Λουί Αραγκόν – Ο διωκόμενος διώκτης
Ο Λουί Αραγκόν απεβίωσε στο Παρίσι στις 24 Δεκεμβρίου 1982
- Ζωή χωρίς μετρητά - Η χώρα που σχεδόν μηδένισε τις συναλλαγές με χρήμα
- Η στιγμή που ο Παλαιστίνιος επιτίθεται με λοστό στην 29χρονη στα Εξάρχεια - Νέο βίντεο ντοκουμέντο
- Μαγείρεψε για ευάλωτους ο Κασσελάκης με τον Τάιλερ – «Κάθε μικρή προσφορά μπορεί να κάνει τη διαφορά»
- Το άγριο έγκλημα που στιγμάτισε την Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1965
Τριάντα χρόνια μετά
Πριν από τριάντα και κάτι χρόνια, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1982, πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο Λουί Αραγκόν (1887-1982) άφηνε την τελευταία του πνοή στην οδό ντε Βαρέν, στο αγαπημένο του Παρίσι, δώδεκα χρόνια μετά την αγαπημένη του Έλσα και με τον Ζαν Ριστά, με τον οποίο ήταν ερωτευμένος την τελευταία περίοδο της ζωής του, στο πλευρό του. Οι παλιοί του φίλοι, οι περισσότεροι χαμένοι από χρόνια. Ο Αντρέ Μπρετόν, με τον οποίο είχε γνωριστεί στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1917, είχαν συμπορευτεί στην ντανταϊστική εμπειρία και είχαν οργανώσει, μαζί και με τον Φιλίπ Σουπώ, την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα, για να έρθουν σε ρήξη αργότερα, λόγω της στράτευσης του Αραγκόν στο κομμουνιστικό κόμμα, είχε πεθάνει το 1966. Ο Ελυάρ, με τον οποίο ακολούθησαν κοινή πορεία, από τον υπερρεαλισμό στη στράτευση στο κομμουνιστικό κόμμα, είχε φύγει ακόμα νωρίτερα, το 1952. Ο Αραγκόν είχε ζήσει με ένταση ολόκληρο τον κατά Χομπσμπάουμ «σύντομο 20ό αιώνα», από την αρχή του, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως λίγο πριν το τέλος του, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εφτά μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του. Στρατευμένος κομμουνιστής από τη δεκαετία του 1930, δημοσιογράφος, πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, ο νόθος γιος του πρώην αστυνομικού διοικητή του Παρισιού, Λουί Αντριέ, που είχε καταστείλει την Κομμούνα της Λυών, πεθαίνει ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας – παρά τις αντιρρήσεις του για την σοβιετική εισβολή στην Πράγα, που τον είχαν φέρει σε ρήξη με τους αξιωματούχους της ΕΣΣΔ, αντιρρήσεις ρητά διατυπωμένες στο περιοδικό που διηύθυνε, Les Lettres Françaises, αλλά και τις γενικότερες αναθεωρήσεις του που τις συναντούμε στην ποίησή του ήδη από το 1956 (πορεία εν πολλοίς παράλληλη με αυτή του Γιάννη Ρίτσου, στη διεθνή καταξίωση του οποίου τόσο σημαντικά είχε συμβάλει ο Αραγκόν, με το περίφημο κείμενο του 1957).
Ο Αραγκόν μόλις πριν φύγει για το μέτωπο στον Μεγάλο πόλεμο μαθαίνει την αλήθεια για την «παράνομη» γέννησή του και το ψέμα της ζωής του: η αδελφή του Μαργκερίτ είναι μητέρα του, η υποτιθέμενη μητέρα του γιαγιά του και ο πατέρας άφαντος. Χαρισματικός κι ευαίσθητος, διαισθανόμενος το μυστήριο που περιβάλλει τη ζωή του, «θα αφεθεί από νωρίς στις λέξεις να τον πάρουν από το χέρι». Από παιδί λατρεύει τα βιβλία και το διάβασμα, όπως ο ίδιος λέει στα Ανοιχτά χαρτιά, τις ιστορίες των άλλων που γίνονται και δικές του με χίλιους τρόπους:
Τη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ’ τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με ξεκολλήσουν απ’ τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονώ, πήγαινα στην τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα του γυμνασίου. Πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν άρχισα με τα παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον «Τηλέμαχο» του Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας τα πιο ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ’ Ιβουά πολύ πιο ύστερα από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα. Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω. Πολλά απ’ αυτά που ξέρω, απ’ αυτά που μου στάθηκαν χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο.
Εξίσου λατρεύει από παιδί τη γραφή, τις ιστορίες που τον αποσπούν από τις υποψίες και τους φόβους του, που κάμνουνε –για λίγο– να μην νιώθεται η πληγή. Στα πέντε του χρόνια και πριν ακόμη μάθει να γράφει, υπαγορεύει θεατρικά έργα στις θείες του. Πολυμαθής, φιλοπερίεργος, εξεγερμένος, αγανακτισμένος, συχνά απελπισμένος, θα νικήσει τη μοναξιά στην οποία τον βυθίζει η αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού με τη συμμετοχή του στην ομάδα που θέλει να καταστρέψει τη λογοτεχνία, την οποία ο ίδιος τόσο αγαπά· ειδικά το μυθιστόρημα στο οποίο θα διαπρέψει, αλλά και κάθε ποίηση που συνδέεται, έστω και ελάχιστα, με την αντικειμενική πραγματικότητα, με συγκεκριμένα γεγονότα. Προκλητικές δράσεις, πολεμική, αυτόματη γραφή, ύπνωση, πνευματιστικές εμπειρίες, ανάδυση του ασυνείδητου και ψυχανάλυση, αναζήτηση ισχυρών προγόνων που σφραγίζουν τον Αραγκόν εξίσου με το τσάκισμα της γλώσσας στη συμβατική της μορφή και λειτουργία. […] Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος, πικραγαπημένος, διχάζεται, σπαράσσεται, καίει κι αποκηρύσσει τα βιβλία του, φτάνει, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στην απόγνωση και στην αυτοκτονία. […]
Θα ακολουθήσει το ταξίδι στη Μόσχα, το 1930, τα μαύρα χώματα της Ουκρανίας, ο Δνείπερος και το φράγμα του, το συνέδριο των συγγραφέων στο Χάρκοβο: ο κύβος έχει ριφθεί, ο «τρελός» της γραφής και της ανάγνωσης θα είναι πια και ο «τρελός» της Έλσας και της Επανάστασης. Το 1931 θα δημοσιεύσει τον Διωκόμενο διώκτη/Persécuté persécuteur και το 1932 θα του απαγγελθούν κατηγορίες για το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή, το Κόκκινο μέτωπο/Front Rouge, έναν ύμνο στην ΕΣΣΔ και στην Οκτωβριανή επανάσταση (ένα ποίημα που ο ίδιος στη συνέχεια θα αρνηθεί). Οι υπερρεαλιστές θα σπεύσουν να τον υπερασπιστούν. Ο Μπρετόν όμως θα χαρακτηρίσει το ποίημά του περιστασιακό. Η ρήξη θα είναι ολοκληρωτική.
[…] Το ταξίδι στην ΕΣΣΔ το 1932 φέρνει τη συλλογή Ζήτω τα Ουράλια/Hourra l’Oural. Διατηρώντας την στάση που εξαρχής είχε απέναντι στη γλώσσα, χρησιμοποιώντας δηλαδή την ομιλουμένη και μάλιστα με όλα τα επίπεδα λόγου και τα στοιχεία προφορικότητας, ο Αραγκόν επιστρέφει σταδιακά και στην παραδοσιακή στιχουργία. Ακολουθούν οι πρώτοι τόμοι της μυθιστορηματικής πενταλογίας Ο πραγματικός κόσμος, που τον κάνουν διάσημο, ενώ εργάζεται πια συστηματικά ως δημοσιογράφος. Ρίμα, πρωτότυπη, αλλόκοτη συχνά, αλλά πάντως ρίμα από τη μια, μυθιστόρημα από την άλλη, για να μην μιλήσει κανείς για τη δημοσιογραφία: ο Αραγκόν πλέον πόρρω απέχει από τα προτάγματα του υπερρεαλισμού.
Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, διώξεις των κομμουνιστών, «αλλόκοτος πόλεμος,» επιστράτευση: είναι η περίοδος μιας νέας «παρανομίας», του «κοντραμπάντου», του λαθρεμπορίου, όπως ονόμαζε τη μέθοδό του συμβολικής έκφρασης, που θα τελειοποιηθεί στην Κατοχή και την Αντίσταση. Εναλλάσσοντας τα ψευδώνυμα όπως πάντα, ο Αραγκόν υπερασπίζεται την ομοιοκαταληξία, χρησιμοποιεί και επεξεργάζεται τον κλασικό αλεξανδρινό στίχο, τις δαντικές τερτσίνες, κλασικές ποιητικές μορφές, αντλεί το υλικό του από τους τροβαδούρους, ειδικά τον Αρνώ Ντανιέλ, τον άρχοντα του Ριμπεράκ, που επινόησε την trobar clus, την κλειστή μορφή, ερμητική και σκοτεινή, μια μορφή που μπορεί να του χρησιμεύσει απέναντι στην κάθε είδους λογοκρισία. Ιδεόπλαστος έρωτας, η ιπποσύνη και τα ιδεώδη της, ιπποτική μυθιστορία (ο Αραγκόν κρατά τη μεσαιωνική σημασία του όρου «roman», την οποία χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της συναίρεσής του των ειδών), Κρετιέν ντε Τρουά, θρύλοι κελτικοί, μεσαιωνικοί, στην πορεία στοιχεία χριστιανικά: το υλικό μιας ποίησης που θέλει να απευθυνθεί σε όλους, σε μια περίοδο όπου τα στόματα των κομμουνιστών, και σε λίγο όλων των Γάλλων, είναι σφραγισμένα.
Ο Αραγκόν χρησιμοποιεί την κλειστή μορφή, τον συμβολισμό και τη συνδήλωση, την ανανεωμένη ομοιοκαταληξία, όπως εξηγεί στο δοκίμιό του «Η ρίμα το 1940», για να μιλήσει και να στηρίξει τους συντρόφους του και τον γαλλικό λαό με τα τραγούδια του (είναι και ο πιο πολυτραγουδισμένος Γάλλος ποιητής). […] Τραγουδά την αντίσταση στη νέα βαρβαρότητα, μιλώντας μέσα στη «νύχτα του Μεσαίωνα» που σκεπάζει με τον μαύρο μανδύα της «έναν κόσμο κομματιασμένο», και μέσα από μεσαιωνικές αναφορές, για ελευθερία, ηρωισμό, αντίσταση κι αγώνα. Τα ποιήματά του, που τα έριχναν σαν προκηρύξεις τα συμμαχικά αεροπλάνα, τα διάβαζε όλος ο κόσμος. Πίσω από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, την Ελεονώρα της Ακουιτανίας, βασίλισσα της Γαλλίας και εμψυχώτρια των τροβαδούρων, τον μυθικό δρυμό της Βροσελιάνδης στη Βρετάνη, την πολυαναμενόμενη βροχή και την ψευτοβροχή που ήρθε τελικά, το ρόδο και τη ρεζεντά και τα κρίνα και τα ρόδα, τους ερωτευμένους και τα βάσανά τους, ο κόσμος διάβαζε την πορεία του πολέμου, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των αποβάσεων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τα βάσανα των παρανόμων και τα βασανιστήρια, τον ηρωισμό των έγκλειστων στα κολαστήρια και των εκτελεσμένων, το κάλεσμα για αντίσταση. Ο Στρατηγός ντε Γκωλ θα απαγγείλει τρεις στίχους από το ποίημα Πιο όμορφη από τα δάκρυα/ Plus belle que les larmes σε μια ομιλία του το 1943, η οποία θα μεταδοθεί από το ραδιόφωνο […].
Ο Αραγκόν, που θεωρούσε δάσκαλό του τον Ρεμπώ και τον Απολλιναίρ, που ζήλευε τον Μαγιακόφσκι-ποιητή της Επανάστασης και ήθελε να τον μιμηθεί, ήταν πια ο εθνικός ποιητής της Γαλλίας, ακολουθώντας τα χνάρια του Ουγκώ, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί με τις αναφορές του, του στρατευμένου μεγάλου ρομαντικού. Το δικό του πρότυπο ακολουθεί και στο μυθιστόρημα, με τους σύγχρονους Αθλίους του, αλλά όχι μόνο: πίσω από τον Πραγματικό κόσμο διαβάζει κανείς όχι μόνο τον Ζολά και τον Μπαλζάκ, αλλά και την ίδια τη Θεία Κωμωδία, ενώ στα μετεγενέστερα έργα του η διακειμενικότητα είναι ακόμη πιο πολύπλοκη. Τα ποιήματά του, πέραν της επικαιρικής διάστασης, που κάποτε αγγίζει τα όρια της πιο μεγάλης υπερβολής (λόγου χάρη στον Ύμνο στην ΓκεΠεΟύ, για να μην αναφερθούμε στον κλασικό, για τους κομμουνιστές ποιητές, ύμνο του στον Στάλιν), πέραν της όποιας κατά τόπους συνθηματολογίας, τα σπουδαία του ποιήματα, σε όλες τις περιόδους, είναι γραμμένα απλά, αλλά κρύβουν πίσω από την απλότητά τους μια τεράστια δουλειά σε επίπεδο γλώσσας και ρυθμού, με τις συνομιλίες να πληθαίνουν, χαραγμένες στις ίδιες τις λέξεις, τις ομοιοκαταληξίες, τις παρηχήσεις, τις μορφές. Αυτή τη δουλειά θα τη συνεχίσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση μετά τον πόλεμο, παρότι αφιερώνεται στο μεγάλο μυθιστορηματικό έργο του, με το οποίο κλείνει Ο πραγματικός κόσμος, τους Κομμουνιστές (τους οποίους θα ξαναγράψει στη δεκαετία του ’60). Είναι η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος περιθωριοποιεί τους αριστερούς συγγραφείς και στη Γαλλία και οι νέες του ποιητικές συλλογές, Ο νέος σπαραγμός/Le Νouveau Crève-coeur, Τα καραβάνια μου/Mes caravanes et autres poèmes, δεν έχουν την ίδια απήχηση στο ευρύ κοινό. Μετά την –όποια– ενότητα της Αντίστασης, οι διαχωριστικές γραμμές βαθαίνουν. Παράλληλα, συγκλονιστικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα στην ΕΣΣΔ και τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η δεκαετία του 1950 εγκαινιάζει μια νέα κρίση στην ταυτότητα του Αραγκόν και μαζί μια νέα περίοδο στη δημιουργία του. […]
Στη δεκαετία του ’50 και ακόμη περισσότερο του ’60 αφιερώνεται στο μυθιστόρημα, πεζό ή ποιητικό, πεζό και ποιητικό μάλλον, στη μυθιστορία. […]
Ο θάνατος της Έλσας, το 1970, θα σφραγίσει την περίοδο αυτή των αναθεωρήσεων, στην οποία θα συνεχίσει να κυριαρχεί το μυθιστόρημα. Ο Αραγκόν, ωστόσο, δεν θα σταματήσει να γράφει ποίηση ως την τελευταία στιγμή της ζωής του (λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1981, εκδίδονται ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1963-1971, Οι αποχαιρετισμοί/Les Adieux), και τα ποιήματά του δεν θα σταματήσουν να τραγουδιούνται, από τον Λεό Φερέ, τον Ζαν Φερά, τον Ζωρζ Μπρασένς, τη Μονίκ Μορελλί και τόσους άλλους. Όταν ανακοινώνεται ο θάνατός του, οι ακροδεξιοί πανηγυρίζουν, γράφουν «δεν έχουμε λόγια να εκφράσουμε τη χαρά μας». Πανηγυρίζουν όμως, ίσως πιο διακριτικά, και άλλοι πολλοί, μαζί και κάποιοι άσπονδοι φίλοι του. Σταδιακά και με δεδομένες τις πολιτικές εξελίξεις και τον θριαμβεύοντα νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης, ένα ιδιότυπο πέπλο λήθης καλύπτει το έργο του, ως επακόλουθο της πολιτικής του πορείας. Ο κύκλος κλείνει όπως ακριβώς είχε ανοίξει, στην «παρανομία»: το νόθο παιδί που το περιέβαλλε σιωπή καταλήγει στο τέλος του βίου του και πάλι μέσα στη σιωπή, που συσκοτίζει το έργο του. Ένα έργο όμως που, όπως επισημαίνει ο Μπαρμπαράν, όσο κι αν έχει συχνά γίνει τσιτάτο και δεν έχει διαβαστεί σε βάθος, δεν μπορεί κανείς να το διαγράψει.
Σήμερα, το τέλος της Ιστορίας και των ιδεολογιών τελείωσε κι αυτό με τη σειρά του μέσα στη φοβερή εποχή που έχει εδώ και κάμποσα χρόνια ξημερώσει: η προσέγγιση του Αραγκόν, πέρα από τον καθαγιασμό και τη δαιμονοποίηση, αισθητική και ποιητική, δεν μπορεί παρά να τον δικαιώσει. Για τα υπόλοιπα, θα δείξει, όπως φαίνεται, και πάλι η Ιστορία.
*Αποσπάσματα από κείμενο της κριτικού λογοτεχνίας και μεταφράστριας Τιτίκας Δημητρούλια (καθηγήτριας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ) που είχε δημοσιευτεί στο τριμηνιαίο περιοδικό ποίησης Τα ποιητικά (τεύχος 10, Ιούνιος 2013, εκδόσεις Γκοβόστη). Το εν λόγω κείμενο είχε συμπεριληφθεί σε θαυμάσιο αφιέρωμα της Δημητρούλια (με μεταφράσεις ποιημάτων του Αραγκόν) υπό τον τίτλο «Ο ποιητής Λουί Αραγκόν σήμερα».
Ο λογοτέχνης Λουί Αραγκόν (Louis Aragon) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1897 και απεβίωσε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 24 Δεκεμβρίου 1982.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις