Το σήμα της Λαγκάρντ και η μάχη για την αναβάθμιση
Τρεις διακεκριμένοι οικονομολόγοι αναλύουν στα «ΝΕΑ» τι σημαίνει για την Ελλάδα η απόφαση της ΕΚΤ
Σήμα αναβάθμισης και σφραγίδα έγκρισης για την ελληνική οικονομία έστειλε το «whatever it takes» (ό,τι χρειαστεί) της Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαιώνοντας την πλήρη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα ελληνικά ομόλογα στη μετά PEPP εποχή. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι αναλύουν στα «ΝΕΑ» την απόφαση της ΕΚΤ, την οποία χαρακτηρίζουν «ομπρέλα» που μειώνει τον κίνδυνο απότομης αύξησης του κόστους δανεισμού και υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και τι σηματοδοτεί στην προσπάθεια της χώρας να κατακτήσει επενδυτική βαθμίδα.
Προσδοκία της κυβέρνησης είναι να αναβαθμιστεί η Ελλάδα και να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα από το 2023. Και αυτό γιατί πλέον υπάρχουν οι βάσεις για να βγουν τα ελληνικά ομόλογα από την κατηγορία «junk». Και να κλείσει οριστικά το «τραύμα» που άνοιξε το 2009
Αθανάσιος Βαμβακίδης
Global head of foreign exchange strategy της Bank of America
Βλέπουμε πλέον πολλούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι
Η απόφαση ήταν μια σαφής σφραγίδα έγκρισης που οι αγορές έχουν καλωσορίσει. Μέσω της ευέλικτης επανεπένδυσης των υφιστάμενων συμμετοχών, η ΕΚΤ θα μπορέσει να συνεχίσει να είναι βασικός παράγοντας στην ελληνική αγορά κρατικού χρέους. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο APP της ΕΚΤ όταν αναβαθμιστεί στην επενδυτική βαθμίδα, σε περίπου έναν χρόνο. Στο μεταξύ, η χώρα έχει πλήρη πρόσβαση στην αγορά, με κόστος σε ιστορικά χαμηλά, ενώ τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα και ένα από τα καλύτερα προφίλ ωρίμανσης χρέους προσφέρουν καθησυχασμό στους επενδυτές. Θα περιμέναμε από την Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες και να συνεχίσει να εκδίδει ομόλογα για να βελτιώσει περαιτέρω τη ρευστότητα και να ενισχύσει την οικονομία της. Υστερα από περισσότερα από 10 χρόνια τεράστιας αβεβαιότητας, ο δρόμος για την ελληνική οικονομία είναι πλέον ξεκάθαρος και βλέπουμε πολλούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι. Η οικονομία αναπτύσσεται πάνω από τις προσδοκίες και ελπίζουμε η Ομικρον να μην επηρεάσει την οικονομία. Τα κεφάλαια από την ΕΕ σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό και ότι μόνο η ανάπτυξη μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να το επαναφέρει στα προ κρίσης επίπεδα. Η Ελλάδα έχει ευκαιρία μέσω της πλήρους υποστήριξης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του παρελθόντος και να οικοδομήσει μια πολύ ισχυρότερη οικονομία. Είναι στο χέρι της να το εκμεταλλευτεί πλήρως.
Andrew Kenningham
Chief Europe Economist της Capital Economics
Με επενδυτική βαθμίδα ίσως έως το τέλος του 2024
Είναι ξεκάθαρα καλά νέα για την Ελλάδα. Είναι επίσης ενθαρρυντικό ότι η ΕΚΤ αναφέρει ρητά ότι ισχύει για ομόλογα που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι θα σταθεί πίσω από την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων και θα διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει σημαντική διεύρυνση των αποδόσεων. Εξαλείφει τον κίνδυνο ενός sell-off και διευκολύνει την πρόσβαση της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές. Η απόφαση είναι αντανάκλαση δύο παραγόντων. Πρώτον, η μάχη για την ελληνική δημοσιονομική κατάσταση έχει πλέον περάσει στην Ιστορία. Και δεύτερον, η Ελλάδα έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο. Μου φαίνεται πιθανό ότι η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα έως το τέλος του 2024 (η ημερομηνία που η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τη διακράτηση ομολόγων στο πλαίσιο του PEPP).
Δημήτρης Λιάκος
Οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός
Τιτάνιο έργο με ανύπαρκτα περιθώρια εφησυχασμού
Η επανεμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού και η αλλαγή των προσδοκιών σχετικά με τη διάρκεια της έντασής του επηρεάζουν τη στάση των σημαντικότερων κεντρικών τραπεζών. Βασικό στοιχείο των πρώτων μέτρων που αποφασίστηκαν είναι ο περιορισμός των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. σε Αγγλία και Νορβηγία, καταγράφηκαν οι πρώτες αυξήσεις των ονομαστικών επιτοκίων. Οσον αφορά τη στάση της ΕΚΤ, να υπογραμμιστεί ότι δεν προβλέπεται αύξηση των επιτοκίων το 2022. Η αδύναμη εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σύγκριση με ΗΠΑ και Κίνα, η διατήρηση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της μετάλλαξης Ομικρον που οδηγεί στη λήψη εκ νέου περιοριστικών μέτρων, αποτελούν βασικούς λόγους για τη συγκεκριμένη προσέγγιση από την ΕΚΤ. Ωστόσο η κυριότερη αιτία είναι η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους, που σε ευρωπαϊκό μέσο όρο προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ και η αποφυγή της αύξησης του κόστους αναχρηματοδότησης, που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανάληψη της κρίσης χρέους που ταλάνισε την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η απόφαση ειδικής αναφοράς στα ελληνικά ομόλογα προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος αμφισβήτησης της βιωσιμότητας του χρέους. Η εξαίρεση της Ελλάδας από το βασικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εμπεριέχει την αποτροπής μιας προσφυγής ενώπιον του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν έχει το απαραίτητο rating για να συμπεριλαμβάνονται τα χρεόγραφά της στην επενδυτική βαθμίδα. Η θετική λύση που προκρίθηκε έχει δύο ακόμη στοιχεία που αξίζει να υπογραμμιστούν. Πρώτον, την ενσωμάτωση των διδαγμάτων της διαχείρισης των κρίσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας από την ΕΚΤ (κυρίως από την κυρία Λαγκάρντ) στην κατεύθυνση εύρεσης κοινών και συνολικών λύσεων χωρίς εξαιρέσεις και «απόδοση» του στίγματος του «μαύρου προβάτου» σε οποιοδήποτε μέλος της ευρωζώνης.
Δεύτερον, την έμμεση αναγνώριση των ελληνικών διαχρονικών προσπαθειών για την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας και των θετικών επιδράσεων των αποφάσεων για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους που ελήφθησαν προ τριετίας. Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό μέρος που αναλογεί στη χώρα μας και αφορά την προσπάθεια επαναφοράς της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά χρεόγραφα. Απαραίτητα στοιχεία προς την εκπλήρωση του στόχου είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ευστάθειας (που θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στα μέτωπα της πανδημίας και του πληθωρισμού), η πολλαπλασιαστική απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων προκειμένου να επιτευχθούν υψηλότεροι και σταθεροί ρυθμοί ανάπτυξης σε βάθος χρόνου, η επίλυση των διαχρονικών μεταρρυθμιστικών εκκρεμοτήτων και η ενίσχυση των τραπεζικών ισολογισμών. Γίνεται αντιληπτό ότι μπροστά μας έχουμε τιτάνιο έργο και επομένως ανύπαρκτα περιθώρια εφησυχασμού.
Πηγή: ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις