ΗΠΑ – Στη χώρα της ιδιωτικοποιημένης υγείας, οι διαβητικοί κάνουν οικονομίες στην ινσουλίνη τους
Ρισκάροντας βαριά και μόνιμα προβλήματα υγείας για να αντέξουν το κόστος, οι διαβητικοί επικρίνουν τις πρόσφατες προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν για πλαφόν υπό όρους στην τιμή του φαρμάκου ως θλιβερά ανεπαρκείς
- «Αγνοούσα όσα συνέβαιναν», είπε για την αυτοκτονία του πατέρα της η «αγνοουμένη» Αμερικανίδα
- «Χριστούγεννα όπως επιβάλλεται να είναι» - Κρύο, βροχές και χιόνια δίνουν οι τελευταίες προβλέψεις
- Drones πετούν επάνω από αμερικανικές πολιτείες και κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει
- Πενήντα χρόνια «Playgirl» - Το πρώτο περιοδικό που έγδυσε τους άνδρες
Ένας διάλογος για τη διεύρυνση της πρόσβασης των διαβητικών στις αναγκαίες για τη ζωή τους ενέσεις ινσουλίνης έχει ανοίξει στις ΗΠΑ – και στις αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά και στα όρια των πλέον φιλόδοξων προτάσεων που έχουν πέσει στο τραπέζι, συμπυκνώνεται μεγάλο μέρος των προβλημάτων που προκύπτει από την παρουσία ιδιωτικών συμφερόντων στη δημόσια υγεία.
Μέρος του προγράμματος της κυβέρνησης Τζο Μπάιντεν για την ανάκαμψη της αμερικανικής κοινωνίας από την πανδημία, του λεγόμενου Build Back Better, είναι και ο περιορισμός της συμμετοχής των διαβητικών στην αγορά ινσουλίνης στα $35 δολάρια – με τον όρο ότι θα είναι ασφαλισμένοι.
Στις ΗΠΑ, τη χώρα με το πιο ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας στον κόσμο, η ασφάλεια υγείας συνδέεται άμεσα με την εργασία, και ο βαθμός της κάλυψης των εργαζομένων εξαρτάται τόσο από τον εκάστοτε εργοδότη, όσο και από το καθεστώς εργασίας τους (π.χ. αν πρόκειται για υπαλλήλους πλήρους ή μερικής απασχόλησης). Το πρόγραμμα Medicaid, που διευρύνθηκε επί κυβέρνησης Ομπάμα, προεκτείνει την περίθαλψη υγείας και σε ανασφάλιστους, οι οποίοι όμως θα πρέπει να πληρούν προϋποθέσεις που διαφέρουν σημαντικά από πολιτεία σε πολιτεία.
Αντιστάσεις ακόμη και από τους Δημοκρατικούς
Το νομοσχέδιο Μπάιντεν για την ινσουλίνη, που έχει στόχο να καλύψει ορισμένους από τους πλέον ευάλωτους Αμερικανούς, συναντά αντιστάσεις στο Κογκρέσο, ακόμη και εντός του κόμματος των Δημοκρατικών, με μεγαλύτερη απειλή για την ψήφισή του να είναι αυτή τη στιγμή ο κεντρώος Τζο Μάνσιν.
Ακόμη κι αν το νομοσχέδιο γίνει αποδεκτό από τους Δημοκρατικούς, όμως, αυτούσιο ή με προσαρμογές, οι ωφελούμενοι τονίζουν ότι παραμένει ανεπαρκές στην τρέχουσα μορφή του.
Οι διαβητικοί Τύπου 1, ο οργανισμός των οποίων δεν παράγει καθόλου την αναγκαία για την επιβίωσή τους ινσουλίνη, έχουν επικρίνει το νομοσχέδιο, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτό προωθείται, τονίζοντας ότι το πλαφόν για τους ασφαλισμένους περιλαμβάνει και «παραθυράκια», δεν συμβάλλει καθόλου στην προστασία των ανασφάλιστων και δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα των αμερικανικών φαρμακευτικών που κερδοσκοπούν φουσκώνοντας τις τιμές της ινσουλίνης, τη στιγμή που η ουσία διατίθεται σε συντριπτικά χαμηλότερες τιμές σε άλλα ανεπτυγμένα κράτη.
Μόνιμα προβλήματα υγείας λόγω της ανέχειας στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη
Η κατάσταση των διαβητικών στις ΗΠΑ, και ιδιαιτέρως των πλέον οικονομικά ευάλωτων ανάμεσά τους, είναι οικτρή. Η Σάμια Τσαουντχούρι, μια διαβητική γυναίκα από το Οντάριο της Καλιφόρνια που στη διάρκεια της πανδημίας υποχρεώθηκε να μειώσει τις ώρες εργασίας της και έχασε την ασφάλιση εργασίας της, περιγράφει στον Guardian μια συνθήκη φρίκης. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνταν να την αναλάβουν εξαιτίας του προβλήματος υγείας της.
Μη έχοντας την παραμικρή έκπτωση στην αναγκαία για την επιβίωσή της ουσία, αναγκαζόταν να κάνει οικονομία στη χρήση της – δηλαδή, να χρησιμοποιεί πολύ λιγότερη από όση είχε ανάγκη -, να επαναχρησιμοποιεί τις σύριγγες μέχρι να καταστραφούν, αλλά και να μην κάνει τις αναγκαίες μετρήσεις. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με προηγούμενες περιόδους της ζωής της που η οικονομική της κατάσταση δεν της επέτρεπε να κάνει ούτε αυτές τις βασικές κινήσεις για την προστασία της υγείας της, ήταν να αποκτήσει σοβαρά προβλήματα στα νεφρά και την όρασή της.
«Κρατούσα την κάθε φιάλη ακόμη και για δυο μήνες», λέει χαρακτηριστικά. Πλέον, έχει και πάλι ασφαλιστική κάλυψη, όμως αναγκάζεται να πληρώνει σημαντική συμμετοχή για τις επισκέψεις της στον γιατρό και την αγωγή της. Και έχει να αντιμετωπίσει και ένα υπέρογκο χρέος, αφού σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας χρέωνε κάθε ιατρικό έξοδο στην πιστωτική της κάρτα.
«Ακούγεται σαν απάτη»
Οι διαβητικοί δεν έχουν πειστεί ότι η νέα νομοθεσία θα βελτιώσει πραγματικά τη ζωή τους. «Μου ακούγεται σαν μια απάτη των ιδιωτικών εταιρειών ασφάλισης», εξηγεί η Τζίνι Κόρια, μια 27χρονη διαβητική Τύπου 1 από το Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, μιλώντας στον Guardian. «Οι ζωές μας χρησιμοποιούνται για προπαγάνδα. Οι διατυπώσεις είναι πολύ σημαντικές. Επειδή όταν λες στον γενικό πληθυσμό ότι βάζεις πλαφόν στην τιμή της ινσουλίνης, τους εξαπατάς, γιατί εκατομμύρια Αμερικανοί είναι ανασφάλιστοι και η πλειοψηφία των διαβητικών που είναι ανασφάλιστοι δεν θα μπορούν και πάλι να αντέξουν το κόστος».
Η Κόρια έχει αναγκαστεί πολλές φορές να κάνει οικονομία στην ινσουλίνη που χρησιμοποιεί από όταν ενηλικιώθηκε και έπαψε να δικαιούται κάλυψη από ένα πολιτειακό πρόγραμμα. Ζει με τον διαρκή φόβο ότι θα χάσει την ασφάλισή της, η οποία είναι συνδεδεμένη με την εργασία της, αλλά και ότι δεν θα είναι σε θέση να καλύψει τα κόστη που την επιβαρύνουν ακόμη και ως ασφαλισμένη. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι επισκέψεις σε γιατρούς και διαγνωστικά κέντρα, η ινσουλίνη και τα αναγκαία για τη λήψη της. Ταυτόχρονα, πρέπει διαρκώς να λύνει τον γρίφο του τι ακριβώς καλύπτουν οι ασφαλιστικές εταιρείες.
«Το Build Back Better δεν ασχολείται με τίποτα από όλα αυτά με το πλαφόν στα $35, γιατί ακόμη και αν ανήκεις σε όσους είναι αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν ασφάλιση αυτή την περίοδο, η ασφάλιση υγείας δεν διακρίνεται από σταθερότητα σε αυτή τη χώρα».
Ένας στους δέκα Αμερικανούς πάσχει από διαβήτη
Σύμφωνα με το CDC, 34,2 εκατομμύρια Αμερικανοί, δηλαδή περισσότεροι από έναν στους 10, πάσχουν από διαβήτη, με τους αυτόχθονες Αμερικανούς, τους ισπανόφωνους και τους μαύρους να πλήττονται δυσανάλογα – και να έχουν μικρότερες πιθανότητες να είναι ασφαλισμένοι.
1,4 εκατομμύρια Αμερικανοί άνω των 20 ετών έχουν δηλώσει ότι πάσχουν από Διαβήτη Τύπου 1 και έχουν ανάγκη από ινσουλίνη, ενώ οι έφηβοι και τα παιδιά κάτω των 20 ετών που έχουν διαγνωστεί με την πάθηση αγγίζουν τις 187.000. Ο συνολικός αριθμός αναμένεται να έχει φτάσει τα 5 εκατομμύρια μέχρι το 2050.
Οι πάσχοντες από Διαβήτη Τύπου 1 χρειάζονται πολλαπλές δόσεις ινσουλίνης την ημέρα, ενώ εκείνοι που πάσχουν από Διαβήτη Τύπου 2 έχουν ανάγκη από εξατομικευμένο αριθμό δόσεων, αφού ο οργανισμός τους παράγει μεν κάποια ποσότητα ινσουλίνης, όμως δεν αρκεί ώστε να τεθούν υπό έλεγχο τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.
1 στους 4 έχει κάνει οικονομία στην ινσουλίνη
Ένας στους τέσσερις διαβητικούς Τύπου 1 και Τύπου 2 στις ΗΠΑ, έχουν αναγκαστεί κάποια στιγμή στη ζωή τους να κάνουν οικονομία στην ινσουλίνη κάποια στιγμή της ζωής τους, εξαιτίας του υψηλότατου κόστους της ουσίας στη χώρα. Σύμφωνα με μελέτη της Αμερικανικής Εταιρείας Διαβήτη, σχεδόν το ένα τρίτο των διαβητικών έχουν αναβάλλει ιατρικά ραντεβού ή έχουν αναγκαστεί να αφήσουν απλήρωτους τους λογαριασμούς τους, προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για την αγορά ινσουλίνης.
Οι αμερικανοί διαβητικοί αντιμετωπίζουν περίπου 3,2 φορές υψηλότερα ιατρικά έξοδα – παρά το γεγονός ότι οι εισφορές για την υγεία στη χώρα ανήκουν στις υψηλότερες στον κόσμο. Οι αμερικανοί ενήλικες και παιδιά με Διαβήτη Τύπου 1 καταβάλλουν κατά μέσο όρο $2.500 το χρόνο από ίδιους πόρους για την περίθαλψή τους, ποσό που προκύπτει τόσο από το αβάσταχτο κόστος της ινσουλίνης, όσο και από τον ακριβό εξοπλισμό που απαιτείται για τη λήψη της, όπως είναι για παράδειγμα οι σύριγγες και οι μετρητές ινσουλίνης.
1.000% αύξηση σε είκοσι χρόνια
Η τιμή της ινσουλίνης στις ΗΠΑ έχει εκτοξευθεί στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και ξεπερνά κατά πολύ το κόστος που έχουν τα ίδια προϊόντα σε άλλες χώρες. Μια φιάλη ινσουλίνης Jumalog της εταιρείας Eli Lilly κόστιζε $21 το 1999. Μέχρι το 2019, το ίδιο ακριβώς προϊόν είχε αγγίξει τα $332, αύξηση που ξεπερνά το 1.000%.
Η μέση τιμή ενός τεμαχίου ινσουλίνης στις ΗΠΑ κοστίζει $98,70. Συγκριτικά, στον Καναδά η τιμή κυμαίνεται στα $12 και στη Βρετανία στα… $7,52. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% της παγκόσμιας αγοράς ινσουλίνης – όμως οι φαρμακοβιομηχανίες αντλούν από την επικράτειά της περίπου τα μισά τους έσοδα από το προϊόν.
Αυτού του είδους τα υψηλά κόστη επιβιώνουν παρά το γεγονός ότι οι εφευρέτες της ινσουλίνης πούλησαν την πατέντα για το προϊόν τους έναντι $1 το 1923, επειδή θεωρούσαν ότι θα ήταν ανήθικο να κερδοσκοπούν από ένα φάρμακο ικανό να σώσει ζωές.
Αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ τρεις εταιρείες – η Novo Nordisk, η Sanofi-Aventis και η Eli Lilly – ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς ινσουλίνης.
«Σαν να κολλάς τσιρότο σε μια μεγάλη, ανοιχτή πληγή»
«Δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της τιμής που έχουν θέσει οι φαρμακευτικές εταιρείες. Επομένως, το υπολειπόμενο ποσό θα πρέπει να προκύψει από κάπου αλλού», λέει στον Guardian η Μίντι Πάτερσον από το Ντέιτον του Οχάιο. «Αρκεί μια ασθένεια, ένα τροχαίο ατύχημα, για να βρεθεί ένας άνθρωπος σε μια κατάσταση που θα είναι υποχρεωμένος να πληρώνει τα πάντα με ίδια έξοδα».
Οι δυο γιοι της και ο σύζυγός της είναι διαβητικοί Τύπου 1. Τα Χριστούγεννα του 2018, η αδερφή του συζύγου της, η 47χρονη Μέγκαν Κάρτερ, έφυγε από τη ζωή από κετοξέωση, επειδή αναγκαζόταν να κάνει οικονομίες στην ινσουλίνη που χρησιμοποιούσε, στους έξι μήνες που είχε μείνει χωρίς δουλειά.
Στη διάρκεια της πανδημίας, η οικογένεια της Πάτερσον δυσκολεύτηκε πολύ να αντιμετωπίσει τα ιατρικά έξοδα για την αντιμετώπιση του Διαβήτη των μελών της, αλλά και της αναπηρίας του συζύγου της που επιδεινώθηκε από την αναβολή μιας προγραμματισμένης επέμβασης επί σειρά μηνών. Ταυτόχρονα, βρέθηκαν να παλεύουν με την ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, που αρνούνταν να καλύψει το αναπηρικό αμαξίδιο που χρειαζόταν ο σύζυγός της.
Η ίδια βρέθηκε θετική στον κοροναϊό τον Δεκέμβριο του 2021 ενώ ανέμενε να χειρουργηθεί για ρήξη μηνίσκου, ως αποτέλεσμα ενός εργατικού ατυχήματος. Ακόμη και η οικονομική κάλυψη των ημερών που χρειάστηκε να μείνει μακριά από τη δουλειά της, ήρθε ως αποτέλεσμα δικαστικού αγώνα.
«Παίρνω τα μισά χρήματα σε σχέση με τον μισθό μου μέσω προσωρινού επιδόματος αναπηρίας, και σχεδόν το σύνολο του ποσού καταλήγει σε φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό για την οικογένειά μου. Δεν μου περισσεύουν $200 ή περισσότερα το μήνα για να πληρώνω την ασφάλειά μου», προσθέτει η Πάτερσον, σημειώνοντας ότι το πλαφόν στην τιμή της ινσουλίνης ελάχιστο ρόλο θα έπαιζε στη μείωση των ιατρικών εξόδων της οικογένειάς της.
«Είναι σαν να κολλάς ένα τσιρότο σε μια μεγάλη, απολύτως ανοιχτή πληγή. Δεν είναι αρκετό», καταλήγει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις