«Η προσωπική μου μοίρα δεν έχει σημασία. Δεν τρέφω ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Είμαι, εάν θέλετε, ένας παππούς στην υπηρεσία των θεσμών». Με αυτές τις φράσεις, μιλώντας κατά την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου που δίνουν οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας στο τέλος κάθε έτους, ο Μάριο Ντράγκι έστειλε ένα διπλό μήνυμα: Αφενός, ότι ήταν και παραμένει υπερκομματικός και δεν εξυπηρετεί τα πολιτικά του σχέδια και, αφετέρου, ότι είναι έτοιμος να αναλάβει τον επόμενο (και πιθανότατα τελευταίο) ρόλο στη μακρά διαδρομή του – του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν ο Ντράγκι προταθεί και επισήμως στη συνεδρίαση που έχει προγραμματιστεί για την επόμενη εβδομάδα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι τον Φεβρουάριο θα μεταβεί στο Κυρινάλιο προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντά του από τον απερχόμενο πρόεδρο, Σέρτζιο Ματαρέλα. Εξάλλου, η πλειοψηφία που διαθέτουν οι δυνάμεις οι οποίες τον στηρίζουν στο σώμα των χιλίων περίπου εκλεκτόρων (βουλευτές, γερουσιαστές και εκπρόσωποι των περιφερειών) είναι ευρεία και αδιαμφισβήτητη.

«Τρόμος» σε Ρώμη, Βρυξέλλες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πρόβλημα με το συγκεκριμένο σενάριο και βρίσκεται αλλού: Στην ανασφάλεια που προκαλεί στη Ρώμη, αλλά και στις Βρυξέλλες, η ενδεχόμενη απουσία του «Σούπερ Μάριο» από το τιμόνι της εκτελεστικής εξουσίας. Κι αυτό διότι, όπως τονίζουν πολλά ιταλικά και ξένα ΜΜΕ και αναλυτές, θεωρείται σήμερα ο μόνος ο οποίος είναι σε θέση να διασφαλίσει μια σχετική ομαλότητα – ταυτόχρονα με τη «χρηστή» διαχείριση των σημαντικών κεφαλαίων που αναμένει η Ιταλία από το Ταμείο Ανάκαμψης.

«Η προοπτική της αποχώρησης του Μάριο Ντράγκι από την πρωθυπουργία της Ιταλίας προκειμένου να αναλάβει την προεδρία απειλεί να επαναφέρει τη χώρα στην πολιτική αστάθεια, σε μια στιγμή που η κυβέρνηση ξεκινά την εφαρμογή φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ενός σχεδίου ανάκαμψης από την πανδημία που στηρίζεται από τα σχεδόν 200 δισ. των κονδυλίων της ΕΕ» σημείωναν χαρακτηριστικά οι «Financial Times» στις 8 Δεκεμβρίου, όταν είχαν δει το φως της δημοσιότητας τα σχετικά σενάρια.  Οι Financial Times έκαναν, μάλιστα, λόγο για «το δίλημμα της Ιταλίας» – μια εκτίμηση με την οποία συμφωνούν και άλλοι.

Οπως, για παράδειγμα, το Politico το οποίο, στη δική του ανάλυση που δημοσιεύτηκε μία εβδομάδα αργότερα, σημειώνει: «Η αρμονία που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του Ντράγκι, του αξιοσέβαστου τραπεζίτη ο οποίος έγινε πρωθυπουργός έκτακτης ανάγκης, ήταν κάτι σαν καταπραϋντική αλοιφή για μια χώρα η οποία είχε μαυρίσει από την πανδημία. Τώρα, ωστόσο, αυτή ακριβώς η συναίνεση θέτει σε κίνδυνο τη σύντομη περίοδο πολιτικής σταθερότητας».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η αμερικανική «Wall Street Journal»: «Αρκετοί πολιτικοί ανησυχούν ότι η αποχώρηση του κ. Ντράγκι από την εκτελεστική εξουσία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τον κυβερνητικό συνασπισμό και να προκαλέσει πρόωρες εκλογές την ερχόμενη άνοιξη, κάτι που τα περισσότερα κόμματα δεν επιθυμούν». «Αυτή είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου» λέει μιλώντας στην εφημερίδα ο Φράνκο Παβοντσέλο, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο John Cabot της Ρώμης.

Νέος γύρος πολιτικής κρίσης; Είναι γεγονός ότι οι παραπάνω ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Η Ιταλία, άλλωστε, αποτελεί παραδοσιακά μια «μήτρα» πολιτικής αστάθειας για την Ευρώπη και το 2020 αποτέλεσε ουσιαστικά μια εξαίρεση στον κανόνα. Ταυτόχρονα, η πρωτιά που εμφανίζονται να έχουν στις δημοσκοπήσεις τα δύο ακροδεξιά-λαϊκιστικά κόμματα – η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι – προκαλούν έντονο πονοκέφαλο στις Βρυξέλλες και στις τάξεις των ιταλών φιλοευρωπαϊστών.

Αναμφίβολα δε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας σε καμία περίπτωση δεν διαθέτει εξουσίες αντίστοιχες με εκείνες του πρωθυπουργού, κάτι που σημαίνει ότι από εκεί ο Ντράγκι δεν θα μπορεί να λύνει και να δένει, ούτε να αποτελεί τον «τοποτηρητή» ο οποίος θα διασφαλίσει τόσο την ομαλότητα όσο και τη συνολική πορεία της Ιταλίας. Κι αυτό, παρά το ότι οι δύο τελευταίοι που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση, ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και ο απερχόμενος Σέρτζιο Ματαρέλα, απέδειξαν ότι στις κρίσιμες στιγμές μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Ετσι, τα κόμματα που στηρίζουν τον Ντράγκι, κυρίως οι Δημοκρατικοί και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, μαζί με αρκετά μικρότερα, φέρονται να ζητούν εγγυήσεις από τον Ντράγκι προτού στηρίξουν ανοιχτά τη μεταπήδησή του στην προεδρία. Ή, με άλλα λόγια, αποδείξεις ότι ισχύει αυτό που επίσης είπε κατά τη συνέντευξη Τύπου της περασμένης εβδομάδας: «Εχουμε δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για τη συνέχιση του έργου, ανεξαρτήτως τού ποιος είναι παρών». Μπορεί, άραγε, να τους πείσει πως δεν θα έρθουν τα πάνω-κάτω; Είναι σε θέση να υποδείξει ένα πρόσωπο που να συγκεντρώνει την ευρύτερη δυνατή αποδοχή, έτσι ώστε η κυβέρνηση να μην εισέλθει σε κρίση και καταρρεύσει; Και αν όχι, θα τολμήσουν να του αρνηθούν την ψήφο τους όταν έρθει η στιγμή της επιλογής του νέου προέδρου, διακινδυνεύοντας να τον… θυμώσουν;

Το σίγουρο είναι ότι και ο Ντράγκι καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Προφανώς δε ξέρει κάτι περισσότερο – ίσως και ότι η «έκρηξη» στον κυβερνητικό συνασπισμό κυοφορείται και θα εκδηλωθεί από στιγμή σε στιγμή, κάτι που ο ίδιος δεν επιθυμεί επ’ ουδενί να χρεωθεί.

Από τις τράπεζες στην πολιτική

1991-2001
Ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών και πρόεδρος της εθνικής επιτροπής ιδιωτικοποιήσεων έπαιξε κεντρικό ρόλο για την προετοιμασία της Ιταλίας προκειμένου να ενταχθεί στη νομισματική ένωση και να υιοθετήσει το ευρώ. Εκείνη την περίοδο του αποδόθηκε και το προσωνύμιο «Σούπερ Μάριο».

2002-2005
Κατά την τριετία αυτή έκανε το… μεταπτυχιακό του στον ιδιωτικό τομέα, περνώντας – όπως και πολλοί κεντρικοί τραπεζίτες και κορυφαία στελέχη – από το «σχολείο» της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs. Διετέλεσε αντιπρόεδρος και διευθυντής της Goldman Sachs International, με έδρα το Λονδίνο.

2006-2011
Του ανατέθηκε η διοίκηση της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, από όπου πρακτικά συνέχισε το έργο που είχε αφήσει προσωρινά το 2002. Η νέα θέση του άνοιξε την πόρτα και για είσοδο στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ διορίστηκε και πρόεδρος του Financial Stability Forum.

2011-2019
Η θητεία του Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ συνέπεσε με τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία είχε ξεσπάσει στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και πλέον απειλούσε τη συνοχή της ΕΕ και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ. Από τη θέση αυτή, έγινε κυρίως γνωστός για τη φράση του «οτιδήποτε και αν χρειαστεί», που αποτύπωσε τη δέσμευσή του να διασώσει πάση θυσία το κοινό νόμισμα. Ανάμεσα στις «θυσίες» ήταν και η σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε, με τη δική του συναίνεση, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.

2021
Η κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού του Τζουζέπε Κόντε, εξαιτίας της αποχώρησης από αυτήν του κόμματος του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, άνοιξε τον δρόμο για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», που στηρίχθηκε από όλα τα κόμματα, πλην του ακροδεξιού-νεοφασιστικού Αδέλφια της Ιταλίας. Επικεφαλής επελέγη ο Ντράγκι, με βασικό καθήκον να αξιοποιήσει τα περίπου 200 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης για τη ριζική μεταρρύθμιση της ιταλικής οικονομίας.

Νέα επίδειξη δύναμης με τον Εμανουέλ Μακρόν

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, 23 Δεκεμβρίου, οι «Financial Times» φιλοξένησαν ένα άρθρο με την υπογραφή του Μάριο Ντράγκι και του Εμανουέλ Μακρόν. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για τη συνέχεια της «Συνθήκης του Κυριναλίου» την οποία είχαν υπογράψει στις 26 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός της Ιταλίας και ο πρόεδρος της Γαλλίας, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός νέου «άξονα» στην ΕΕ και την ευρωζώνη και σηματοδοτώντας την επιστροφή της Ιταλίας στο προσκήνιο.

Πρακτικά, με αυτό τους το άρθρο και εν όψει της γαλλικής προεδρίας στην ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι ηγέτες των δύο χωρών έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα προς το Βερολίνο και τον ευρωπαϊκό «Βορρά» υπέρ της ριζικής μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. «Οι ισχύοντες δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ έχρηζαν αλλαγών και πριν από την πανδημία. Είναι ιδιαιτέρως δυσνόητοι και εξαιρετικά περίπλοκοι, ενώ περιόρισαν τις δράσεις των κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια κρίσεων και επιβάρυναν υπερβολικά τη νομισματική πολιτική» γράφουν χαρακτηριστικά.

Εμμέσως πλην σαφώς, επίσης, τάχθηκαν υπέρ της μονιμοποίησης του «εργαλείου» των ευρωομολόγων, σημειώνοντας: «Το πρόγραμμα Next Generation EU αποτέλεσε μια επιτυχία – τόσο στην εκτίμηση της ποιότητας των δημόσιων δαπανών όσο και στον τρόπο χρηματοδότησης. Ως τέτοιο δε προσφέρει ένα χρήσιμο οδηγό για τη συνέχεια. Νέες προτάσεις θα απαιτήσουν μια σε βάθος συζήτηση, που δεν θα καλύπτεται από ιδεολογίες, με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ΕΕ στο σύνολό της».