόλλων με τα οικονομικά φάρμακα – γενόσημα και βιοομοειδή- στην πρώτη γραμμή θεραπείας. Αυτό θα επιτρέψει τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και θα οδηγήσει στον περιορισμό της αδόκιμης υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών, γεγονός που αποτελεί τον κύριο λόγο για την αύξηση της δαπάνης.
Ακόμη, χαρακτήρισε αναγκαία την υιοθέτηση ενός συστήματος ουσιαστικών κινήτρων προς τους επαγγελματίες υγείας (ιατρούς /φαρμακοποιούς) και τους ασθενείς με στόχο την ενίσχυση της χρήσης γενοσήμων και οικονομικότερων φαρμάκων που ανακουφίζουν οικονομικά το σύστημα υγείας και τους ασθενείς.
Καταλήγοντας υπογράμμισε: «Η συγκυρία για την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή λόγω της νέας Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Στρατηγικής και της επικείμενης αναθεώρησης της φαρμακευτικής νομοθεσίας με στόχο την διασφάλιση της επάρκειας φαρμάκων και της πρόσβασης των ασθενών σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις δημόσιας υγείας. Στο ίδιο πλαίσιο, η ύπαρξη χρηματοδοτικών εργαλείων όπως τα προγράμματα Ελλάδα 2.0 στην Υγεία, το Horizon Europe, και EΣΠΑ σε συνδυασμό με τα χαμηλό κόστος κεφαλαίου, διαμορφώνουν συνθήκες που επιτρέπουν την αύξηση των επενδύσεων και την μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των περιορισμένων πόρων για την υγεία και την φαρμακευτική φροντίδα.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την χώρα μας, καθώς έπειτα από μια δεκαετή υφεσιακή περίοδο που οδήγησε στην αναστολή των επενδύσεων και την αποβιομηχάνιση, έχει πλέον την ευκαιρία να καλύψει το χαμένο έδαφος. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παρουσίασε πρόσφατα ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 1,2 δις ευρώ οι οποίες αναμένεται να μεταμορφώσουν τον κλάδο του φαρμάκου στην χώρα μας. Οι επενδύσεις αυτές δημιουργούν σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία, τονώνουν την απασχόληση, αξιοποιούν το επιστημονικό/ερευνητικό μας δυναμικό ενώ παράλληλα θωρακίζουν το σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης διασφαλίζοντας την πρόσβαση των ασθενών και την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς.
Η διαμόρφωση ενός σταθερού πλαισίου φαρμακευτικής πολιτικής απαλλαγμένου από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος αποτελεί το θεμέλιο λίθο της προσπάθειας αυτής».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις